Εφετείο 1449/2020: Διαφορές αποδοχών με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης - Παροχή για εθελούσια έξοδο


Υπάλληλος Alpha Bank που παραιτήθηκε για να εργαστθεί στο Δημόσιο - Διαφορές αποδοχών με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης - Παροχή για εθελούσια έξοδο


ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
4ο ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 

Αριθμός αποφάσεως 
1449/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ - ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ)

Αποτελούμενο από το Δικαστή Παύλο Μαυρομάτη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε με Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και την Γραμματέα Ελισσάβετ Τσιτσικάου. 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος - ενάγοντος Ι. Α. του Β. με Α.Φ.Μ. ..., κατοίκου Α. Π. Α. (οδ. Σ. Κ., αριθ. ….), τον οποίο εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Π. Χ. Κ. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ... και Α.Φ.Μ. ...), ο οποίος κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π.../3-2-20 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών, και προτάσεις.
Της εφεσίβλητης - εναγομένης: Ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία A. Τ. - Α. Ε. με Α.Φ.Μ. ..., που εδρεύει στην Αθήνα (οδ. Σ., αριθ. ….) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Α. Θ. Π. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ... και Α.Φ.Μ. ...), ο οποίος κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π.../31-1-20 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών, και προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/6/15 και με αριθ. κατ. .../20-7-15 αγωγή καταβολής διαφορών τακτικών αποδοχών και εφάπαξ χορήγηματος εθελουσίας εξόδου, από σύμβαση εργασίας, την οποία άσκησε ο ενάγων κατά της εναγομένης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Η συζήτηση της αγωγής ορίσθηκε να γίνει στις 24/2/16 με αριθ. πιν. ../…, και κατόπιν αναβολής στις 5/10/17, οπότε συζητήθηκε και εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων μερών, η υπ’ αριθ. 1424/9-7-19 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή στην ουσία της. 
Ο εκκαλών - ενάγων με την από 23/9/19 έφεσή του (αριθ. έκθ. κατάθ. .../23-9-19), η οποία έλαβε αριθ. κατ. πράξεως προσδιορισμού δικασίμου .../23-9-19 στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, και προσδιορίσθηκε για να εκδικασθεί στην επί της αρχής της παρούσας αναφερομένη ημερομηνία με αριθ. πιν. 33.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος - ενάγοντος, δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αλλά κατέθεσε την από 3/2/20 δήλωση κατ’ άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε εμπρόθεσμα έγγραφες προτάσεις.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης - εναγομένης δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αλλά κατέθεσε την από 3/2/20 δήλωση κατ’ άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε εμπρόθεσμα έγγραφες προτάσεις.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 23/9/19 (αριθ. εκθ. καταθ. .../23-9-19), έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος - εκκαλούντος κατά της πρωτοδίκως νικήσασας εναγομένης - εφεσίβλητης και της υπ’ αριθ. 1424/9-7-19 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 591 §1, 614 αριθ. 3, και 621 επ. ΚΠολΔ), αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθ. 1α΄, 3 παρ. 1, 19 όπως αντικ. με το άρθ. 4 παρ. 2 Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011), 495 παρ. 1 & 2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1, 522, 500 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την κατάργηση ή την αντικατάστασή τους, κατά περίπτωση, με το άρθ. 1 Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι πιστό αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε στον εκκαλούντα με επιμέλεια της εφεσίβλητης στις 23/7/19 (σχ. υπ' αριθ. 4209Β/23-7-19 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Θ. Δ. Ρ.) και το δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 23/9/19, ήτοι την επομένη πρώτη εργάσιμη ημέρα Δευτέρα μετά την 30ή που ήταν εξαιρετέα (Κυριακή) κατά το εν χρήσει ημερολόγιο, δεδομένου ότι κατά το άρθ. 147 §2 ΚΠολΔ το διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την προθεσμία του αρθ. 518 §1 (σχ. υπ’ αριθ. .../23-9-19 έκθεση κατάθεσης δικογράφου εφέσεως της γραμματέα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών). Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθ. 533 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της αφενός δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθ. 495 παρ. 4 εδαφ. τελευταίο και 614 §3 ΚΠολΔ, ως αυτά ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 - Κ. Ρίζο σε Ν. Λεοντή, Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, 2018, σσ. 239), αφετέρου έχουν κατατεθεί από τους υπόχρεους προς τούτο πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων τα παράβολα προκαταβολής εισφορών και ενσήμων (άρθ. 61 παρ. 1 και 4 Ν. 4139/2013), ως αυτά αναφέρονται παραπάνω στα εισαγωγικά της παρούσας.

ΙΙ. Με την από 15/6/15 και με αριθ. κατ. .../20-7-15 αγωγή του, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίστηκε ότι στις 19/3/85 προσλήφθηκε από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ''Ι. και Λ. Τ.  Ε. Α.Ε.'' με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ως υπάλληλος του λογιστικού κλάδου του προσωπικού αυτής. Ότι αυτή τον Απρίλιο του έτους 1999 συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την εναγομένη, στην οποία συνεχίσθηκε η ως άνω σύμβαση εργασίας του με νέο εργοδότη την τελευταία. Ότι εξελίχθηκε υπηρεσιακά μέχρι την ιεραρχική βαθμίδα του Εντεταλμένου Διευθύνσεως στην εναγομένη και εργάσθηκε σ' αυτήν μέχρι τις 31/6/06, οπότε υπέβαλε εγγράφως την παραίτησή του και αποχώρησε οικειοθελώς. Ότι η εναγομένη, κατά το χρονικό διάστημα από το 2001 έως και το 2005, κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, άλλως κατά παράλειψή της να τον προαγάγει μισθολογικά κατά δίκαιη κρίση, του κατέβαλε αδικαιολόγητα ως ετήσιες τακτικές αποδοχές, ποσά που υπολείπονταν σημαντικά αυτών που ελάμβαναν οι αναφερόμενοι στην αγωγή συνάδελφοί του, μολονότι αυτοί ασκούσαν τα ίδια ή υποδεέστερα καθήκοντα μ' αυτόν (ενάγοντα) και είχαν τα ίδια ή κατώτερα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα σε αυτήν. Ότι ειδικότερα, ο ενάγων επί μακρόν κατείχε τη θέση του Επιθεωρητή, επιθεωρώντας, καταστήματα της Α1 κατηγορίας της εναγομένης, ότι οι συνάδελφοί του, τους οποίους ρητά κατονομάζει, ασκούσαν και αυτοί καθήκοντα επιθεωρητού, ισάξια ή υποδεέστερα εκείνου, και παρά ταύτα ελάμβαναν σημαντικά υψηλότερες αποδοχές σε σύγκριση με τον ίδιο, των οποίων το ύψος, εκτενώς αναλύει σε αυτήν. Ότι, επιπλέον, η εναγομένη, κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης δεν του χορήγησε την εφάπαξ οικειοθελή παροχή εθελούσιας εξόδου, την οποία είχε εξαγγείλει κατά το έτος 2003, πλην συνέχισε, με πάγια πρακτική, να εφαρμόζει αδιακρίτως και μετά την καταληκτική ημερομηνία της σχετικής εγκυκλίου της, όπως συνέβη με τους κατονομαζόμενους στην αγωγή συναδέλφους του (που αποχώρησαν μεταγενέστερα), κατά παράβαση της σχετικής συμβατικής της υποχρέωσης, που απέρρεε από την καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση λύσης της εργασιακής σχέσης, άλλως επικουρικά κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Με βάση το ως άνω ιστορικό, ο ενάγων ζήτησε, με απόφαση που θα κηρυσσόταν προσωρινά εκτελεστή, μετά από παραδεκτή μετατροπή του συνόλου των αιτημάτων της αγωγής του σε αναγνωριστικά, ν' αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει: α) το συνολικό ποσό των 64.944,25 €, άλλως των 60.140,12 €, για διαφορές τακτικών αποδοχών, β) το ποσό των 82.960,37 €, άλλως των 85.196,38 € για το εφάπαξ χορήγημα της εθελούσιας εξόδου και τα ποσά αυτά νομιμοτόκως, το μεν υπό στοιχείο α΄ από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, για τα το δε υπό στοιχείο β΄ από την επομένη της επέλευσης των αποτελεσμάτων της οικειοθελούς αποχώρησής του, άλλως από τις 31/12/06 ημερομηνία επιδόσεως προγενέστερης με όμοιο περιεχόμενο αγωγής, άλλως από την επίδοση της κριθείσας αγωγής με το νόμιμο τόκο επιδικίας και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε από το παραπάνω Δικαστήριο, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ως άνω ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η εκκαλουμένη οριστική απόφαση (υπ' αριθ. 1424/9-7-19). Αυτή αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, πλην του αιτήματος της κηρύξεως της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, ως μη νόμιμο, με την αιτίαση ότι οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν περιέχουν καταψήφιση, επιστηρίζοντάς την κατά τα κύρια και παρεπόμενα της αιτήματα τόσο της κύριας, όσο και της επικουρικής της βάσης, στις διατάξεις των άρθ. 167, 185, 189, 192, 288, 371, 281, 340, 341, 345, 361, 648 επ. ΑΚ, 22 Σ 1975/86/01/08/19, 70 και 176 ΚΠολΔ, μετ' εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα του πρώτου βαθμού μεταξύ των διαδίκων μερών. Η απορριπτική αυτή εις βάρος το ενάγοντος κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προκάλεσε τα με τους λόγους της έφεσης, στο σύνολό τους τρεις (3), εισαγόμενα παράπονα του ενάγοντος - εκκαλούντος, οι οποίοι στο σύνολό τους εκτιμώμενοι συνιστούν αιτιάσεις για ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, αλλά και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έτσι ώστε να εξαφανισθεί, άλλως μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της. Ειδικότερα δια των δυο πρώτων λόγων εφέσεως της εκκαλούσας - εναγομένης και υπό την επίκληση των άρθ. 22 παρ. 1β Σ., 119 ΣυνθΕΟΚ και ήδη 141 ΣυνθΕΕ που κυρώθηκε με τον Ν. 3001/2002, 288 AK, άλλως 281 και 371 AK πλήττεται η εκκαλουμένη για κακή εφαρμογή της αρχή της ίσης μεταχείρισης των μισθωτών, και δια του τρίτου λόγου εφέσεως υπό την επίκληση των άρθ. 167, 185, 189 και 192, σε συνδυασμό με 648 επ. ΑΚ, για κακή εφαρμογή του θεσμού της πάγιας εργοδοτικής πρακτικής, ως πηγής εκπόρευσης παροχής, άλλως της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μισθωτών κατά τα ως άνω. Παράλληλα δε άπαντες οι ως άνω λόγοι εφέσεως ενσωματώνουν παράπονο εσφαλμένης αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού υπό τη μορφή ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, και δη έκαστος λόγος εφέσεως πλήττει αυτήν ως τις προς κατ’ ιδίαν παραδοχές της, συνεπεία των οποίων δέχθηκε τα ανωτέρω. Η εναγομένη προς απόκρουση της εφέσεως δια των προτάσεών της, επί του σώματος των οποίων έχει μεταφέρει κατά λέξη (mot a mot) εκείνες της πρωτοβάθμιας δίκης προς εξουδετέρωση της ένδικης αγωγής, καθιστώντας τις παραδεκτά ενιαίο κείμενο (ΑΠ 696/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 982/2013 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 476/2011 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, κατά τις οποίες δεν πρόκειται για αποκλειομένη από το άρθ. 240 ΚΠολΔ ενσωμάτωση), επανέφερε παραδεκτά, κατ' αρθ. 240 ΚΠολΔ, τους ισχυρισμούς που είχε προτείνει και πρωτοδίκως, τους οποίους το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υποχρεούται να (επαν)εξετάσει. Δι' αυτών προτείνει τον και αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενο υπόψη και στο δεύτερο βαθμό (εφόσον έχει μεταβιβασθεί το σχετικό κεφάλαιο που αυτός αφορά) ισχυρισμό περί αοριστίας της κύριας και επικουρικής βάσης της αγωγής (άρθ. 106, 111 παρ. 2, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς τις αιτούμενες προς επιδίκαση διαφορές αποδοχών του ενάγοντος, με την αιτίαση ότι παρόλο που επικαλείται την μη εφαρμογή της ίσης μισθολογικής μεταχείρισης της περίπτωσής του με εκείνες των συναδέλφων του Ν. Χ. (σε κύρια βάση) και Ν. Γ. (σε επικουρική βάση), κατά την σύγκρισή της με τις αντίστοιχες εκείνων, δεν εκτίθενται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο η αρχαιότητα (βασικός μισθός, επίδομα πολυετίας), τα τυπικά προσόντα (επίδομα βαθμού, πτυχίου, ξένων γλωσσών κ.α.), η οικογενειακή κατάσταση (επίδομα συζύγου, τέκνων, παιδικής μέριμνας), τα ουσιαστικά προσόντα και τα διάφορα έξοδα παράστασης, ιδίως δε ουδόλως προσδιορίζεται, ποιο μέρος των τακτικών αποδοχών των συγκρινόμενων περιπτώσεων αποτελεί οικειοθελή παροχή και ποιο μέρος αντιστοιχεί σε νόμιμες αποδοχές. Για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία ο μισθωτός διώκει μισθολογική ή άλλη υπηρεσιακή παροχή με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία απορρέει από το αρθ. 288 ΑΚ, αλλά ευρίσκει έρεισμα και στα αρθ. 4 παρ. 1 και 2, 22 παρ. 1β΄ του Συντάγματος και 119 της Συνθήκης της ΕΟΚ και ήδη 141 ΣυνθΕΕ που κυρώθηκε με τον Ν. 3001/2002, πρέπει να συνθέτει σ' αυτήν: α) Την οικειοθελή παροχή στην οποία προέβη ο εργοδότης σε άλλους μισθωτούς, β) τα ονοματεπώνυμα αυτών, γ) το είδος της εργασίας που παρέχουν αυτοί και τις συνθήκες υπό τις οποίες την παρέχουν, δ) τα προσόντα αυτών και ε) τα προσόντα του ενάγοντος, το είδος της εργασίας του και τις συνθήκες υπό τις οποίες την προσφέρει, ώστε να μπορεί να κριθεί εάν ο εργοδότης προσφέροντας οικειοθελώς μισθολογικές ή άλλες υπηρεσιακές παροχές προς ορισμένους μισθωτούς του και εξαιρώντας από αυτές τον ενάγοντα παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης (ΑΠ 648/2005 ΕλλΔνη 2006.1033). Στην προκειμένη περίπτωση από την ιστορική παράθεση των πραγματικών περιστατικών που αναπτύσσονται στην αγωγή, προκύπτει ότι ο ενάγων εξέθετε τα ως άνω στοιχεία που απαιτούν οι ανωτέρω προαναφερόμενες διατάξεις για το ορισμένο της, και ειδικότερα αναφέρονται τα επαγγελματικά προσόντα του και εκείνων των συγκρινόμενων συναδέλφων του που επονομάζει, το είδος της εργασίας, τα μέρη σύνθεσης του μισθού σε αριθμούς [βασικός μισθός κλιμακίου, επίδομα πτυχίου σε ποσοστό 25% του β.μ., επίδομα πολυετίας (σε ποσοστό του βμκ ανάλογο της ωρίμανσης), οικογενειακό επίδομα (συζύγου), σε ποσοστό 10% του β.μ.κ.), έξοδα παραστάσεως θέσεως, επίδομα βαθμού, έξοδα παραστάσεως βαθμού, επίδομα επιθεώρησης, ειδικό επίδομα και έξοδα παραστάσεως βαθμού] κατά 6ηνη βάση του ένδικου χρονικού διαστήματος, καθώς και το ποσό που χαρακτηρίζει ως οικειοθελή παροχή. Ομοίως παρέθετε τα αντίστοιχα ποσά των ως άνω συναδέλφων του Ν. Χ. και Ν. Γ., και ως προς τις οικειοθελείς παροχές μετά από αφαίρεση του αφαιρετέου δικού το ποσού που είχε λάβει εξεύρισκε την διαφορά που αιτείτο. Πρέπει επομένως να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τα αντίθετα υποστηρίζων ισχυρισμός της εναγομένης, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο άνευ ειδικής προς τούτο αιτιολογίας. Επιπλέον η εναγομένη δια των ιδίων ως άνω προτάσεών της, (επαν)ισχυρίζεται ότι οι αγωγικές απαιτήσεις του ενάγοντος ασκούνται καταχρηστικά, διότι αυτός αξιώνει τη δικαστική αναγνώρισή τους παρά το ότι αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του χωρίς να έχει ποτέ εκφράσει το παραμικρό παράπονο για τη μισθολογική του αντιμετώπιση, ενώ ο αληθής λόγος της παραιτήσεως του δεν έχει σχέση με τη φερόμενη διακριτική σε βάρος του μισθολογική μεταχείριση, αλλά με το ότι πέτυχε σε διαγωνισμό του ΑΣΕΠ για την πρόσληψή του στον στενό Δημόσιο Τομέα. Ο ισχυρισμός αυτός τείνων να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθ. 281 ΑΚ, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν θεμελιώνουν κατά την κρίση του Δικαστηρίου την στο άρθ. 281 ΑΚ ένσταση, στο μέτρο που εξαιτίας των εκτιθέμενων ως άνω περιστατικών δεν δημιουργείται αντικειμενικά δικαιολογημένη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθούν οι επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος (ΑΠ 653/2018). Συνεπώς η εκκαλουμένη η οποία απέρριψε σιγή την συναφή ένσταση (προς την νομική δε αβασιμότητα πρέπει να εξομοιωθεί η σιγή απόρριψη, εν όψει της δυνατότητας του Δικαστηρίου να μη απαντά σε νόμω αβάσιμους ισχυρισμούς - ΑΠ 565/1995 ΕΕΝ 1996.463, EφAθ 3379/2008 αδ. στο νομ. τυπ., EφAθ 618/2002 ΔΕΕ 2002.394) δεν έσφαλε και πρέπει να απορριφθεί ο συναφής ισχυρισμός της εναγομένης.

ΙΙΙ. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης αποτελεί την ειδικότερη έκφανση στο χώρο του εργατικού δικαίου της νομικής αρχής της ισότητας, που στα πλαίσια του ισχύοντος Συντάγματος αποτυπώνεται στη διάταξη του άρθ. 4 §1. Στο χώρο των ιδιωτικών εννόμων σχέσεων η αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως και κάθε άλλος ''διορθωτικός'' μηχανισμός του περιεχομένου της συμβάσεως, αντιπαρατίθεται με την κατά τα λοιπά εκεί πρυτανεύουσα αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθ. 361 ΑΚ). Για τη θεμελίωση της αρχής της ίσης μεταχείρισης έχουν αναπτυχθεί από τη θεωρία διάφορες νομικές κατασκευές, ενώ η νομολογία την στηρίζει στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθ. 22 §1 εδ. β΄ Σ, 288 ΑΚ και, κατά περίπτωση, 119 ΣυνθΕΟΚ (ΟλΑΠ 7/1993 ΔΕΝ 1994.137, ΑΠ 832/2019, ΑΠ 337/2018, ΑΠ 1403/2017, ΑΠ 859/2015, ΑΠ 2199/2007, ΑΠ 981/2011, ΑΠ 83/1991 ΕΕργΔ 1992.545, ΑΠ 702/1991 ΕΕργΔ 1992.547, AΠ 791/1991 ΕΕργΔ 1992.549). Σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας η προστασία κατοχυρώνεται με το Ν. 3896/2010 (ισότητα των φύλων) και το Ν. 3304/2005 (για τις άλλες μορφές διακρίσεων: φυλετικές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηλικία, αναπηρία), με κατεύθυνση την παροχή ουσιαστικής προστασίας στην πράξη (Κ. Παπαδημητρίου σε Φ. Σπυρόπουλο/ Ξ. Κοντιάδη/ Χ. Ανθόπουλο / Γ. Γεραπετρίτη, Σύνταγμα - Κατ' αρθ. ερμηνεία, έκδ. 2017, σσ. 565). Για την εφαρμογή της ως άνω αρχής προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ενεργού σχέσης εργασίας. Η υποχρέωση του εργοδότη για ίση μεταχείριση δεν υπάρχει κατά τον χρόνο πριν από τη σύναψη της σύμβασης εργασίας, καθώς και κατά τον χρόνο μετά τη λύση της. Έτσι η αρχή της ίσης μεταχείρισης εφαρμόζεται σε παροχές που χορηγούνται κατά τη διάρκεια λειτουργίας της σχέσης εργασίας ή εν όψει της λύσης της (π.χ. καταβολή αποζημίωσης μεγαλύτερης από τη νόμιμη), γιατί και στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παροχή κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, αλλά και όταν η παροχή γίνεται μεν σε χρόνο μεταγενέστερο της λύσης της σύμβασης, αλλά με αναδρομική ενέργεια για τον χρόνο που η σύμβαση ήταν ενεργός, λόγω των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν από τον εργαζόμενο έως τη λύση της σύμβασης, γιατί και τότε η παροχή ταυτίζεται με εκείνη που γίνεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης (ΑΠ 1688/2007 ΕΕργΔ 2007.956, ΑΠ 999/2001 ΔΕΝ 2002.302, Δ. Ζερδελής, ΕργΔ, εκδ. 2019, σσ. 258). Ακόμη, η ως άνω αρχή προϋποθέτει οικειοθελή παροχή του εργοδότη (ΑΠ 458/1993 ΔΕΝ 1993.1168, ΑΠ 83/1991 ΕΕργΔ 1992.545, ΑΠ 702/1991 ΕΕργΔ 1992.546). Ειδικότερα, τα διάφορα επιδόματα και οι προσαυξήσεις τις οποίες ο εργοδότης καταβάλλει εκουσίως, ή και συμβατικώς σε κάποιον ή σε κάποιους εκ των εργαζομένων του, οι οποίοι υπάγονται σε συγκεκριμένη κατηγορία, ή κατέχουν ορισμένη ειδικότητα και συγκεκριμένα τυπικά, ή και ουσιαστικά προσόντα, καθώς επίσης και αυξημένη παραγωγική απόδοση, οφείλει ο εργοδότης να τα καταβάλλει-χορηγήσει και σε όσους άλλους εκ των εργαζομένων του, οι οποίοι υπάγονται στην ίδια κατηγορία και ειδικότητα, εφ' όσον οι εν λόγω εργαζόμενοί του έχουν, και αυτοί, την ίδια παραγωγική επίδοση/απόδοση και γενικότερα πληρούν όλες τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων τους χορηγήθηκαν οι εν λόγω παροχές. Ήτοι, οι προαναφερθείσες παροχές, όταν παρέχονται σε πλείονες του ενός εργαζομένους, θα πρέπει να παρέχονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και σε όσους άλλους εργαζομένους του ιδίου εργοδότη, οι οποίοι συγκεντρώνουν στο πρόσωπο τους τα κριτήρια αυτά. Παροχές, όμως, πρόσθετες σε εργαζομένους οι οποίοι παρέχουν την εργασία ή, κατά περίπτωση, τις υπηρεσίες τους κάτω από διαφορετικές συνθήκες, ή προσφέρουν περισσότερη ποσοτικώς ή ποιοτικώς εργασία, ή και κατέχουν ιδιαίτερη ικανότητα, δεν παραβιάζουν, κατ' αρχήν, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, εάν η αιτία της χορηγήσεως του στους εν λόγω εργαζομένους από τον εργοδότη τους, ως το κυρίαρχο και αποκλειστικό κινητήριο γεγονός το οποίο προκάλεσε αυτήν (δηλ. την καταβολή του) είναι είτε οι διαφορετικές συνθήκες εργασίας, είτε η ιδιαίτερη ικανότητά τους, είτε, εκ τρίτου, η από πλευράς τους παροχή περισσότερης εργασίας, συμφώνως προς τα προαναφερθέντα (ΕφΠειρ 617/2001 ΠειρΝ 2002.242, ΕφΘεσ 2055/1990 EEργΔ 1991.135, Στ. Βλαστός, Ισότητα και ίση μεταχείριση στις εργασιακές σχέσεις, εκδ. 2019, σσ. 163, Ν. Γεωργιάδου, Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, εκδ. 2002, σσ. 128). Συνεπώς, κατ' αντιδιαστολή, είναι επιτρεπτή υπό το πρίσμα της ίσης μεταχείρισης η επιλεκτική χορήγηση παροχής, που επιβάλλεται στον εργοδότη εξωγενώς από διάταξη νόμου ή συλλογικής σύμβασης εργασίας ή, εν πάσει περιπτώσει, έχει γι' αυτόν υποχρεωτικό χαρακτήρα (ΑΠ 2012/2015 ΔΕΕ 2016.257, ΑΠ 288/2003 ΔΕΕ 2003.1108). Ο εργοδότης όμως δεν μπορεί να αρνηθεί την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, επικαλούμενος την υποχρεωτικότητα που προσέλαβε μία παροχή, την οποία αυτός κάποτε είχε αρχίσει να καταβάλλει οικειοθελώς. Η άνιση μεταχείριση είναι επιτρεπτή σε περιπτώσεις παροχών, των οποίων ο οικειοθελής χαρακτήρας δεν απορρέει από τη βούληση του συγκεκριμένου εργοδότη που τις καταβάλλει. Πρόκειται δηλαδή για περιπτώσεις ''κληρονομημένων'' από προηγούμενο εργοδότη παροχών, οι οποίες για το νέο εργοδότη κατέστησαν σε κάθε περίπτωση υποχρεωτικές ακριβώς λόγω της μεταβίβασής τους σε αυτόν, ακόμη και αν έως το χρονικό αυτό σημείο είχαν διατηρήσει τον ελευθέρως ανακλητό χαρακτήρα τους. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται από την εφαρμογή πλέγματος κανόνων που αφορούν τη μεταβολή του προσώπου του εργοδότη (αρθ. 6 §1 Ν. 2112/20, 9 §1 β.δ.16/18.7.1920, 8 π.δ. της 8/12/1928 (η διάταξη του αρθ. 6 του Ν. 3239/1955, που κάλυπτε προβλήματα εφαρμογής συλλογικού δικαίου, καταργήθηκε μαζί με το Ν. 3239/55 από το Ν. 1876/90), οι οποίοι έχουν αποκρυσταλλωθεί με σύγχρονη πλέον μορφή στις ρυθμίσεις του π.δ. 572/88 (ιδίως αρθ. 3) που αφορά την «προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων αυτών» και ήδη στο αρθ. 4 παρ. 1 και 2 π.δ. 178/2002 , με το οποίο η ελληνική νομοθεσία προσαρμόστηκε στην Οδηγία 77/187 του Συμβουλίου της ΕΟΚ (νυν Ε.Ε.) της 14.2.1977 (ΕφΑθ 953/2018 αδ. στο νομ. τυπ.). Ειδική περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων και διαδοχής εργοδοτών αποτελεί η συγχώνευση εταιριών με απορρόφηση (άρθ. 68 επ. π.δ. 498/87). Οι εργασιακές σχέσεις, όπως όλες οι εκκρεμείς συμβατικές σχέσεις, που είχαν συνάψει οι απορροφούμενες εταιρίες δεν λύνονται, αλλά συνεχίζονται από την απορροφήσασα εταιρία, η οποία, ως διάδοχος εργοδότης, υποκαθίσταται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των απορροφουμένων επιχειρήσεων ως δικαιοπαρόχων εργοδοτών. Επομένως, σύμφωνα με το αρθ. 3 του π.δ. 572/1988 και ήδη με το αρθ. 4 παρ. 1 και 2 π.δ. 178/2002, σε περίπτωση συγχωνεύσεως επιχειρήσεων η απορροφήσασα επιχείρηση αναλαμβάνει τις εργασιακές σχέσεις του προσωπικού των απορροφουμένων επιχειρήσεων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά το χρόνο της συγχωνεύσεως, και υποχρεούται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, Διαιτητική Απόφαση, Κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας. Μετά την απορρόφηση εταιρίας από άλλη, η τελευταία υποχρεούται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Κανονισμό εργασίας, εκτός αν αυτός έπαυσε να ισχύει με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο, δηλαδή είτε με την λήξη της ορισμένου χρόνου διάρκειας αυτού, είτε με την καταγγελία του (ως αόριστης διάρκειας) από την απορροφήσασα εταιρία, αν έχουν μεταβληθεί σημαντικά οι συνθήκες που υπήρχαν κατά την υπογραφή του, χωρίς να συναφθεί νέα ΣΣΕ (ΑΠ 256/2016 ΔΕΝ 2016.1162, ΑΠ 453/2010 ΝοΒ 2010.2053, ΑΠ 1478/2006 ΝοΒ 2006.145). Ακόμη, όμως και μετά την κατάργηση του κανονισμού αυτού εργασίας με νόμιμο τρόπο, εφόσον αυτός έχει καταστεί περιεχόμενο ατομικών συμβάσεων εργασίας των υπαλλήλων της απορροφηθείσας εταιρίας, η απορροφήσασα υποχρεούται να τον εφαρμόσει στους υπαλλήλους αυτούς. Ζητούμενο σε όλες τις περιπτώσεις διαδοχής εργοδοτών είναι η προστασία της υπόστασης και του περιεχομένου της συμβάσεως εργασίας και επιθυμητή λύση η αυτοδίκαιη και υποχρεωτική υπεισέλευση του νέου εργοδότη στην προϋπάρχουσα συμβατική σχέση με το μισθωτό, η οποία, υπό το καθεστώς του π.δ. 572/88, επιτυγχάνεται με τη ρύθμιση του αρθ. 3 §§1 και 2 και ήδη με το αρθ. 4 παρ. 1 και 2 π.δ. 178/2002. Με τον τρόπο αυτό δεσμεύεται ex lege ο νέος εργοδότης να τηρεί τους υφισταμένους όρους εργασίας, οι οποίοι εφεξής καθίστανται ως προς αυτόν υποχρεωτικοί, ανεξάρτητα από τον οικειοθελή ή μη αρχικό τους χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να είναι επιτρεπτή η μη επέκταση της χορήγησης της συγκεκριμένης παροχής στο υπάρχον προσωπικό του εργοδότη, το οποίο θα συνυπάρξει με τους αναλαμβανόμενους στο πλαίσιο μιας ενιαίας πλέον εκμετάλλευσης (ΑΠ 227/1990 ΔΕΝ 1991.173, Κ. Μπακόπουλος, 7: Τα όρια εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης στην αμοιβή και η σχέση της με την ελευθερία των συμβάσεων, σε: Συμβολές στο Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 2017, σσ. 61 επ.). Για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης θα πρέπει οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στον ίδιο εργοδότη να βρίσκονται σε όμοια κατάσταση. Η ύπαρξη καταστάσεων όμοιων αντικειμενικά αποτελεί βασική προϋπόθεση εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Ο εργαζόμενος μπορεί να αξιώσει ίση μεταχείριση με συγκρίσιμους προς αυτόν εργαζομένους (άρθ. 4 §1 Π.Δ. 81/2003, 38 §9 Ν. 1892/1990). Απόλυτη ομοιότητα, η οποία άλλωστε είναι αδύνατη, δεν απαιτείται. Αρκεί να υπάρχει ομοιότητα κατά τα ουσιώδη στοιχεία. Για τη σύγκριση αποφασιστική σημασία μπορεί να έχει το είδος και οι συνθήκες της παρεχόμενης εργασίας (ιδίως όταν πρόκειται για θέματα αμοιβής), αλλά και άλλα στοιχεία, ανάλογα με το είδος και τον σκοπό της παροχής. Παρά την αντίθετη διατυπωθείσα άποψη, ακόμη εφαρμοστέα έχει κριθεί η ως άνω αρχή και σε μισθωτούς που απασχολούνταν σε διαφορετικές εκμεταλλεύσεις (ΑΠ 702/1991 ΕΕργΔ 1992.546, ΑΠ 791/1991 ΕΕργΔ 1992.549, ΑΠ 1171/1991 ΕΕργΔ 1992.556). Με δεδομένο ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης έχει ως αποδέκτη τον συγκεκριμένο εργοδότη ως υποκείμενο δικαίου, στου οποίου τη βούληση ανήκει η λειτουργία περισσοτέρων εκμεταλλεύσεων, δεν υφίσταται λόγος περιορισμού εφαρμογής της αρχής μόνο στο επίπεδο μεμονωμένης εκμετάλλευσης, υπό τον αυτονόητο βεβαίως όρο ότι συντρέχουν όλες οι υπόλοιπες προϋποθέσεις εφαρμογής της και στο επίπεδο της επιχείρησης (Δ. Ζερδελής, ό.α., σσ. 260, 285, Κ. Μπακόπουλος, ό.α., αντιθ. Ι. Κουκιάδης, ΑτομΕργΣχ, εκδ. 2017, σσ. 850). 

IV. Από την εκτίμηση της καταθέσεως του μάρτυρα απόδειξης Χ. Δ., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, ενώπιον του πρωτοβάθμιου, αλλά και του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, έστω και για πρώτη φορά (αρθ. 529 παρ. 1α΄ ΚΠολΔ), ακόμη και αν δεν πληρούν όλα τους όρους του νόμου (άρθ. 591 §1, 614 αριθ. 3, 621 επ. 270 §2 ΚΠολΔ), τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (αρθ. 395, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1045/2017 ΤρΝομΠλ Δ.Σ.Α., ΑΠ 471/2016 ΤρΝομΠλ Δ.Σ.Α.), τις ένορκες βεβαιώσεις που εδόθησαν στα πλαίσια άλλης ανοιγείσης σχετικής πολιτικής δίκης, ως δικαστικά τεκμήρια ανεξαρτήτως της κλήτευσης του αντιδίκου (ΑΠ 438/2018 ΝοΒ 2018.1256, ΑΠ 736/2016 ΤρΝομΠλ ''Νόμος'', ΑΠ 897/2014 ΝοΒ 2014.2143), καθώς δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά απλά έγγραφα και οι οποίες δεν απαιτείται να μνημονεύονται με εξατομικευμένη αναφορά στα στοιχεία τους (αριθμός, αρχή ενώπιον της οποίας λήφθηκαν κ.ο.κ. - Γ. Λαζαρίδης σε Π. Κατσιρούμπα, Η απόδειξη στην Πολιτική Δίκη, έκδ. 2019, σσ. 654), και την εν μέρει δικαστική ομολογία της εναγομένης (άρθ. 339, 352 §1 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, πτυχιούχος από 18/12/81 Οικονομικού Τμήματος ΑΕΙ και δη της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσσαλονίκης (ΑΒΣΘ), μετέπειτα (1990) μετονομασθείσης ''Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών'', προσελήφθη στις 19/3/1985 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από την τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ''Ι. και Λ. Τ. - Ανώνυμος Εταιρία'', με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ως υπάλληλος του λογιστικού κλάδου του προσωπικού αυτής και προσχώρησε στον έχοντα ισχύ νόμου Οργανισμό Προσωπικού της εν λόγω τράπεζας. Έκτοτε δε, εργάσθηκε ανελλιπώς στην ως άνω τράπεζα, μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2000, οπότε αυτή συγχωνεύθηκε με την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία ''Ά. Τ. Π. -Ανώνυμος Εταιρία''. Ειδικότερα με την υπ' αριθ. Κ2-5127/25-4-00 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης, εγκρίθηκε η συγχώνευση των ανωνύμων εταιρειών ''Ά. Τ. Π. Α.Ε.'' με αριθ. ΜΑΕ ……/Β/86/05 και ''Ιονική & Λαϊκή Τράπεζα Ελλάδος Α.Ε.'' με αριθ. ΜΑΕ .../Β/86/02 με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 68 §2, 69-77 Ν. 2190/20 ''περί ανωνύμων εταιρειών'', τις διατάξεις του αρθ. 16 Ν. 2515/97 ''περί συγχωνεύσεως πιστωτικών ιδρυμάτων '', όπως τροπ. και συμπληρ. με το αρθ. 12 Ν. 2774/99, τις από 11/4/00 και 18/4/00 αποφάσεις των γ.σ. των μετόχων τους αντιστοίχως και την αριθ. 15428/18-4-00 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Αρ. Σ.. Η νέα διευρυμένη Τράπεζα που προέκυψε έλαβε την επωνυμία A. Τ. - Α. Ε. και το διακριτικό τίτλο ''A. B.'' και αποτελεί την εναγομένη. Η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος ήταν ορισμένου χρόνου, διότι τόσο στον Οργανισμό Προσωπικού της ''Ιονικής & Λαϊκής Τράπεζα Ελλάδος Α.Ε.'', όσο και της εναγομένης προβλεπόταν η αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης με τη συμπλήρωση του 62ου έτους ηλικίας για τους άντρες και του 57ου έτους για τις γυναίκες υπαλλήλους. Έτσι η εναγομένη ως καθολική διάδοχος της αρχικής εργοδότριας του ενάγοντος, υποκαταστάθηκε στις υφιστάμενες με την προηγούμενη εργοδότρια εργασιακές σχέσεις του προσωπικού της απορροφηθείσας Τράπεζας κατά τα στον οικείο τόπο εκτιθέμενα της μείζονος προτάσεως. Ακολούθως, το προσωπικό της απορροφηθείσας '''Ι. και Λ. Τ.'', το οποίο διεπόταν από τις διατάξεις του Οργανισμού Προσωπικού της, που είχε καταρτισθεί με την από 1/12/1977 ΕΣΣΕ, με βάση τις διατάξεις του Ν. 3239/1955 και είχε δημοσιευθεί νομίμως (ΦΕΚ Β' 1135/1977) με την υπ' αριθ. 49468/10730/1977 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, και είχε ισχύ ουσιαστικού νόμου, μετά την παραπάνω συγχώνευση των δύο Τραπεζών και την κατάρτιση του νέου και ισχύοντος Οργανισμού του Προσωπικού της εναγομένης, κατά τις διατάξεις του Ν. 1876/1990, με την από 26/06/03 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Ε.Σ.Σ.Ε.), η οποία συνήφθη μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης Τράπεζας και της συνδικαλιστικής οργάνωσης του προσωπικού αυτής και κατατέθηκε νόμιμα στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας στις 30/6/2003 και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (αρθ. 2 παρ. 6, 7 παρ. 1 και 8 παρ. 3 του Ν. 1876/1990), προσχώρησε υποχρεωτικά στις διατάξεις του εν λόγω νέου και νυν ισχύοντος Οργανισμού του Προσωπικού της εναγομένης και ο ενάγων έλαβε αριθμό μητρώου στην εναγομένη 10189. Καθ' όλη τη διάρκεια παροχής εργασίας του στην εναγομένη είχε ευδόκιμη πορεία στο λογιστικό κλάδο και εξελίχθηκε ανοδικά από τον εισαγωγικό βαθμό του ταμία που έλαβε κατά τον χρόνο της πρόσληψής του (valeur βαθμού 19/3/85), στο βαθμό του εντεταλμένου διευθύνσεως (valeur βαθμού 1/1/05) με ενδιάμεσους βαθμούς εκείνων του βοηθού λογιστή (valeur βαθμού 1/4/82), του υπολογιστή (valeur βαθμού 1/4/86), του λογιστή Β΄ (valeur βαθμού 1/4/88), του λογιστή Α΄ (valeur βαθμού 1/7/90), του βοηθού Τμηματάρχη (valeur βαθμού 1/7/93), του Τμηματάρχη Β΄ (valeur βαθμού 1/7/96), του Τμηματάρχη Α΄ (valeur βαθμού 1/1/01), όπως τούτο προκύπτει από το σε αντίγραφο προσκομιζόμενο μετ' επικλήσεως ατομικό βιβλιάριο του ενάγοντος. Εργάσθηκε μέχρι το τέλος του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2006, οπότε στις 27/1/06 με την από ιδίας χρονολογίας αίτησή του προς την εναγομένη υπέβαλε την παραίτησή του αποχωρώντας από την εργασία του, λόγω του διορισμού του μετά από επιτυχή συμμετοχή του σε διαγωνισμό του ΑΣΕΠ και την εισαγωγή του στον Κλάδο ΠΕ Τελωνειακών σε θέση δοκίμου Τελωνειακού Υπαλλήλου με εισαγωγικό βαθμό Δ΄ δια της υπ' αριθ. .../19-12-05 αποφάσεως του Υπ. Οικονομίας και Οικονομικών (σχ. υπ' αριθ. πρωτ. .../30-1-06 έγγραφο της 3ης Διεύθυνσης Προσωπικού Τελωνείων του Υπ. Οικονομίας και Οικονομικών περί γνωστοποίησής του ότι με την υπ' αριθ.../24-1-06 Α.Υ.Ο.Ο. τοποθετήθηκε στο Τελωνείο Καλύμνου Ν. Δωδεκανήσου), εξαιτίας του ασυμβιβάστου των άρθ. 33 επ. Ν. 2683/1999 (Κώδικας κατάστασης δημοσίων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων και υπαλλήλων ΝΠΔΔ) που ίσχυε τότε, πριν την αντικατάστασή του με το Ν. 3528/2007 (σχ. Γ. Καρούζου, Κωλύματα και ασυμβίβαστα οικονομικών υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών, ΦορΕπ 2005.1404). Ταυτόχρονα με την ως άνω αίτησή του ο ενάγων ζήτησε από την εναγομένη η παραίτησή του να ισχύσει από την 1/2/06, αλλά και να του καταβάλει την εφάπαξ παροχή λόγω αποχώρησής του [(κατά λέξη ''…. προβλεπόμενο πριμ εξόδου (παροχή εφάπαξ χρηματικής αποζημίωσης) … ''], ενώ επιφυλάχθηκε, για την περίπτωση μη καταβολής της ως άνω εφάπαξ παροχής για τις απαιτήσεις του από διαφορές αποδοχών. Λόγω μη ικανοποίησης των ως άνω αιτημάτων του από την εναγομένη ο ενάγων ήγειρε κατά αυτής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την από 5/6/06 και με αρ. κατ. .../27-12-06 σχετική κύρια αγωγή του με την οποία ζήτησε, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει: α) το συνολικό ποσό των 87.383,33 €, άλλως 67.383,33 €, άλλως 32.341,66 € για διαφορές τακτικών αποδοχών, β) το ποσό των 1.750 €, άλλως 1.522,50 € για ειδική πρόσθετη παροχή (bonus) έτους 2005, γ) το ποσό των 3.571,42 €, άλλως 3.214,58 €, άλλως 2.714,28 € για χορήγημα αποδοτικότητας έτους 2003, ως και το ποσό των 7.500 €, άλλως 6.525 € για χορήγημα αποδοτικότητας έτους 2005, δ) το ποσό των 18.384 €, άλλως 13.274,78 €, άλλως 6.128 € για διαφορά αποζημίωσης εκτός έδρας, ε) το ποσό των 85.000 €, άλλως 73.750 € για το εφάπαξ χορήγημα της εθελουσίας εξόδου και στ) το ποσό των 50.000 € ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποία υπέστη εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητάς του, και τα ποσά αυτά νομιμοτόκως, και δη, το μεν υπό στοιχ. στ) από της επιδόσεως της αγωγής, τα δε λοιπά από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής. Μέχρι το χρόνο συζήτησης της αγωγής αυτής, που εν τω μεταξύ είχαν μεσολαβήσει αρκετές αναβολές και ματαιώσεις, ο ενάγων άσκησε κατά της εναγομένης και την από 3/4/09 και με αριθ. κατ. .../29-6-09 παρεμπίπτουσα αγωγή με αντικείμενο την επίδειξη αναγκαίων για την απόδειξη ισχυρισμών του της κυρίας ως άνω αγωγής του, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του κατείχε η τελευταία. Συνεκδικασθέντων εν τέλει των ως άνω ενδίκων βοηθημάτων στις 19/7/11 από το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδόθηκε από αυτό η υπ' αριθ. 1987/2011 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την κύρια αγωγή κατά τη νομική βάση της που στηριζόταν στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, και δη ως προς τα υπό στοιχ. (α) έως και (στ) κεφάλαια της αγωγής, ενώ έκρινε ως παραδεκτό και νόμιμο το υπό στοιχ. (ε) κεφάλαιο κατά την κύρια βάση του, ακολούθως δε, απέρριψε τούτο ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθώς και την παρεμπίπτουσα αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ενάγων άσκησε την από 10/7/13 και με αρ. καταθ. .../17-10-13 έφεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η οποία συζητήθηκε στις 21/10/14 και εκδόθηκε η υπ' αριθ. 148/2015 οριστική απόφαση, η οποία εξαφάνισε εν μέρει την εκκαλουμένη κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της κεφάλαια, δίκασε επί της ως άνω κύριας αγωγής και δέχθηκε εν μέρει αυτήν αναγνωρίζοντας την υποχρέωση της εναγομένης ότι οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1273,83 € ως οικειοθελή παροχή σε αναγνώριση των κατά το έτος 2005 προσπαθειών των υπαλλήλων της προς αυτή. Εν συνεχεία ο ενάγων επανήλθε με την από 15/6/15 και με αριθ. κατ. .../20-7-15 και το ως άνω περιεχόμενο κριθείσα αγωγή κατά τα ανωτέρω. Συνεπώς δεν υφίσταται ουσιαστικό δεδικασμένο από την υπ' αριθ. 148/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, ως προς τα κεφάλαια που επανέρχονται με την ως άνω κριθείσα αγωγή, παρά μόνο ως προς το κριθέν ζήτημα της αοριστίας τους, το οποίο αντιμετωπίσθηκε ανωτέρω στον οικείο τόπο της παρούσας κατά την εξέταση του ισχυρισμού της εναγομένης περί αοριστίας της αγωγής. Περαιτέρω ως προς τη μισθολογική μεταχείριση του ενάγοντος κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 1/1/01 έως 31/1/06, κατά την κύρια βάση της αγωγής, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο συνολικός μισθός του αθροιζόταν κατά την οικεία ισχύουσα ΕΣΣΕ από το βασικό μισθό κλιμακίου, το επίδομα πτυχίου σε ποσοστό 25% του βασικού μισθού, το επίδομα πολυετίας σε ποσοστό του βασικού μισθού ανάλογο της ωρίμανσης, το οικογενειακό επίδομα συζύγου σε ποσοστό 10% του βασικού μισθού, τα έξοδα παραστάσεως θέσεως, το επίδομα βαθμού, τα έξοδα παραστάσεως βαθμού, το επίδομα επιθεώρησης και το ειδικό επίδομα. Ο ενάγων συγκρίνει τις δικές του αποδοχές με εκείνες του τέως συναδέλφου του Ν. Χ. και αξιώνει με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης, τη διαφορά στις αποδοχές του ιδίου με αυτόν που συνίσταται σε φερόμενη οικειοθελή παροχή της εναγομένης με τη μορφή ''συμπληρωματικών αποδοχών' ή ''συμπληρώματος αποδοχών θέσεως''. Από την ανάλυση των μηνιαίων αποδοχών του Ν. Χ. από 1/1/00 έως και 31/12/ 05, προκύπτει ότι το ποσό των μηνιαίων αποδοχών αυτού δεν διαμορφώνεται από οικειοθελείς, εκούσιες παροχές προς αυτόν, αλλά συνίστανται στον βασικό του μισθό, σύμφωνα με το μισθολόγιο της εναγομένης, προσαυξημένο με τα διάφορα επιδόματα που δίδονται με βάση τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του. Ειδικότερα ο συνολικός μισθός του Ν. Χ. αποτελεί άθροισμα από το βασικό του μισθό, το επίδομα πολυετίας, το επίδομα συζύγου, το επίδομα τέκνων, το επίδομα πτυχίου, το επίδομα dealer, το επίδομα κατόχου Β υπογραφής, το κονδύλιο ''διάφορα - καύσιμα'' και μετά τον Ιούλιο του έτους 2004 το κονδύλιο ''συμπληρωματικές αποδοχές''. Το τελευταίο κονδύλιο, δεν αποδείχθηκε ότι αποτελεί οικειοθελή παροχή αλλά προβλέπεται ρητώς δυνάμει της από 18/3/04 ΕΣΣΕ μεταξύ της εναγομένης και του Συλλόγου προσωπικού της. Ειδικότερα μετά την απορρόφηση της αρχικής εργοδότιδας του ενάγοντος από την εναγομένη, η τελευταία συνέχισε τις εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων της πρώτης, χωρίς καμία μονομερή μεταβολή των όρων αμοιβής και εργασίας τους, από οποιαδήποτε πηγή και αν είχαν αυτοί καθιερωθεί ήδη πριν την απορρόφηση, ήτοι από ΣΣΕ ή ΔΑ, Κανονισμό Εργασίας του μεταβιβάζοντος εργοδότη, επιχειρησιακή συνήθεια ή πρακτική κατά τα εκτενώς εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Έτσι η εναγομένη συνέχισε να καταβάλει στους προερχόμενους από την αποροφηθείσα τράπεζα εργαζόμενους το σύνολο των παροχών που αυτοί ελάμβαναν ήδη πριν την συγχώνευση και αποτελούνταν μεταξύ άλλων και από επιδόματα τα οποία δεν αντιστοιχούσαν σε αυτά που χορηγούσε η εναγομένη στους εργαζομένους της που απασχολούσε πριν την απορρόφηση. Η καταβολή, δε αυτή δεν συνιστούσε εκούσια εκ μέρους της εναγομένης παροχή, αλλά εκπλήρωση των εκ του νόμου υποχρεώσεών της, χωρίς επομένως τούτο να ενεργοποιεί την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Δυνάμει δε του όρου 5.2 της ως άνω από 18/3/04 ΕΣΣΕ, τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ότι ''Σε εξασφάλιση της ενιαίας λειτουργικής δράσεως των εργαζομένων στην Τράπεζα μετά την γενόμενη συγχώνευση, χωρίς να επέρχεται μείωση στις αποδοχές οιουδήποτε, τα πάσης φύσεως χορηγούμενα στους πρώην υπαλλήλους της ''Ι.Λ.Τ.Ε.'' επιδόματα, σταδιακά, εντός του έτους 2004, αποκτούν ενιαία ονομασία, εντάσσονται ή/και ενοποιούνται με τα χορηγούμενα στους υπαλλήλους της πρώην Α.Τ.Π. επιδόματα. Τυχόν μετά την ως άνω ένταξη ή ενοποίηση υπόλοιπο ή παροχές μη εντασσόμενες σε ένα εκ των ως άνω επιδομάτων, ή μη ανταποκρινόμενες σε πραγματική άσκηση καθηκόντων, θα εξακολουθούν να καταβάλλονται υπό την ονομασία ''συμπληρωματικές αποδοχές''. Ως εκ τούτου οι παροχές υπό τον τίτλο ''συμπληρωματικές αποδοχές'' δεν αποτελούν εκούσια - οικειοθελή παροχή της εναγομένης, αλλά καταβάλλονταν σε συμμόρφωση κανονιστικού όρου συλλογικής σύμβασης. Συνεπώς, αναφορικά με τις παροχές υπό τον τίτλο ''συμπληρωματικές αποδοχές'' δεν βρίσκει εφαρμογή η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Περαιτέρω, ως προς το κονδύλιο ''διάφορα - καύσιμα'' των προς σύγκριση αποδοχών του Ν. Χ., από την ως άνω ανάλυση των μηνιαίων αποδοχών του προέκυψε ότι αυτός ήδη προ της ως άνω απορροφήσεως ελάμβανε μηνιαίως από την ''Ι.Λ.Τ.Ε.'' πέραν του βασικού του μισθού και των επιδομάτων, διάφορα επιδόματα και παροχές που είχαν σχέση με τη θέση, το αντικείμενο της εργασίας του και την απόδοσή του, όπως το επίδομα dealer, και άλλα, τα οποία επειδή δεν αντιστοιχούσαν σε επιδόματα και παροχές που χορηγούσε η εναγομένη συμπεριελήφθησαν στο ως άνω αδόκιμα χαρακτηρισθέν κονδύλιο ως ''διάφορα - καύσιμα''. Ειδικότερα, ήδη από το έτος 1993 και αδιαλείπτως έως και το έτος 2000 που έλαβε χώρα η ως άνω απορρόφηση, ο Ν. Χ. ασκούσε τα καθήκοντα του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Treasury και Διαθεσίμων και γι' αυτό ελάμβανε μηνιαίως, σταθερά και αδιάλειπτα ως αμοιβή ποσό περί τις 450.000 δρχ. (= 1.320,61 €) κατά μέσο όρο, με το οποίο συμψηφιζόταν οι νόμιμες αμοιβές υπερωριών του, το επίδομα dealing room και τα ειδικά επιδόματα Διεύθυνσης (σχ. αντίγραφα επιστολών του αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή και του Διευθυντή της Διεύθυνσης Διαθεσίμων της ''Ι.Λ.Τ.Ε.'', όπου αναφέρεται ότι στη μηνιαία μισθοδοσία έπρεπε να υπολογισθούν τα απαριθμούμενα ποσά για να γίνει συμψηφισμός στα ποσά αυτά των υπερωριών και των ειδικών επιδομάτων Διεύθυνσης). Μάλιστα, από τον Ιανουάριο του έτους 1997 και έως την απορρόφηση των δύο τραπεζών, το ως άνω μηνιαίως καταβαλλόμενο ποσό έλαβε τον τίτλο "Επίδομα Διαπραγματευτικής Θέσης", συμψηφιζόμενο με αυτό του επιδόματος dealing room και των αμοιβών για υπερωρίες. Τα ως άνω ποσά των επιδομάτων και παροχών, τα οποία αποτελούσαν μέρος των τακτικών αποδοχών του Ν. Χ., συνεχίσθηκε να καταβάλλονται από την εναγομένη ως διάδοχη εργοδότρια, μετά την υπεισέλευσή της στη σχέση εργασίας του. Εξάλλου, όπως αποτυπώνεται στην ίδια ως άνω ανάλυση των μηνιαίων αποδοχών του συγκρινόμενου, οι καταβαλλόμενες αποδοχές ως "σύνολο αποδοχών", παρέμειναν περίπου ίδιες και κινήθηκαν  σε παραπλήσια επίπεδα, τόσο πριν, όσο και μετά την από 25/4/00 απορρόφηση των δύο Τραπεζών. Τα δε ποσά των διαφόρων επιδομάτων και δη του "Επιδόματος Διαπραγματευτικής Θέσης" συνέχισαν να καταβάλλονται κανονικά σε αυτόν. Επειδή όμως αυτές αποτελούσαν παροχές που δεν αντιστοιχούσαν σε παρόμοιες του μισθολογίου της εναγομένης και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να ενταχθούν σε χορηγούμενα από αυτήν επιδόματα, αποτυπώθηκαν στα ηλεκτρονικά υπολογιστικά συστήματά της υπό τον τίτλο ''διάφορα - καύσιμα'' έως τον Νοέμβριο του έτους 2001 και ως παροχές "εξ ελευθεριότητας" από τον Δεκέμβριο του έτους 2001 και εκείθεν. Έτσι, τα επιδόματα τα οποία ελάμβανε ο Ν. Χ. εκ της υπηρεσίας του ως Προϊστάμενος στη Διεύθυνση Διαθεσίμων της ''Ι.Λ.Τ.Ε.'' έως και την απορρόφηση των Τραπεζών, συνεχίσθηκε να του καταβάλλονται, ακόμα και αν από την απορρόφηση άλλαξε καθήκοντα και εντάχθηκε στη Διεύθυνση Επιθεωρήσεως της εναγομένης. Είναι άξιο επισημάνσεως ότι ο ενάγων δεν ελάμβανε τα επιδόματα αυτά, αφού ουδέποτε υπηρέτησε στην εν λόγω Διεύθυνση Διαθεσίμων, ούτε και διετέλεσε Προϊστάμενος Διεύθυνσης, αλλά απασχολήθηκε στη Διεύθυνση Επιθεώρησης της ''Ι.Λ.Τ.Ε.'', μετά δε την απορρόφηση εντάχθηκε στην αντίστοιχη υπηρεσία της εναγομένης ως Επιθεωρητής. Συνεπώς προς τα ανωτέρω, ομοίως και εν προκειμένω δεν βρίσκει εφαρμογή η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Πρέπει επομένως να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η κύρια βάση της αγωγής ως προς τις αιτούμενες διαφορές αποδοχών κατά την επικαλούμενη από τον ενάγοντα αρχή της ίσης μεταχείρισης. Έτι περαιτέρω, ως προς την επικουρική βάση της αγωγής περί την αιτούμενη διαφορά αποδοχών, στην εφαρμογή της οποίας με τις συγκρινόμενες αποδοχές του συναδέλφου του Ν. Γ. ο ενάγων επικαλείται ομοίως την ως άνω αρχή, αποδείχθηκε ότι ο συνολικός μισθός του πρώτου αποτελεί άθροισμα από το βασικό του μισθό, το επίδομα πτυχίου, το επίδομα πολυετίας, το επίδομα συζύγου, το επίδομα τέκνων, το επίδομα παιδικής μέριμνας, το επίδομα βαθμού, το επίδομα επιθεώρησης/εκπαίδευσης, το ειδικό επίδομα, το επίδομα εξόδων παραστάσεως θέσεως, το επίδομα ξένων γλωσσών, το επίδομα εξόδων παραστάσεως βαθμού, το κονδύλιο ''καυσίμων'' και το κονδύλιο ''συμπλήρωμα αποδοχών''. Ως προς το τελευταίο κονδύλιο, για το οποίο ο ενάγων διατυπώνει παράπονο μη ανάλογης καταβολής του και σε αυτόν, η εναγομένη συνομολόγησε δια των προτάσεών της ότι αυτό αποτελεί πράγματι οικειοθελή παροχή, την οποία χορηγεί στο στελεχικό της δυναμικό και στα πλαίσια του ειδικού μισθολογίου που εφαρμόζει για τα στελέχη της. Η ομολογία αυτή (δικαστική) αποτελεί πλήρη απόδειξη κατά το σκέλος της περί ύπαρξης οικειοθελούς παροχής. Αφορά δε υπαλληλικά στελέχη της εναγομένης που υπάγονται σε ειδικό μισθολόγιο, ήτοι λαμβάνουν μεγαλύτερες από τις συμβατικές αποδοχές που προβλέπονται από τη σύμβαση εργασίας και κυρίως των κλαδικών και επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, οι οποίες όμως ενσωματώνουν και την αύξηση των συμβατικών αποδοχών τους από το υπερβάλλον αυτών ποσό. Από τις καταστάσεις ανάλυσης μισθοδοσίας και τα αντίγραφα εκκαθαριστικών μηνιαίας μισθοδοσίας του Ν. Γ. προκύπτει ότι τα ποσά τα οποία ισχυρίζεται ο ενάγων στην αγωγή του ότι ελάμβανε ο πρώτος δεν επαληθεύονται. Ενδεικτικά, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο Ν. Γ. ελάμβανε κατά το α' εξάμηνο του έτους 2001 συνολικές αποδοχές ύψους 3.127,59 € και το νόμιμο μέρος του μισθού του αποτελείτο από βασικό μισθό 516,60 €, επίδομα πτυχίου 129,15 €, επίδομα πολυετίας 45,15 €, επίδομα συζύγου 51,60 €, επίδομα τέκνων 64,50 €, επίδομα παιδικής μέριμνας 80 €, επίδομα βαθμού 65 €, επίδομα εξόδων παράστασης θέσης 137,78 € και επίδομα επιθεώρησης 234,78 €. Ωστόσο η ανάλυση των μηνιαίων αποδοχών του από το έτος 2000 έως και 31/1/06 αποδεικνύει ότι ουδέποτε αυτός κατά το α' (ούτε και κατά το β') εξάμηνο του έτους 2001 έλαβε τακτικές αποδοχές ύψους 3.127,59 €, αλλά πολύ μικρότερες, αφετέρου το νόμιμο μέρος των μηνιαίων αποδοχών είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που ο ενάγων παραθέτει. Ειδικότερα, ενδεικτικά κατά τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2001 ο Ν. Γ. έλαβε συνολικές τακτικές αποδοχές ύψους 2.529,92 €, το δε νόμιμο μέρος αυτών χωρίς το συμπλήρωμα αποδοχών που ανήρχετο σε 446,58 €, αποτελείτο από βασικό μισθό 736,61 € (και όχι 516,60 €), επίδομα πτυχίου 184,15 € (και όχι 129,15 €), επίδομα πολυετίας 219,14 € (και όχι 45,15 €), επίδομα συζύγου 73,66 € (και όχι 51,60 €), επίδομα τέκνων 92,08 (και όχι 64,50 €), επίδομα παιδικής μέριμνας 70,43 € (και όχι 80 €), επίδομα βαθμού 146,74 € (και όχι 65 €), επίδομα επιθεώρησης 234,78 €, ειδικό επίδομα 105,65 €, επίδομα εξόδων παράστασης θέσης 161,41 € (και όχι 137,78 €) και έξοδα παράστασης βαθμού 58,69 €, ήτοι συνολικά 2.083,34 € και όχι 1.324,56 € όπως υπολογίζει ο ενάγων. Κατά τον μήνα Μάρτιο του έτους 2002 ο ως άνω έλαβε συνολικές τακτικές αποδοχές ύψους 3127,59 €, το δε νόμιμο μέρος αυτών χωρίς το συμπλήρωμα αποδοχών που ανήρχετο σε 929,43 €, αποτελείτο από βασικό μισθό 775,80 € (και όχι 568 €), επίδομα πτυχίου 193,95 € (και όχι 142 €), επίδομα πολυετίας 257,95 € (και όχι 59,64 €), επίδομα συζύγου 77,58 € (και όχι 56,80 €), επίδομα τέκνων 96,98 (και όχι 71 €), επίδομα παιδικής μέριμνας 73,96 € (και όχι 80 €), επίδομα βαθμού 146,74 € (και όχι 65 €), επίδομα επιθεώρησης 234,78 €, ειδικό επίδομα 105,65 €, επίδομα εξόδων παράστασης θέσης 176,08 € (και όχι 137,78 €) και έξοδα παράστασης βαθμού 58,69 €, ήτοι συνολικά 2184,59 € και όχι 1415 €, όπως υπολογίζει ο ενάγων. Κατά τον μήνα Απρίλιο του έτους 2003 ο ως άνω έλαβε συνολικές τακτικές αποδοχές ύψους 3127,59 €, το δε νόμιμο μέρος αυτών χωρίς το συμπλήρωμα αποδοχών που ανήρχετο σε 776,22 €, αποτελείτο από βασικό μισθό 849 € (και όχι 625 €), επίδομα πτυχίου 212,25 € (και όχι 256,25 €), επίδομα πολυετίας 257,95 € (και όχι 76,57 €), επίδομα συζύγου 84,90 € (και όχι 62,50 €), επίδομα τέκνων 106,13 (και όχι 78,13 €), επίδομα παιδικής μέριμνας 80 €, επίδομα βαθμού 146,74 €, επίδομα επιθεώρησης 234,78 €, ειδικό επίδομα 105,65 €, επίδομα εξόδων παράστασης θέσης 176,08 € και έξοδα παράστασης βαθμού 58,69 €, ήτοι συνολικά 2351,37€ και όχι 1800,39 €, όπως υπολογίζει ο ενάγων. Κατά τον μήνα Ιούλιο του έτους 2004 ο ως άνω έλαβε συνολικές τακτικές αποδοχές ύψους 3127,59 €, το δε νόμιμο μέρος αυτών χωρίς το συμπλήρωμα αποδοχών που ανήρχετο σε 498,32 €, αποτελείτο από βασικό μισθό 858 € (και όχι 702 €), επίδομα πτυχίου 214,5 € (και όχι 175,5 €), επίδομα πολυετίας 315,32 € (και όχι 98,28 €), επίδομα συζύγου 85,80 € (και όχι 70,20 €), επίδομα τέκνων 107,25 (και όχι 87,75 €), επίδομα παιδικής μέριμνας 80 €, επίδομα βαθμού 234,78 € (και όχι 146,74 €), επίδομα επιθεώρησης 234,78 €, ειδικό επίδομα 105,65 €, επίδομα εξόδων παράστασης θέσης 190 € (και όχι 176,08 €), επίδομα ξένης γλώσσας 85,80 € και έξοδα παράστασης βαθμού 117,39 € (και όχι 58,69 €), ήτοι συνολικά 2629,27€ και όχι 1935,67 €, όπως υπολογίζει ο ενάγων. Κατά τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2005 ο ως άνω έλαβε συνολικές τακτικές αποδοχές ύψους 3268,97 €, το δε νόμιμο μέρος αυτών χωρίς το συμπλήρωμα αποδοχών που ανήρχετο σε 298,54 €, αποτελείτο από βασικό μισθό 972 € (και όχι 773 €), επίδομα πτυχίου 243 € (και όχι 193,25 €), επίδομα πολυετίας 374,22 € (και όχι 121,75 €), επίδομα συζύγου 97,20 € (και όχι 77,30 €), επίδομα τέκνων 121,50 (και όχι 9,63 €), επίδομα παιδικής μέριμνας 80 €, επίδομα βαθμού 234,78 € (και όχι 146,74 €), επίδομα επιθεώρησης 234,78 €, ειδικό επίδομα 105,65 €, επίδομα εξόδων παράστασης θέσης 190 € (και όχι 176,08 €), επίδομα ξένης γλώσσας 97,20 €, έξοδα παράστασης βαθμού 117,39 €, ''κονδύλιο καυσίμων'' 102,71 €, ήτοι συνολικά 2970,43 € και όχι 2063,87 €, όπως υπολογίζει ο ενάγων. Συγκριτικά δε, με τα ποσά τα οποία κατά δήλωσή του ο ίδιος ο ενάγων ελάμβανε μηνιαίως από την εναγομένη κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ως εκούσιες παροχές, όχι μόνο οι διαφορές σε σχέση με τα αντιστοίχως χορηγούμενα  Ν. Γ. είναι αμελητέες, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις (ιδίως το α΄ εξάμηνο του έτους 2001) ο ενάγων ελάμβανε υψηλότερα ποσά εκούσιων παροχών. Ειδικότερα, τούτο γίνεται αντιληπτό από τη σύγκριση μεταξύ της οικειοθελούς παροχής της εναγομένης προς τον Ν. Γ. και εκείνης που αγωγικά ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έχει λάβει, όπως αποτυπώνεται στον παρακάτω πίνακα:

Έτος
Μήνας
ποσό οικον. παροχ.
Ν. Γκάνια σε €
ποσό οικον. παροχ.
ενάγοντος σε €





2001
Ιανουάριος
446,58
902,49
Φεβρουάριος
433,69
902,49
Μάρτιος
419,01
902,49
Απρίλιος
925,00
902,49
Μάιος
925,00
902,49
Ιούνιος
925,00
902,49
Ιούλιος
866,10
882,72
Αύγουστος
866,10
882,72
Σεπτέμβριος
851,32
882,72
Οκτώβριος
851,32
882,72
Νοέμβριος
748,60
882,72
Δεκέμβριος
851,32
882,72




2002
Ιανουάριος
943,00
787,55
Φεβρουάριος
929,43
787,55
Μάρτιος
929,43
787,55
Απρίλιος
929,43
787,55
Μάιος
929,43
787,55
Ιούνιος
866,32
787,55
Ιούλιος
866,32
765,90
Αύγουστος
866,32
765,90
Σεπτέμβριος
850,05
765,90
Οκτώβριος
850,05
765,90
Νοέμβριος
747,34
765,90
Δεκέμβριος
850,05
765,90





2003
Ιανουάριος
791,08
660,30
Φεβρουάριος
776,22
660,30
Μάρτιος
776,22
660,30
Απρίλιος
776,22
660,30
Μάιος
776,22
660,30
Ιούνιος
776,22
660,30
Ιούλιος
776,22
636,75
Αύγουστος
776,22
636,75
Σεπτέμβριος
759,80
636,75
Οκτώβριος
759,80
636,75
Νοέμβριος
657,09
636,75
Δεκέμβριος
613,06
636,75







2004
Ιανουάριος
527,26
529,75
Φεβρουάριος
512,24
529,75
Μάρτιος
512,24
529,75
Απρίλιος
512,24
529,75
Μάιος
512,24
529,75
Ιούνιος
512,24
529,75
Ιούλιος
498,32
181,43
Αύγουστος
498,32
181,43
Σεπτέμβριος
403,14
181,43
Οκτώβριος
403,14
181,43
Νοέμβριος
300,43
181,43
Δεκέμβριος
373,14
181,43







2005
Ιανουάριος
350,69
349,16
Φεβρουάριος
334,35
349,16
Μάρτιος
334,35
349,16
Απρίλιος
334,35
349,16
Μάιος
475,73
349,16
Ιούνιος
475,73
349,16
Ιούλιος
475,73
242,66
Αύγουστος
475,73
242,66
Σεπτέμβριος
401,25
242,66
Οκτώβριος
401,25
242,66
Νοέμβριος
298,54
242,66
Δεκέμβριος
401,25
242,66
2006
Ιανουάριος
401,25
66,54
ΣΥΝΟΛΟ
39.405,73
35.698,80

Εκ των ανωτέρω συνολικών ποσών των συγκρινομένων περιπτώσεων των οικειοθελών παροχών, προκύπτει ότι ο ενάγων κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 1/1/01 έως 31/1/06, εισέπραξε σε σχέση με το συνάδελφό του Ν. Γ. ποσό 3.706,93 € λιγότερο (39.405,73 € - 35.698,80 €). Αυτή όμως η διαφορά δικαιολογείται απόλυτα κατ' αντικειμενική κρίση τόσο από τα τυπικά, όσο και από τα ουσιαστικά προσόντα του Ν. Γ., αλλά και από τις θέσεις ευθύνης στις οποίες υπηρέτησε και από την ιδιαιτέρως σημαντική προϋπηρεσία του. Ειδικότερα, ο Ν. Γ. είναι απόφοιτος τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ομιλεί δύο ξένες γλώσσες και έχει παρακολουθήσει πλήθος σεμιναρίων εντός και εκτός Τράπεζας. Από το ατομικό του βιβλιάριο προκύπτει ότι προσελήφθη από την εναγομέντη στις 2/9/96 και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής διατελούσε σε επιτελική θέση και δη του Διευθυντή του Κέντρου Καθυστερήσεων Wholesale Banking της. Πριν την πρόσληψή του υπηρέτησε στο Σώμα Ορκωτών Λογιστών (ΣΟΛ) ως δόκιμος (αρχικά) Ορκωτός Λογιστής ήδη από 9/1/1985 (σχ. υπ' αριθ. πρωτ. .../5-9-96 βεβαίωση της Σ.Ο.Λ. Α.Ε.Ο.Ε.). Άξιο μνείας αποτελεί το ότι από τη συνολικά 11ετή και πλέον υπηρεσία του ως Ορκωτού Λογιστή-Ελεγκτή, τα οκτώ (8) έτη εξ αυτών απασχολήθηκε αποκλειστικά με τον έλεγχο πλήθους υπηρεσιών και καταστημάτων του ομίλου της εναγομένης. Συγκεκριμένα διετέλεσε Ορκωτός Ελεγκτής του κλιμακίου ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων της εναγομένης και συνολικά των εταιρειών του Ομίλου της ήδη από το έτος 1988 (σχ. από 5/6/96 συστατική επιστολή του τότε Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών της εναγομένης Γ. Κ.). Ήδη δε προ της προσλήψεώς του είχε απασχοληθεί με τον έλεγχο όλου του φάσματος των τραπεζικών θεμάτων, όπως χρεογράφων, νέων τραπεζικών προϊόντων, χρηματοοικονομικών θεμάτων, ζητημάτων διατραπεζικής και συναλλάγματος, ενώ είχε διενεργήσει ελέγχους -είτε ως επικεφαλής, είτε ως μέλος κλιμακίου- στο σύνολο των ισολογισμών της εναγομένης από το έτος 1988 έως και την πρόσληψή του το έτος 1996, καθώς και σε πληθώρα καταστημάτων της, όπως και στις λοιπές εταιρείες του Ομίλου της. Η πολύ σημαντική αυτή εμπειρία του τον κατέστησε ιδιαιτέρως πολύτιμο στέλεχος, με ικανότητες και γνώσεις που ελάχιστοι διέθεταν και για αυτό είχε επιλεγεί για τη σημαντική Διεύθυνση Καθυστερήσεων Wholesale Banking. Ανάλογη των προσόντων του ήταν και η υπηρεσιακή του εξέλιξη. Εκκίνησε βαθμολογικά με την πρόσληψή του στις 2/9/96 ως Τμηματάρχης Β' και προήχθη σε Τμηματάρχη Α' από 1/1/00 κατ' εκλογή, σε Εντεταλμένο Διευθύνσεως από 1/1/03 κατ' εκλογή και σε Υποδιευθυντή από 1/1/08 κατ' εκλογή. Ως προς τις θέσεις ευθύνης στις οποίες υπηρέτησε κατά το επίδικο διάστημα από το έτος 2001 έως τον Ιανουάριο του έτους 2006, ο Ν. Γ. άσκησε τα καθήκοντα του Επιθεωρητή, έως τις 2/5/06, οπότε και ανέλαβε καθήκοντα Υποδιευθυντή της Διεύθυνσης Καθυστερήσεων Επιχειρήσεων. Έχει valeur πολυετίας από τις 14/2/83 (ο ενάγων από 19/3/84) και κλιμακίου από τις 2/9/72 (ο ενάγων από 19/3/80), είναι έγγαμος και λαμβάνει επίδομα ξένης γλώσσας, στοιχεία που δικαιολογούν τα μεγαλύτερα επιδόματα που έχει λάβει από την εναγομένη. Έτσι εχόντων των πραγμάτων η χορήγηση υψηλότερων οικειοθελών παροχών από την εναγομένη  Ν. Γ. και μάλιστα μόλις κατά το ποσό των 3.706,93 € συνολικά για όλο το ένδικο χρονικό διάστημα από 1/1/01 έως 31/12/1/06 (=61 μήνες) που αντιστοιχεί μηνιαία σε ποσό  60,76 € (3.706,93 € /61 μην) τυγχάνει απολύτως δικαιολογημένη και εύλογη κατ' αντικειμενική κρίση. Συνεπώς προς τα ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και η επικουρική βάση της αγωγής. Από το ίδιο ανωτέρω αποδεικτικό υλικό, αποδείχθηκε ότι με την υπ’ αριθ. 32/10-2-03 εγκύκλιο, η εναγομένη ανακοίνωσε την απόφασή της να εφαρμόσει πρόγραμμα εθελούσιας εξόδου για το διάστημα από 10/2/03 μέχρι 14/3/03 για τους υπαλλήλους της που θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως με κίνητρο την εφάπαξ χρηματική αποζημίωση που υπολογιζόταν στα καθοριζόμενα σ’ αυτή ποσοστά των ετησίων αποδοχών του έτους 2003 σε σχέση με τα υπολειπόμενα έτη παραμονής στην υπηρεσία αυτής. Μετά τη λήξη του ως άνω προγράμματος η εναγομένη έως και το έτος 2009 χορηγούσε κατόπιν διαπραγματεύσεων σε ορισμένους υπαλλήλους της (στην αγωγή αναφέρονται 24 υπάλληλοι της εναγομένης) με κίνητρο την αποχώρησή τους από την εργασία τους, πριν από την συμπλήρωση του προβλεπόμενου στον Οργανισμό της ορίου ηλικίας, χρηματικά ποσά, που δεν ήταν σταθερά και ορισμένα, αλλά κυμαίνονταν από το ποσό των 20.000 € έως το ποσό των 70.000 €. Κατά το διάστημα από 1/1/05 μέχρι και 31/12/09 αποχώρησαν από την υπηρεσία της εναγομένης πάρα πολλοί υπάλληλοι, χωρίς να λάβουν εφάπαξ χρηματική παροχή, η δε εναγομένη σ’ όλως εξαιρετικές περιπτώσεις προέβη σε χρηματικές παροχές σε υπαλλήλους της, σταθμίζοντας, ελευθέρως, το χρόνο και το ευδόκιμο της υπηρεσίας του υπαλλήλου, τα υπηρεσιακά του δεδομένα κατά το χρόνο της αποχωρήσεως, τις εν γένει οικογενειακές, οικονομικές και προσωπικές περιστάσεις. Έτσι, οι ως άνω γενόμενες εκ μέρους της εναγομένης παροχές προς υπαλλήλους της, δεν έχουν αποκτήσει ομοιόμορφο, γενικό και απρόσωπο χαρακτήρα. Μάλιστα, από το έτος 2010 και εφεξής η εναγομένη δεν έχει χορηγήσει σε αποχωρήσαντες υπαλλήλους αντίστοιχες χρηματικές παροχές. Αποδείχθηκε, δηλαδή, ότι η εναγομένη ως εργοδότρια, δεν είχε υποσχεθεί, ούτε έθεσε κίνητρο για την εθελούσια έξοδό τους ή ως επιβράβευσή τους για την υπηρεσία που της είχαν προσφέρει και συνεπώς δεν είχε διαμορφωθεί για το θέμα αυτό επιχειρησιακή συνήθεια στην επιχείρησή της, καθότι δεν αντιμετωπιζόταν αυτό κατά τρόπο γενικό, μακροχρόνιο και ομοιόμορφο. Για τους ως άνω λόγους και αφού αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατέβαλε μεμονωμένα και περιστασιακά σε πολύ μικρό αριθμό αποχωρούντων υπαλλήλων της, εθελουσίως χρηματική παροχή, που κυμαινόταν στα προαναφερθέντα χρηματικά ποσά, κατόπιν ατομικής διαπραγμάτευσης και με βάση τα δεδομένα που προαναφέρθηκαν ως προς τη χορήγησή της, και όχι σε όλους τους υπαλλήλους ή σε ομάδα αυτών με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ο ενάγων δεν δικαιούται την εφάπαξ χρηματική παροχή, που έλαβαν οι αναφερόμενοι στην αγωγή συνάδελφοί του, με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης (σχ. και ΕφΑθ 1608/2017 αδ. στο νομ.τυπ., ΕφΑθ 1475/2017 αδ. στο νομ.τυπ., ΕφΑθ 220/2015 προσκ., ΕφΑθ 41/2015 προσκ., ΕφΑθ 461/2015 προσκ., με κατάληξη σε όμοια αποδεικτική κρίση). Το Δικαστήριο οδηγείται στην ως άνω κρίση επί του συνόλου των κεφαλαίων της αγωγής από την προσήκουσα αξιολόγηση του όλου αποδεικτικού υλικού και ιδιαίτερα από την εκτίμηση των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται τα διάδικα μέρη. Οι δε περί του αντιθέτου καταθέσεις των ενόρκως βεβαιούντων μαρτύρων απόδειξης και του εξετασθέντος ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρος απόδειξης Χ. Δ. δεν δύνανται από μόνες τους να άγουν σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα το δικανικό συλλογισμό του Δικαστηρίου, στο μέτρο που δεν ενισχύονται και από άλλα αποδεικτικά σύστοιχα στοιχεία. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί τόσο κατά την κύρια, όσο και κατά την επικουρική της βάση. Στο αυτό δε αποδεικτικό πόρισμα ως προς το ουσία βάσιμο της αγωγής του ενάγοντος που κατέληξε και η εκκαλουμένη, αν και με λιγότερες και εν μέρει διάφορες αιτιολογίες, οι οποίες συμπληρώνονται και αντικαθίστανται αντιστοίχως δια εκείνων της παρούσας (άρθ. 534 ΚΠολΔ), ορθά το νόμο εφάρμοσε και ερμήνευσε, και τις αποδείξεις εκτίμησε, και διέλαβε ορθό διατακτικό, γι' αυτό θα πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Η δικαστική δαπάνη των διαδίκων μερών του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθεί εν όλω μεταξύ αυτών, επειδή η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης στις εργασιακές σχέσεις είναι ιδιαίτερα δυσχερής [άρθ. 179, όπως αντικ. με το άρθ. 2 § 2 Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ Α΄ 109/29-5-01) και 183 ΚΠολΔ]. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει αυτήν κατ' ουσία. 
Συμψηφίζει στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αυτών του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι, στις 3 Μαρτίου 2020.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ