Εφετείο 2431/2020: Υπερωρίες, υπερεργασία, δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων, άδειες, επίδ. Αδειών


Υπάλληλος γραφείου σε ταχυμεταφορές - Υπερωρίες, υπερεργασία, δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων, άδειες, επίδ. Αδειών - Μικτές - καθαρές αποδοχές


ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
4ο ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 

Αριθμός αποφάσεως
2431/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ - ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ)

Αποτελούμενο από το Δικαστή Παύλο Μαυρομάτη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε με διοικητική Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και την γραμματέα Ελισσάβετ Τσιτσικάου. 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Μαρτίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας - εναγομένης: Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία ''Σ. Σ. και Σ. Ο.Ε. - Τ. Υ. - Τ.'' με Α.Φ.Μ. ..., που εδρεύει στο Μ. Α. (πρώην οδό Ι. αρ. ... και ήδη οδό Μ. αρ. …) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ιωάννης Μ. Π. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ... και Α.Φ.Μ. ...), ο οποίος κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π.../5-3-20 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών.
Του εφεσιβλήτου - ενάγοντος: Γ. Γ. του Κ. με Α.Φ.Μ. ..., κατοίκου Ν. Α. (οδ. Ν. Μ., αρ. …), τον οποίο εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος του Ε. Γ. Δ. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ... και Α.Φ.Μ. ......), η οποία κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π.../24-2-20 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών.


Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/12/18 και με αριθ. κατ. .../27-12-18 αγωγή καταβολής αμοιβών από εργασία (οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές, αμοιβές υπερεργασίας και υπερωρίας, αποδοχές και επιδόματα αδείας, επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα), την οποία άσκησε ο ενάγων κατά της εναγομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Η συζήτηση της αγωγής ορίσθηκε να γίνει στις 22/2/19 με αριθ. πιν. ..….. Συζητηθείσης της αγωγής αντιμωλία των διαδίκων κατά την ως άνω ημερομηνία, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1974/27-9-19 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσία βάσιμη.
Η εναγομένη με την από 8/11/19 έφεσή της (αριθ. εκθ. κατάθ. .../8-11-19), η οποία έλαβε αριθ. κατ. πράξεως προσδιορισμού δικασίμου .../8-11-19 στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, και προσδιορίσθηκε για να εκδικασθεί στην επί της αρχής της παρούσας αναφερομένη ημερομηνία με αριθ. πιν. 49, ζήτησε την εξαφάνιση της προσβαλλομένης και την ολοσχερή απόρριψη της αγωγής του αντιδίκου της. 
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας - εναγομένης δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αλλά κατέθεσε την από 28/2/20 δήλωσή του κατ’ άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις. 
Η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου - ενάγοντος δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αλλά κατέθεσε την από 27/2/20 δήλωσή της κατ’ άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις. 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 8/11/19 (αριθ. εκθ. κατάθ. .../8-11-19) έφεση, της εν μέρει πρωτοδίκως ηττηθείσας εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, κατά του εν μέρει πρωτοδίκως νικήσαντος ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και της υπ’ αριθ. 1974/27-9-19 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 591 παρ. 1, 614 αριθ. 3, και 621 επ. ΚΠολΔ), αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθ. 1α΄, 3 παρ. 1, 19 όπως αντικ. με το άρθ. 4 παρ. 2 Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011), 495 παρ. 1 & 2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1, 522, 500 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την κατάργηση ή την αντικατάστασή τους, κατά περίπτωση, με το άρθ. 1 Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι πιστό αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε στην εκκαλούσα με επιμέλεια του εφεσιβλήτου στις 9/10/19 και το δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 8/11/19 (σχ. υπ’ αριθ. .../8-11-19 έκθεση κατάθεσης δικογράφου εφέσεως της γραμματέα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών). Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθ. 533 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της αφενός δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθ. 495 παρ. 4 εδαφ. τελευταίο και 614 §3 ΚΠολΔ, ως αυτά ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 - Κ. Ρίζο σε Ν. Λεοντή, Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, 2018, σσ. 239), αφετέρου έχουν κατατεθεί από τους υπόχρεους προς τούτο πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων τα παράβολα προκαταβολής εισφορών και ενσήμων (άρθ. 61 παρ. 1 και 4 Ν. 4139/2013), ως αυτά αναφέρονται παραπάνω στα εισαγωγικά της παρούσας.

ΙΙ. Με την από 27/12/18 αγωγή του προς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι προσελήφθη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας τον Απρίλιο του έτους 2008 στην εναγομένη ως υπάλληλος γραφείου, με πλήρη απασχόληση, επί πενθήμερο και με μηνιαίες καθαρές αποδοχές 800,00 €, με την πρόσθετη συμφωνία να διεκπεραιώνει, εντός του ωραρίου της, εξωτερικές εργασίες με τη χρήση δικού του μεταφορικού μέσου, έναντι πρόσθετης μηνιαίας αμοιβής, ύψους 100,00 €. Ότι, από την έναρξη της απασχόλησής του στην εναγομένη εργαζόταν επί δωδεκάωρο ημερησίως, ήτοι από 09.00 π.μ. έως 21.00, μολονότι η εναγομένη δεν του κατέβαλε αμοιβή για την υπερεργασία και την υπερωριακή απασχόλησή του, ούτε επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και αδείας, ενώ του χορηγούσε μόνον 10 ημέρες άδειας τον Αύγουστο, παρά τις οχλήσεις του για χορήγηση ολόκληρης της άδειας. Ότι τον Ιούνιο του έτους 2010 απολύθηκε λόγω της επανειλημμένης διαμαρτυρίας του για την συχνότατη καθυστέρηση εξόφλησης των αποδοχών του. Ότι τον Ιανουάριο του έτους 2012 τον επαναπροσέλαβε με καθαρό μηνιαίο μισθό 650,00 €, πλέον της πρόσθετης μηνιαίας αμοιβής, ύψους 100,00 €, για τη διεκπεραίωση εξωτερικών εργασιών. Ότι, δύο έτη μετά την επαναπρόσληψή του, ήτοι στις αρχές του έτους 2014, η εναγομένη εξακολουθούσε να τον απασχολεί χωρίς ασφάλιση, επί δώδεκα ώρες την ημέρα, ενώ συνέχιζε να μην του καταβάλλει επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα, αδείας και αμοιβή για την καθημερινά παρεχόμενη υπερεργασία και υπερωριακή εργασία, ενώ η άδεια αναψυχής του χορηγούνταν για δέκα ημέρες τον Αύγουστο. Ότι από τον μήνα Μάρτιο του έτους 2014 η εναγομένη κατέβαλε ασφαλιστικές εισφορές και η αμοιβή του συμφωνήθηκε σε 644,69 € μικτά, πλέον 100,00 € ως πρόσθετη αμοιβή. Ότι, η εναγομένη κατέβαλε ως έναντι της μισθοδοσίας του χρονικού διαστήματος Ιανουαρίου έως και Οκτωβρίου 2014 και της πρόσθετης αμοιβής για την διεκπεραίωση εξωτερικών εργασιών τα αναφερόμενα σε αυτήν αναλυτικά ποσά, συνολικού ύψους 5100 €. Ότι στις 30/10/2014 τροποποιήθηκε η σύμβαση εργασίας του και συμφωνήθηκε ως μισθός η καταβολή μικτών μηνιαίων αποδοχών 1.151,29 €, πλέον πρόσθετης αμοιβής 100,00 € για εξωτερικές εργασίες. Ότι για την απασχόλησή του από τον Νοέμβριο του έτους 2014 μέχρι τη απόλυσή του στις 13/10/2016, η εναγομένη του κατέβαλε τα αναφερόμενα σε αυτήν αναλυτικά ποσά, συνολικού ύψους 20.967,18 €. Ότι στις 13/10/16 η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του. Ότι τον Ιούλιο του έτους 2017 προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας και κατήγγειλε την οφειλή διαφορών δεδουλευμένων αποδοχών. Ότι η Επιθεώρηση Εργασίας υπέβαλε σχετική μηνυτήρια αναφορά στον Εισαγγελέα, και κατόπιν ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά της νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης για μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών και στις 17/9/2018 εκδόθηκε η υπ' αριθ. ../2018 καταδικαστική απόφαση του ..' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, η οποία δέχτηκε ότι η εναγομένη παρανόμως δεν του είχε καταβάλει αμοιβή για παρασχεθείσα υπερεργασία, υπερωρίες, δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα και αποζημίωση αδείας για τα έτη 2014, 2015 και 2016. Ότι τον Δεκέμβριο του έτους 2017 κατήγγειλε ενώπιον του ΕΦΚΑ την παράλειψη ασφάλισής του από την εναγομένη για το διάστημα από 1/1/2012 έως και 5/3/2014. Ότι επί της ως άνω καταγγελίας εκδόθηκαν οι υπ' αριθ. Μ 49 και Μ 87/12-3-2018 πράξεις επιβολής εισφορών για την ασφαλιστική του τακτοποίηση και στις 5/11/2018 απορρίφθηκαν οι ενστάσεις που υπέβαλε η εναγόμενη. Ότι σε βάρος της εναγομένης διατηρεί αξιώσεις αναγόμενες α) στο έτος 2013 από υπερεργασία, υπερωρία, επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, αδείας και αποδοχών αδείας μη χορηγηθέντος υπολοίπου αδείας, υπολογιζόμενες επί των συμφωνηθέντων καθαρών αποδοχών, β) στο έτος 2014 από διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, αδείας και αποδοχών αδείας, υπερεργασία και υπερωρία, υπολογιζόμενες επί των συμφωνηθέντων καθαρών αποδοχών, γ) στο έτος 2015 από επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, αδείας και αποδοχών αδείας μη χορηγηθέντος υπολοίπου αδείας, υπερεργασία και υπερωρία, υπολογιζόμενες επί των συμφωνηθέντων καθαρών αποδοχών και δ) στο έτος 2016 από διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, αδείας και αποδοχών αδείας, υπερεργασία και υπερωρία, υπολογιζόμενες επί των συμφωνηθέντων καθαρών αποδοχών. Με βάση το παραπάνω ιστορικό ο ενάγων ζήτησε με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, κατόπιν επιτρεπτής μεταβολής από έντοκα καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά, για τα έτη 2015 και 2016, των αιτημάτων για την καταβολή επιδόματος Χριστουγέννων 2015 ύψους 902,50 €, επιδόματος Πάσχα 2015 ύψους 451,25 €, επιδόματος αδείας 2015 ύψους 451,25 € και αποζημίωσης αδείας για το έτος 2015 ύψους 1.038,72 €, των απαιτήσεών του για την πραγματοποίηση υπερεργασίας κατά το έτος 2015 συνολικού ύψους 1.566,50 € και για την πραγματοποίηση υπερωριών για το έτος 2015 ύψους 6.827,74 €, του αιτήματος για την καταβολή αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων 2016 ύψους 630,30 €, επιδόματος Πάσχα 2016 ύψους 451,25 €, επιδόματος αδείας 2016 ύψους 451,25 € και αποζημίωσης αδείας για το έτος 2016 ύψους 1.353,75 €, των απαιτήσεών του από υπερεργασία έτους 2016 συνολικού ύψους 1.222,00 € και υπερωριών 2016 συνολικού ύψους 5.493,36 €, υπολοίπου πρόσθετης αμοιβής Απριλίου 2016 ύψους 32,82 €, υπολοίπου αποδοχών Αυγούστου 2016 ύψους 451,25 €, πρόσθετης αμοιβής Αυγούστου 2016 ύψους 100,00 €, αποδοχές Σεπτεμβρίου 2016 ύψους 902,50 €, πρόσθετης αμοιβής Αυγούστου 2016 ύψους 100,00 €, αποδοχές Οκτωβρίου 2016, ύψους 451,25 € και πρόσθετης αμοιβής Οκτωβρίου 2016 ύψους 50,00 €, ήτοι συνολικού ύψους όλων των ανωτέρω 22.927,39 € - να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 19.280,56 €, για τις παραπάνω αιτίες, καθώς και να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 22.927,39 € για τους ανωτέρω λόγους, νομιμοτόκως από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε από το παραπάνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ως άνω ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η εκκαλουμένη οριστική απόφαση (υπ' αριθ. 1974/27-9-19). Αυτή αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη, απορρίπτοντας σιωπηρά την υποβληθείσα από την εναγομένη ένσταση αοριστίας της αγωγής (άρθ. 216 ΚΠολΔ), και νόμιμη, τόσο ως προς τα κύρια, όσο και ως προς τα παρεπόμενα αιτήματά της επιστηρίζοντάς την στις διατάξεις των άρθ. 648, 649, 652, 653, 655, 656, 666, 669, 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 68, 70, 106, 176, 191 παρ. 2, 907, 908 ΚΠολΔ, 2 παρ. 1, 5 παρ. 5 ΑΝ. 539/1945, όπως τροπ. με το άρθ. 1 Ν. 1346/1983 σε συνδυασμό με τα άρθ. 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966, 3 Ν. 4505/1996, 6 Ν. 3144/2003, 1 Ν. 3302/2004, Ν. 3227/2004, Ν. 3385/2005, 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, Ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 ΝΔ 4547/1966, μετ' εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως και ουσία βάσιμη και α) υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 19.280,56 € και β) αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 16.870,19 €. Οι ως άνω παραδοχές του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προκάλεσαν τα με τους λόγους της έφεσης, στο σύνολό τους πέντε (5), εισαγόμενα παράπονα της εκκαλούσας - εναγομένης, οι οποίοι στο σύνολό τους εκτιμώμενοι συνιστούν αιτιάσεις για ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, αλλά και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έτσι ώστε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της. Ειδικότερα, δια του πρώτου λόγου εφέσεως της εκκαλούσας - εναγομένης πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου διότι σιωπηρώς απέρριψε την και αυτεπαγγέλτως λαμβανομένη υπόψη ένσταση αοριστίας της αγωγής (ΑΠ 348/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ) που είχε προβάλει, με την αιτίαση ότι τα Δικαστήρια τα οποία αναλαμβάνουν την επίλυση μισθολογικών διαφορών επιδικάζουν μόνο μικτές αποδοχές, στη συνέχεια δε τα ποσά των κρατήσεων παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως, προκειμένου να αποδοθούν στους δικαιούχους και ο αντίδικός της στην αγωγή του αναφέρεται σε ποσά ''καθαρών'' αποδοχών χωρίς καμία αναφορά στο πόσες ήταν οι αληθώς συμφωνηθείσες με αυτόν μικτές αποδοχές του. Σύμφωνα με την ασφαλιστική και φορολογική νομοθεσία σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ο προσδιορισμός του ύψους των μισθών και των πάσης φύσεως επιδομάτων ή λοιπών εργοδοτικών χρηματικών παροχών που εμπίπτουν στην έννοια των τακτικών αποδοχών γίνεται αφηρημένα, ήτοι σε ποσά που εκφράζουν αποδοχές οι οποίες δεν καταβάλλονται πραγματικά σε κάθε συγκεκριμένο εργαζόμενο (μικτές αποδοχές). Από τον κατ' αυτόν τον τρόπο προσδιορισμό των αποδοχών, με τις οποίες αφηρημένα δικαιούται να αμειφθεί ο εργαζόμενος, ο εργοδότης υποχρεούται να παρακρατήσει και αποδώσει αρμοδίως τις ασφαλιστικές εισφορές και το φόρο εισοδήματος, που επιβαρύνουν τον εργαζόμενο λόγω των προσωπικών του περιστάσεων σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες και εφαρμοζόμενες διατάξεις της ασφαλιστικής και φορολογικής νομοθεσίας. Μόνον ύστερα από αυτό, ο εργοδότης δύναται να καταβάλει στα χέρια του δικαιούχου το εναπομένον υπόλοιπο (καθαρές αποδοχές). Εφ' όσον, λοιπόν, διεκδικούνται δικαστικώς δεδουλευμένες αποδοχές έναντι των οποίων ουδέν έχει καταβληθεί, μετά τον προσδιορισμό τους σε μικτές αποδοχές, ο εργοδότης θα υποχρεωθεί μεν να καταβάλει το ποσό που προκύπτει, αλλά κατά την εκτέλεση, αφού παρακρατήσει τις ως άνω επιβαρύνσεις, θα καταβάλει στο δικαιούχο τις καθαρές αποδοχές και θα απαλλαγεί. Εφ' όσον, όμως, έναντι των δεδουλευμένων μικτών αποδοχών έχουν γίνει μερικότερες καταβολές καθαρών αποδοχών, για την εξεύρεση του οφειλόμενου υπόλοιπου το δικαστήριο της ουσίας πρέπει είτε να αναγάγει τις εισέτι οφειλόμενες μικτές αποδοχές σε καθαρές και κατόπιν να αφαιρέσει τις ήδη καταβληθείσες είτε να αναγάγει τις καταβληθείσες καθαρές αποδοχές σε μικτές και κατόπιν να τις αφαιρέσει από τις οφειλόμενες. Αφαίρεση καθαρών αποδοχών από μικτές δεν νοείται, διότι πρόκειται για ποσότητες διαφορετικού είδους (ΑΠ 1522/2018 ΔΕΝ 2019.445, ΑΠ 695/2015 ΔΕΝ 2017.177, ΕφΑθ 1400/2019 αδ. στο νομ. τυπ.). Στην προκειμένη περίπτωση από τον παραδεκτό έλεγχο του δικογράφου της αγωγής από το Δικαστήριο προκύπτει ότι αυτή (αγωγή), είναι ορισμένη (αρθ. 216 ΚΠολΔ) και δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της να διευκρινίσει ο ενάγων σ' αυτή, αν τα αιτούμενα κονδύλια αφορούσαν μικτές αποδοχές και τούτο διότι, όλοι οι υπολογισμοί των αιτούμενων κονδυλίων στην αγωγή πραγματοποιούνται έχοντας ως δεδομένο ''καθαρές'' αποδοχές και όχι μικτές, και σε ουδεμία των περιπτώσεων αθροίζονται ή αφαιρούνται κονδύλια διαφορετικού είδους (καθαρά και μικτά). Πρέπει επομένως κατά τα ως άνω εκτιθέμενα να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός ως αβάσιμος. Ομοίως απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της εναγομένης περί αοριστίας της αγωγής επειδή ο ενάγων δεν προσδιορίζει στο αγωγικό δικόγραφο, ποιο ήταν το συμφωνημένο ωράριο εργασίας του, το οποίο φέρεται ότι αυτή παραβίαζε και εξανάγκαζε αυτόν σε 12ωρη ημερήσια απασχόληση. Και τούτο διότι στην αγωγή προσδιορίζεται ο συνολικός ημερήσιος χρόνος εργασίας του ενάγοντος (09.00΄ π.μ. έως 21.00΄ = 12 ώρες), και ο χρόνος υπερεργασίας και υπερωρίας (σύνολο 4 ωρών), με απλή δε μαθηματική πράξη εξάγεται ο συμφωνηθείς χρόνος εργασίας (09.00΄ έως 17.00΄). Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που σιωπηρώς απέρριψε τον περί αοριστίας ισχυρισμό της εναγομένης, δεν κήρυξε απαράδεκτο παρά το νόμο και ο ως άνω λόγος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Δια του πέμπτου λόγου εφέσεως εισάγεται παράπονο για εσφαλμένη απόρριψη ως μη νόμιμης της ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος του ενάγοντος κατ' άρθ. 281 ΑΚ που είχε προτείνει. Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Επομένως, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, απαιτείται να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η δημιουργηθείσα από αυτόν κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα η ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπροσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσας καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των διαγραφομένων από την ανωτέρω διάταξη αντικειμενικών ορίων. Η αδράνεια δε αυτή του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αφού αρκεί η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται για μακρό χρονικό διάστημα, αλλά έλασσον του προβλεπόμενου από το νόμο για την παραγραφή του δικαιώματος από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 6/2016 ΔΕΝ 2017.1111, ΟλΑΠ 10/2012 ΝοΒ 2013.733, ΟλΑΠ 16/2006 ΕλλΔνη 2005.1716, 1032). Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει ναι αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματος του (ΟλΑΠ 10/2012 ό.α.). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που έχει έντονο το χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, εφαρμόζεται και επί δικαιωμάτων που απορρέουν από άλλες, επίσης δημοσίας τάξεως, διατάξεις, όπως είναι οι αξιώσεις των μισθωτών από τη σύμβαση εργασίας και στην περίπτωση αντιφατικής συμπεριφοράς του τελευταίου (AΠ 172/2019 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 1354/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 2139/2009 ΝοΒ 2010.1225). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, η εναγομένη, με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και με αναφορά στις από 27/2/19 έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον αυτού, προέβαλε την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος και ζήτησε την απόρριψη της αγωγής, επικαλούμενη για τη θεμελίωση της ένστασής της αυτής τα ακόλουθα: Επικουρικώς, για την περίπτωση καθ' ην ήθελε αδοκήτως γίνει δεκτό ότι ο ενάγων δεν πληρώθηκε στο ακέραιο τις δικαιούμενες αποδοχές, δώρα, επιδόματα αδείας και όλους τους μισθούς του και ότι παρείχε εργασία καθ' υπέρβαση του ωραρίου εργασίας του, όλες αυτές οι αξιώσεις του που εξικνούνται σε βάθος χρόνου μέχρι το 2013 πάσχουν καταχρηστικότητα, άλλως έχουν αποδυναμωθεί διότι με την επί μακρό χρόνο θετική και αποθετική συμπεριφορά του (ανεπιφύλακτη και αδιαμαρτύρητη υπογραφή των μηνιαίων εκκαθαρίσεων αποδοχών του και την παντελή έλλειψη για μακρότατο χρονικό διάστημα οποιασδήποτε διαμαρτυρίας), συμπεριφορά η οποία συνεχίστηκε επί ικανό χρόνο και μετά ακόμη την καταγγελία της συμβάσεως του, δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση σε αυτήν ότι δεν θα πρόβαλλε ποτέ τις ήδη επίδικες με την υπό κρίση αγωγή του αξιώσεις συνολικού ύψους 42.207,95 €, στην οποία εύλογη πεποίθηση αντιβαίνει η οψίμως ικανό χρόνο μετά από την καταγγελία της συμβάσεώς του, ασκηθείσα αγωγή του. Ότι η τυχόν αποδοχή της αγωγής, αιτουμένου το πρώτον με την αγωγή του, σε αντίθεση μάλιστα με ό,τι ο ίδιος προηγουμένως ζητούσε με την καταγγελία του στην Επιθεώρηση Εργασίας, το ιλιγγιώδες ποσό το οποίο μόνο σε κεφάλαιο υπερβαίνει τα 42.000 €, θα έχει ως συνέπεια την οικονομική καταστροφή της επιχειρήσεώς της. Ότι άλλως και έτι επικουρικότερα, για την απίθανη περίπτωση καθ'ην ήθελε αδοκήτως γίνει δεκτό ότι ο ενάγων δεν πληρώθηκε στο ακέραιο τις δικαιούμενες αποδοχές, δώρα, επιδόματα αδείας και όλους τους μισθούς του και ότι έχει αξιώσεις αποδοχών και υπερεργασίας και παράνομης υπερωριακής απασχολήσεως αναγόμενες στην χρονική περίοδο από 1/1/2013 έως 31/12/2013, ειδικώς αυτές τουλάχιστον οι αξιώσεις του ενάγοντος πάσχουν καταχρηστικότητα, άλλως έχουν αποδυναμωθεί διότι αυτός με την επί μακρό χρόνο θετική και αποθετική συμπεριφορά του, ήτοι με την παντελή έλλειψη για μακρότατο χρονικό διάστημα οποιασδήποτε διαμαρτυρίας και προπάντων με το γεγονός ότι ούτε με την 9 περίπου μήνες μετά από την καταγγελία της συμβάσεως του καταγγελία του στην Επιθεώρηση Εργασίας πρόβαλε τέτοιες αξιώσεις, αντιθέτως ρητώς και σαφώς υπογραμμίσας ότι απασχολήθηκε στην επιχείρηση από το έτος 2014, συμπεριφορά του η οποία συνεχίστηκε μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής του, ήτοι επί 26 μήνες μετά από την καταγγελία της συμβάσεως του, δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση σε αυτήν ότι δεν θα πρόβαλλε ποτέ αυτές τις ήδη επίδικες με την αγωγή αξιώσεις του, στην οποία εύλογη πεποίθηση αντιβαίνει η οψίμως, ικανό χρόνο 26 περίπου μηνών μετά από την καταγγελία της συμβάσεως του, ασκηθείσα αγωγή του. Ότι συνεπώς, σύμφωνα με τον προκείμενο επικουρικό ισχυρισμό της, με δεδομένο ότι η υπό κρίση αγωγή του ενάγοντος αντιβαίνει ευθέως στην ως άνω εύλογη πεποίθηση της, η αγωγή του ασκείται, ως προς όλες τις περιεχόμενες σε αυτήν αξιώσεις του, άλλως και έτι επικουρικότερα ως προς τις πάσης φύσεως αξιώσεις του που ανάγονται στο έτος 2013, κατά προφανή υπέρβαση των ορίων των χρηστών και συναλλακτικών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του επικαλουμένου δικαιώματος και άρα πρέπει να απορριφθεί ως καταχρηστικώς κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ ασκούμενη, άλλως ως ασκούμενη για αποδυναμωμένο δικαίωμα. Η ένσταση αυτή της εναγομένης είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθ. 281 ΑΚ, διότι διαλαμβάνει ποια ήταν η συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου ενάγοντος, όσο και της υπόχρεης εναγόμενης, πριν από την άσκηση της αγωγής, ποια ήταν η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, αν, δηλαδή, υπήρχαν ή όχι διαμαρτυρίες του ενάγοντος προς την εναγομένη κατά την είσπραξη αποδοχών λιγότερων των δικαιουμένων, ότι η συμπεριφορά αυτή του ενάγοντος δημιούργησε στην εναγομένη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει αυτός το δικαίωμά του και ότι η μεταγενέστερη άσκηση αυτού συνεπάγεται επαχθείς για την υπόχρεη εναγομένη επιπτώσεις, και ότι, ενόψει όλων αυτών, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Έσφαλε επομένως η εκκαλουμένη που απέρριψε την ως άνω ένσταση ως μη νόμιμη και θα πρέπει να ερευνηθεί αυτή περαιτέρω και από ουσιαστική άποψη, δεκτού γενομένου του σχετικού λόγου εφέσεως. Δια των λοιπών λόγων εφέσεως ψέγεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (και δη έκαστος λόγος εφέσεως πλήττει αυτήν ως τις προς κατ’ ιδίαν παραδοχές της), συνεπεία των οποίων δέχθηκε τα ανωτέρω.

ΙΙΙ. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης Σ. Β. και Α. Β., αντιστοίχως, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, ενώπιον του πρωτοβάθμιου, αλλά και του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, έστω και για πρώτη φορά (αρθ. 529 παρ. 1α΄ ΚΠολΔ), ακόμη και αν όλα δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθ. 614 αριθ. 3, 621 επ. και 591 §1 ΚΠολΔ), τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (αρθ. 395, 591 §1 ΚΠολΔ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1045/2017 ΤρΝομΠλ Δ.Σ.Α., ΑΠ 471/2016 ΤρΝομΠλ Δ.Σ.Α.), καθώς και από τις υπ' αριθ. ... και .../21-2-09 ένορκες βεβαιώσεις των Ε. Μ. και Δ. Σ. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που επικαλούνται οι διάδικοι, οι οποίες συντάχθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου τους (σχ. υπ' αριθ. ... και .../18-2-19 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών Αθηνών Ι. Π. και Α. Π. αντιστοίχως), την από 25/9/17 υπεύθυνη δήλωση του άρθ. 8 Ν. 1599/86 του ενάγοντος προς το ΣΕΠΕ Κ. Α., ως δικαστικό τεκμήριο διότι δεν εδόθη επίτηδες προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην ανοιγείσα μεταξύ τους δίκη (ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 43/2019 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 1088/2019 ΤρΝομΠλ ‘‘Νόμος’’, ΑΠ 6/2019 ΤρΝομΠλ ‘‘Νόμος’’), καθώς και τις εξομοιούμενες με ιδιωτικά έγγραφα ως προς την αποδεικτική τους δύναμη μη αμφισβητούμενες προσκομιζόμενες από τους διαδίκους φωτογραφίες (ΑΠ 189/2011 ΕλλΔνη 2012.429), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη, με έδρα το Δήμο Κ. Α. και τον διακριτικό τίτλο "Α. B. C.", αποτελεί οικογενειακή ομόρρυθμη εταιρεία η οποία συστήθηκε με το από 4/10/2005 ιδιωτικό συμφωνητικό, μεταξύ των αδελφών Σ. Σ. του Ε. και Β. Σ. του Ε., το οποίο δημοσιεύθηκε νόμιμα στα βιβλία των Εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αυξ. αριθμό .../5-10-2005. Σκοπό έχει την παροχή υπηρεσιών ταχυμεταφορών και ταχυδιανομών, τη διενέργεια αποστολών εντός ελληνικής επικράτειας και σε διεθνές δίκτυο, τη διακίνηση μαζικών αποστολών και τη διεκπεραίωση κάθε είδους μεταφορών, καθώς και την παροχή γενικών και ειδικών ταχυδρομικών υπηρεσιών. Στα πλαίσια εκπλήρωσης του ως άνω σκοπού της, η εναγομένη στις 2/4/08 προσέλαβε, κατόπιν σχετικής αγγελίας στον τύπο, τον ηλικίας τότε 37 ετών εναγόμενο (γεν. στις 25/11/1971) με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως διανομέας. Κατά την συμφωνία τους θα εργαζόταν επί 5 ημέρες την εβδομάδα και συγκεκριμένα από Δευτέρα έως Παρασκευή και με ωράριο από 11.00΄ π.μ., εως 19.00΄ αντί μηνιαίων καθαρών αποδοχών 800 € και επιπλέον πρόσθετης μηνιαίας αμοιβής 100 € για τη διεκπεραίωση εντός του ωραρίου του, εξωτερικών εργασιών της εναγομένης με τη χρήση δικού του μεταφορικού μέσου (δικύκλου). Υπό τους ως άνω όρους και την αυτή ιδιότητα ο ενάγων απασχολήθηκε μέχρι τις 24/6/2010, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του καταβάλλοντας τη νόμιμη αποζημίωση σε αυτόν. Έκτοτε τα διάδικα μέρη διέκοψαν τις μεταξύ τους σχέσεις και ήλθαν ξανά σε επαγγελματική επαφή κατά το τέλος του έτους 2011 με αφορμή τις ανάγκες σε επαγγελματικό προσωπικό της εναγομένης λόγω ιδιαίτερης επαγγελματικής της ευφορίας (ανάληψη από αυτήν εκτέλεσης πολλών συμβάσεων εταιρειών κινητής τηλεφωνίας). Έτσι τα διάδικα μέρη προήλθαν σε εκ νέου σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος την 1/1/12 με τους ίδιους ως άνω όρους και την ίδια ειδικότητα αυτού, πλην όμως με καθαρό μηνιαίο μισθό 650,00 €, πλέον πρόσθετης μηνιαίας καθαρής αμοιβής 100,00 € για την διεκπεραίωση εξωτερικών εργασιών. Ο ενάγων ασκούσε τα καθήκοντά του με επιτυχία, ήτοι παρελάμβανε τα δέματα και τις επιστολές, προετοίμαζε τα δέματα, τα οποία είχαν προορισμό την επαρχία με συνεργαζόμενη άλλη εταιρεία ταχυμεταφορών, μετέβαινε με το δίκυκλό του από την έδρα της εταιρείας στους πελάτες της εναγομένης (κυρίως στην περιοχή του Ρ. και στο Ψ.) μεταφέροντας τις υπογραφείσες συμβάσεις τηλεφωνίας, ήλεγχε αν πραγματοποιήθηκαν οι ημερήσιες αποστολές εντός Αθηνών, αλλά και εκτός από τη συνεργαζόμενη εταιρεία, οργάνωνε και κατένειμε τις εργασίες της επομένης στους ταχυμεταφορείς και είχε συνεχή επικοινωνία μέσω τηλεφώνου και μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με τους ταχυμεταφορείς και τις συνεργαζόμενες εταιρείες. Έτσι αρχικά δεν υπήρξαν προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης, η οποία του κατέβαλε τον συμφωνηθέντα μισθό. Προϊόντος όμως του χρόνου, η εναγομένη, απέστη των υποχρεώσεών της από την ως άνω σύμβαση εργασίας και δεν κατέβαλε εξακολουθητικά στον ενάγοντα, επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων, αποδοχές αδείας, επιδόματα αδείας, καθώς και αμοιβές και υπερεργασία και υπερωρία, παρά τις προφορικές υποσχέσεις της διαχειρίστριας αυτής Σ. Σ., ως κατωτέρω λεπτομερώς εκτίθεται. Ούτε όμως και ως προς τις ασφαλιστικές εργοδοτικές της υποχρεώσεις προς τον ασφαλιστικό φορέα του ενάγοντος (ΙΚΑ) ήταν συνεπής, αφού παρά την πραγματοποίηση κατά μείζον 25 ημερομισθίων κάθε μήνα, εκείνη δεν κατέβαλε διόλου τις δέουσες ασφαλιστικές εισφορές. Μάλιστα από την έναρξη της σύμβασης εργασίας μέχρι τις 15/3/14 η εναγομένη απασχολούσε τον ενάγοντα χωρίς να καταβάλει για αυτόν τις δέουσες ασφαλιστικές εισφορές στον ασφαλιστικό του φορέα (ΙΚΑ). Κατά την τελευταία όμως ημερομηνία προέβη σε αναγγελία προσληψής του στο ΣΕΠΕ Κ. (.../5-3-14) με ημερομηνία πρόσληψης 6/3/14 για πενθήμερη εργασία, με πλήρη απασχόληση, ήτοι από Δευτέρα έως Παρασκευή κι από ώρα 11.00΄π.μ. έως 19.00΄ με σύνολο μικτών αποδοχών το ποσό των 644,69 € [κατώτατος μισθός με μια τριετία στον ίδιο εργοδότη κατά το Ν. 4093/12 (ΔΕΝ 2012.1393) με κατάργηση του επιδόματος γάμου από 14/2/2012 με το άρθ. 4 ΠΥΣ 6/12 (ΔΕΝ 2012.269)], και καθαρών 538,32 €, και ωρομίσθιο 3,87 €, πλέον της πρόσθετης αμοιβής (100 €) που είχε συμφωνηθεί ατύπως μεταξύ των διαδίκων για εξωτερικές εργασίες με δίκυκλο ιδιοκτησίας του. Ωστόσο ο ενάγων προ του φόβου της απωλείας της εργασίας του, της δυσχέρειας ανεύρεσης άλλης ισάξιας εργασίας, ευελπιστούσε στις υποσχέσεις της ως άνω διαχειρίστριας ότι όλα θα τακτοποιούνταν και επέμενε μόνο σε προφορικές οχλήσεις συνεχίζοντας να προσφέρει τις υπηρεσίες του, παρά την ''αδήλωτη εργασία'' της εναγομένης στον ως άνω ασφαλιστικό του οργανισμό κατά το ως άνω πρώτο διάστημα. Έτσι εχόντων των πραγμάτων η κατάσταση δεν άλλαξε ως το τέλος Οκτωβρίου 2014, παρά τις οφειλές της εναγομένης προς τον ενάγοντα κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα. Στις 30/10/14, η εναγομένη υποχώρησε και τα διάδικα μέρη προέβησαν σε τροποποίηση των όρων της συμβάσεως ως προς την αμοιβή του ενάγοντος συμφωνώντας σε μηνιαίο μικτό μισθό του ενάγοντος 1.151,29 € (902,97 € καθαρά), πλέον της πρόσθετης αμοιβής που είχε συμφωνηθεί ατύπως μεταξύ των διαδίκων για εξωτερικές εργασίες, με ημερομηνία καταβολής των συμφωνημένων αποδοχών το τέλος του μήνα. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι κατά το διάστημα από 1/1/12 έως 5/3/14 ο ενάγων δεν απασχολήθηκε σε αυτήν, αλλά από τις 6/3/14, οπότε αυτή ανήγγειλε το πρώτον την εργασία του στο ΣΕΠΕ Κ.. Ο αρνητικός της αγωγής αυτός ισχυρισμός της δεν αποδείχθηκε. Αντίθετα από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μεταφοράς και είσπραξης με παραλήπτη τον ενάγοντα (από 13/1/12 απόδειξη με αριθ. 1471, από 18/1/12 απόδειξη με αριθ. 1470, από 20/1/12 απόδειξη με αριθ. 1472, από 9/3/12 απόδειξη με αριθ. 1730, από 10/7/12 απόδειξη με αριθ. 111, από 13/7/12 απόδειξη με αριθ. ..., από 30/8/12 απόδειξη με αριθ. 157, από 30/8/12 απόδειξη με αριθ. 0699, από 21/9/12 απόδειξη με αριθ. 179, από 5/1/13 απόδειξη με αριθ. 276, από 6/2/13 απόδειξη με αριθ. 1926, από 10/6/13 απόδειξη με αριθ. 3018, από 12/6/13 απόδειξη με αριθ. 3054, από 12/6/13 απόδειξη με αριθ. 3017, από 13/6/13 απόδειξη με αριθ. 3020, από 2/9/13 απόδειξη με αριθ. αποστ. 26937325 3, από 6/9/13 απόδειξη με αριθ. 3344, από 10/9/13 απόδειξη με αριθ. 3346, από 10/9/13 απόδειξη με αριθ. 3348, από 11/9/13 απόδειξη με αριθ. 3355, από 11/9/13 απόδειξη με αριθ. 3350, από 12/9/13 απόδειξη με αριθ. 3327, από 13/9/13 απόδειξη με αριθ. 3202, από 8/12/13 απόδειξη με αριθ. 1197, από 11/7/14 απόδειξη με αριθ. 087, από 2/9/14 απόδειξη με αριθ. 146), τις αποδείξεις είσπραξης από την Τράπεζα Πειραιώς από τον ενάγοντα (από 12/12/12 απόδειξη ποσού 373 €, από 1/6/12 απόδειξη ποσού 467,4 €), τις αποδείξεις καταβολής από τον ενάγοντα ποσών σε συνεργάτες της εναγομένης (από 27/6/12 απόδειξη καταβολής στην εταιρεία ''Λ. - Ξ. ΑΕΕ'' ποσού 338 €, από 2/11/12 απόδειξη καταβολής στην ίδια εταιρεία ποσού 500 €, από 14/12/12 απόδειξη καταβολής στην ίδια εταιρεία ποσού 500 €, από 8/8/13 απόδειξη καταβολής στην εταιρεία ''Δ. Ν. και Σια ΕΕ'' ποσού 500 €), καθώς και των αντιγράφων των ηλεκτρονικών μηνυμάτων που αντάλλαξε ο ενάγων με επαγγελματικούς συνεργάτες της εναγομένης για επαγγελματικούς σχετικούς λόγους με την παροχή εργασίας του [από 6/4/12, 24/4/12, 7/5/12, 9/5/12, 11/5/12, 15/5/12, 16/5/12, 17/5/12, 24/5/12, 30/7/12, 12/10/12, 3/8/12, 8/8/12, 7/9/12, 21/9/12, 8/10/12, 6/12/12, 21/2/13 αντίγραφα ηλεκτρονικών μηνυμάτων από Δ. (δεν προέκυψε το μικρό του όνομα), από 27/3/13, 28/3/13, 30/3/13 αντίγραφα ηλεκτρονικών μηνυμάτων από τον Χ. Β., από 7/1/14, 10/1/14,15/1/14, 18/1/14, 20/1/14, 4/3/14, 5/3/14 αντίγραφα ηλεκτρονικών μηνυμάτων από την μεταφορική εταιρεία ''ACS'' Κ.], προκύπτει ότι ο ενάγων πράγματι προσέφερε τις υπηρεσίες του στην εναγομένη κατά το ως άνω ένδικο διάστημα, καθώς δεν δικαιολογείται αλλιώς η ως άνω επαγγελματική δραστηριότητά του, ούτε δε και προβλήθηκε σχετικός ισχυρισμός ότι αυτός εργάσθηκε με την ίδια ιδιότητα σε άλλον εργοδότη. Ο ενάγων απασχολήθηκε στην εναγομένη μέχρι τις 13/10/2016, οπότε η τελευταία κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (2686,33 €), το οποίο δεν αποτελεί αντικείμενο δίκης. Κατά τη διάρκεια όμως απασχόλησης του ενάγοντος είχαν προκύψει αξιώσεις αυτού από την παροχή εργασίας του προς την εναγομένη, η οποία όμως δεν είχε εξοφλήσει, ως κατωτέρω εκτίθεται. Τούτο εξώθησε τον ενάγοντα οκτώ περίπου μήνες μετά, και δη στις 3/7/17 με την από ιδίας ημερομηνίας αίτησή του να προσφύγει στο Σώμα Επιθεώρησης Κ. για διευθέτηση της εργατικής διαφοράς. Ως αντικείμενο αυτής προέβαλε αξιώσεις του για αποζημίωση λόγω απόλυσης, αποζημίωση αδείας, επιδόματα αδείας, επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και υπερωρίες για τα έτη 2014, 2015, και 2016. Ως ημέρα συζήτησης της διαφοράς ορίσθηκε η 24/7/17 και κατόπιν αναβολής η 5/9/17. Κατά την τελευταία ημερομηνία στη συζήτηση αυτής παρέστησαν νομίμως στην ως άνω Επιθεώρηση Εργασίας τα διάδικα μέρη, υποστηρίζοντας ο μεν ενάγων τις αξιώσεις του, η δε εναγομένη ότι ουδέν οφείλει (έχει εξοφληθεί πλήρως). Τα όργανα όμως της Υπηρεσίας αυτής δια του υπ' αριθ. 186/3-7-17 δελτίου εργατικής διαφοράς που συνέταξαν, δεν κατόρθωσαν να διευθετήσουν τη υφιστάμενη διαφορά και παρέπεμψαν την επίλυσή της στα Δικαστήρια. Περαιτέρω προέκυψε ότι κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος από το έτος 2013 και μέχρι την απόλυσή του, η εναγομένη δεν του κατέβαλε επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα, αδείας και αμοιβή για την καθημερινά παρεχόμενη υπερεργασία και υπερωρία του. Ειδικότερα προέκυψε ότι ο ενάγων, παρά το δηλωθέν στην Επιθεώρηση Εργασίας από την εναγομένη ωράριο 11.00΄π.μ. έως 19.00΄, προσέρχονταν στην εργασία του από τις 09.00΄π.μ. Το βεβαιωθέν ενόρκως από την μάρτυρα αποδείξεως Ε. Μ., υπάλληλο της εναγομένης από τον Οκτώβριο του έτους 2014 μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2016, ότι ο ενάγων εργάζονταν στα γραφεία της εταιρίας τουλάχιστον μέχρι τις 21.00 για να προετοιμάσει τις παραδόσεις των ταχυμεταφορέων την επόμενη ημέρα, δεν αποδείχθηκε. Η εναγομένη εκτός από τον ενάγοντα απασχολούσε και άλλο προσωπικό (8-10 ατόμων). Από τους προσκομιζόμενους δε πίνακες προσωπικού προκύπτει ότι κανένας υπάλληλός της δεν είχε ωράριο που να φθάνει έως τις 21.00΄(σχ. από 16/10/14, 16/10/15 και 10/10/16 ετήσιοι πίνακες προσωπικού). Εάν δε οι εργασίες της επιχείρησης της εναγομένης συνεχιζόταν και μετά τις 19.00΄ θα είχε δηλώσει σε αυτά τουλάχιστον ένα εργαζόμενο, για λόγους κάλυψης σε περίπτωση ελέγχου από τα αρμόδια όργανα για αδήλωτη εργασία κλπ. Έτσι το ωράριο του ενάγοντος για τον οποίο ίσχυε το σύστημα της πενθήμερης εβδομάδας, άρχιζε στις 09.00΄ π.μ. και έληγε στις 19.00΄, ήτοι εργαζόταν καθημερινά επί 10 ώρες, εκ των οποίων η 9η ώρα αποτελεί υπερεργασία η οποία αμείβεται με προσαύξηση 20% (άρθ. 4 Ν. 2874/2000, όπως αντικ. με άρθ. 74 § 10 Ν. 3863/2010) και η 10η ώρα αποτελεί κατ' εξαίρεση ή παράνομη υπερωρία, η οποία αμείβεται με προσαύξηση 80% (άρθ. 74 § 10 Ν. 3863/2010). Ήτοι καθημερινά ο ενάγων πραγματοποιούσε 1 ώρα υπεργεργασίας και 1 ώρα υπερωρίας. Με δεδομένο ότι ο καθαρός μισθός του ενάγοντος από 1/1/13 έως 5/3/14 ανερχόταν σε 650 € πλέον 100 € για τις εξωτερικές εργασίες ήτοι σε 750 € (650 € + 100 € - διότι και αυτό το ποσό καταβαλλόταν ως αντάλλαγμα για παρεχόμενη εργασία - σχ. Δ. Ζερδελή, ΕργΔ, έκδ. 2019, σσ. 781), το ημερομίσθιό του ανερχόταν σε 30 € (750 € χ 1/25) και το ωρομίσθιό του σε 4,5 € (30 € χ 6/40)· από 6/3/14 έως 29/10/14 ο καθαρός μισθός του ανερχόταν σε 538,32 € πλέον 100 € για τις εξωτερικές εργασίες (δεν αποδείχθηκε ειδική συμφωνία περί καταβολής στον ενάγοντα επιδόματος γάμου, το οποίο ως εκτίθεται ανωτέρω είχε καταργηθεί από 12/11/12), ήτοι σε 638,32 € (538,32 € + 100 €), το ημερομίσθιό του ανερχόταν σε 25,53 € (638,32 € χ 1/25) και το ωρομίσθιό του σε 3,82 € (25,53 € χ 6/40)· και από 30/10/14 έως τη λύση της σχέσης εργασίας ο καθαρός μισθός του ανερχόταν σε 902,97 € πλέον 100 € για τις εξωτερικές εργασίες, ήτοι σε 1002,97 € (902,97 € + 100 €), το ημερομίσθιό του ανερχόταν σε 40,11 € (1002,97 € χ 1/25) και το ωρομίσθιό του σε 6,01 € (40,11 € χ 6/40). Κατά το έτος 2013 η εναγομένη είχε δημιουργήσει πολλές οφειλές προς τον ενάγοντα από την ως άνω σύμβαση εργασίας μη εξοφλώντας του τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα, αδείας, καθώς και το υπόλοιπο αδείας 11 ημερών που δεν είχε λάβει. Ήτοι για επίδομα εορτής Χριστουγέννων του έτους 2013 όφειλε καθαρό ποσό ύψους 781,24 € [750 € + (750 € χ 0,04166)], από αυτό το ποσό ο ενάγων ζητεί 650 €· για επίδομα εορτής Πάσχα του ιδίου έτους όφειλε καθαρό ποσό ύψους 406,24 € [750 €/2 + (750 € χ 0,04166)], από αυτό το ποσό ο ενάγων ζητεί 325 €· για επίδομα αδείας του ιδίου έτους όφειλε καθαρό ποσό ύψους 375 € (750 €/2), από αυτό το ποσό ο ενάγων ζητεί 325 €· και για το υπόλοιπο αδείας των 11 ημερών ποσό 330 € [(750 € /25) χ 11]. Ως ανωτέρω εκτέθηκε ο ενάγων πραγματοποιούσε καθημερινά 1 ώρα υπερεργασία και 1 ώρα υπερωρία για τις οποίες η αμοιβή του ανερχόταν για την υπερεργασία σε 5,4 € [4,5 € + (4,5 € χ 20%)] και για την υπερωρία σε 8,1 € [4,5 € + (4,5 € χ 80%)]. Για το έτος δε 2013 ο ενάγων πραγματοποίησε τις κάτωθι ώρες υπερεργασίας και υπερωρίας, για τις οποίες δικαιούται αντίστοιχης αμοιβής ως λεπτομερώς εκτίθεται στον κατωτέρω πίνακα:



ΕΤΟΣ 2013
ΜΗΝΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΗ ΑΜΟΙΒΗ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΑΜΟΙΒΗ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΗ ΑΜΟΙΒΗ ΥΠΕΡΩΡΙΑΣ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
118,8 € (22 ώρ. χ 5,4 €) δεν εργάσθηκε την 1/1/13)
102,96 €
178,2 € (22 ώρ. χ 8,1 €) δεν εργάσθηκε την 1/1/13)
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
108 € (20 ώρ. χ 5,4 €)
93,6 €
162 € (20 ώρ. χ 8,1 €)
ΜΑΡΤΙΟΣ
102,6 € (19 ώρ. χ 5,4 €) δεν εργάσθηκε στις αργίες 18/3 και 25/3
88,92 €
153,9 € (19 ώρ. χ 8,1 €) δεν εργάσθηκε στις αργίες 18/3 και 25/3
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
118,8 € (22 ώρ. χ 5,4 €)
102,96 €
178,2 € (22 ώρ. χ 8,1 €)
ΜΑÏΟΣ
108 € (20 ώρ. χ 5,4 €) δεν εργάσθηκε στις αργίες 1/5, 3/5 και 6/5
93,6 €
162 € (20 ώρ. χ 8,1 €) δεν εργάσθηκε στις αργίες 1/5, 3/5 και 6/5
ΙΟΥΝΙΟΣ
102,6 € (19 ώρ. χ 5,4 €) δεν εργάστηκε στις 24/6
88,92 €
153,9 € (19 ώρ. χ 8,1 €) δεν εργάστηκε στις 24/6
ΙΟΥΛΙΟΣ
124,2 € (23 ώρ. χ 5,4 €)
107,64 €
186,3 € (23 ώρ. χ 8,1 €)
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
64,8 € (12 ώρ. χ 5,4 €) από 5/8/13 έως 18/8/13 έλαβε άδεια
56,16 €
97,2 € (12 ώρ. χ 8,1 €) από 5/8/13 έως 18/8/13 έλαβε άδεια
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
113,4 € (21 ώρ. χ 5,4 €)
98,28 €
170,1 € (21 ώρ. χ 8,1 €)
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
118,8 € (22 ώρ. χ 5,4 €) δεν εργάσθηκε στις 28/10/13
102,96 €
178,2 € (22 ώρ. χ 8,1 €) δεν εργάσθηκε στις 28/10/13
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
113,4 € (21 ώρ. χ 5,4 €)
98,28 €
170,1 € (21 ώρ. χ 8,1 €)
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
108 € (20 ώρ. χ 5,4 €) δεν εργάσθηκε στις 25 και 26/12/13
93,6 €
162 € (20 ώρ. χ 8,1 €) δεν εργάσθηκε στις 25 και 26/12/13
ΣΥΝΟΛΟ
1.301 €
1.127,88 €
1952,1 €


Η εναγομένη οφείλει επομένως καθαρό ποσό 650 € για επίδομα εορτής Χριστουγέννων του έτους 2013, καθαρό ποσό 325 € για επίδομα εορτής Πάσχα του ιδίου έτους, καθαρό ποσό 325 € για επίδομα αδείας του ιδίου έτους, καθαρό ποσό 330 € για το υπόλοιπο μη χορηγηθείσης αδείας των 11 ημερών, καθαρό ποσό 1127,88 € για υπερεργασία και καθαρό ποσό 1952,1 € για υπερωρία. Για το έτος 2014 η εναγομένη όφειλε στον ενάγοντα, αναλόγως της ως άνω παρατεθείσας κυμάνσεως του μισθού του ενάγοντος επίδομα Χριστουγέννων, Πάσχα, αδείας και την αμοιβή του υπολοίπου αδείας 12 ημερών. Ήτοι για επίδομα εορτής Χριστουγέννων του έτους 2014 όφειλε καθαρό ποσό ύψους 1044,75 € [1002,97 € + (1002,97 € χ 0,04166)], από αυτό το ποσό ο ενάγων ζητεί 902,5 €· για επίδομα εορτής Πάσχα του ιδίου έτους όφειλε καθαρό ποσό ύψους 345,75 € [638,32 €/2 + (638,32 € χ 0,04166)], από αυτό το ποσό ο ενάγων ζητεί 318,09 €· για επίδομα αδείας του ιδίου έτους όφειλε καθαρό ποσό ύψους 319,16 € (638,32 €/2), από αυτό το ποσό ο ενάγων ζητεί 318,09 €· και για το υπόλοιπο αδείας των 12 ημερών ποσό 303,39 € [(638,32 € /25) χ 12]. Για το έτος δε 2014 ο ενάγων πραγματοποίησε τις κάτωθι ώρες υπερεργασίας και υπερωρίας, για τις οποίες δικαιούται αντίστοιχης αμοιβής αναλόγως της ως άνω παρατεθείσας κυμάνσεως του μισθού του, με δεδομένο ότι όταν ο καθαρός μισθός του ανερχόταν σε 638,32 € η αμοιβή του για κάθε ώρα υπερεργασίας ανερχόταν σε 4,58 € [3,82 € + (3,82 € χ 20%)] και για την υπερωρία σε 6,87 € [3,82 € + (3,82 € χ 80%)], και όταν ο καθαρός μισθός του ανερχόταν σε 1002,97 € η αμοιβή του για κάθε ώρα υπερεργασίας ανερχόταν σε 7,21 € [6,01 € + (6,01 € χ 20%)] και κάθε ώρα υπερωρίας σε 10,81 € [6,01 € + (6,01 € χ 80%)], ως λεπτομερώς εκτίθεται στον κατωτέρω πίνακα:


ΕΤΟΣ 2014
ΜΗΝΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΗ ΑΜΟΙΒΗ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΑΜΟΙΒΗ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΗ ΑΜΟΙΒΗ ΥΠΕΡΩΡΙΑΣ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
113,4 € (21 ώρ. χ 5,4 €) δεν εργάσθηκε στις 1/1/14 και 6/1/14
98,28 €
170,1 € (21 ώρ. χ 8,1 €) δεν εργάσθηκε στις 1/1/14 και 6/1/14
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
108 € (20 ώρ. χ 5,4 €)
93,6 €
162 € (20 ώρ. χ 8,1 €)
ΜΑΡΤΙΟΣ
87,02 € (19 ώρ. χ 4,58 €) δεν εργάσθηκε στις αργίες 18/3/14 και 25/3/14
87,02 €
130,53 € (19 ώρ. χ 6,87 €) δεν εργάσθηκε στις αργίες 18/3/14 και 25/3/14
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
91,6 € (20 ώρ. χ 4,58 €) δεν εργάσθηκε τις αργίες 18 και 21/4/14
91,6 €
137,4 € (20 ώρ. χ 6,87 €) δεν εργάσθηκε τις αργίες 18 και 21/4/14
ΜΑÏΟΣ
96,18 € (21 ώρ. χ 4,58 €) δεν εργάσθηκε στην 1/5
96,18 €
144,27 € (21 ώρ. χ 6,87 €) δεν εργάσθηκε στην 1/5
ΙΟΥΝΙΟΣ
91,6 € (20 ώρ. χ 4,58 €) δεν εργάσθηκε στις 9/6
91,6 €
137,4 € (20 ώρ. χ 6,87 €) δεν εργάσθηκε στις 9/6
ΙΟΥΛΙΟΣ
105,34 € (23 ώρ. χ 4,58 €)
105,34 €
158,01 € (23 ώρ. χ 6,87 €)
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
50,38 € (11 ώρ. χ 4,58 €) από 4/8/14 έως 17/8/14 έλαβε άδεια
50,38 €
75,57 € (11 ώρ. χ 6,87 €) από 4/8/14 έως 17/8/14 έλαβε άδεια
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
100,76 € (22 ώρ. χ 4,58 €)
100,76 €
151,14 € (22 ώρ. χ 6,87 €)
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
105,34 € (23 ώρ. χ 4,58 €) δεν εργάσθηκε στις 28/10/14
105,34 €
158,01 € (23 ώρ. χ 6,87 €) δεν εργάσθηκε στις 28/10/14
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
144,2 € (20 ώρ. χ 7,21 €)
130,00 €
216,2 € (20 ώρ. χ 10,81 €)
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
151,41 € (21 ώρ. χ 7,21 €) δεν εργάσθηκε στις 25 και 26/12/14
136,5 €
227,01 € (21 ώρ. χ 10,81 €) δεν εργάσθηκε στις 25 και 26/12/14
ΣΥΝΟΛΟ
1.245,23 €
1.186,6 €
1.867,64 €


Η εναγομένη οφείλει επομένως καθαρό ποσό 902,5 € για επίδομα εορτής Χριστουγέννων του έτους 2014, καθαρό ποσό 318,09 € για επίδομα εορτής Πάσχα του ιδίου έτους, καθαρό ποσό 318,09 € για επίδομα αδείας του ιδίου έτους, καθαρό ποσό 303,39 € για το υπόλοιπο μη χορηγηθείσης αδείας των 12 ημερών, καθαρό ποσό 1.186,6 € για υπερεργασία και καθαρό ποσό 1.867,64 € για υπερωρία. Για το έτος 2015 η εναγομένη όφειλε στον ενάγοντα, κατά το ως άνω σταθερό ύψος του καθαρού μισθού του ενάγοντος (1002,97 €) επίδομα Χριστουγέννων, Πάσχα, αδείας και την αμοιβή του υπολοίπου αδείας 12 ημερών. Ήτοι για επίδομα εορτής Χριστουγέννων του έτους 2015 όφειλε καθαρό ποσό ύψους 1044,75 € [1002,97 € + (1002,97 € χ 0,04166)], από αυτό το ποσό ο ενάγων ζητεί 902,5 €· για επίδομα εορτής Πάσχα του ιδίου έτους όφειλε καθαρό ποσό ύψους 543,26 € [1002,97 €/2 + (1002,97 € χ 0,04166)], από αυτό το ποσό ο ενάγων ζητεί 451,25 €· για επίδομα αδείας του ιδίου έτους όφειλε καθαρό ποσό ύψους 501,48 € (1002,97 €/2), από αυτό το ποσό ο ενάγων ζητεί 451,25 €· και για το υπόλοιπο αδείας των 12 ημερών ποσό 481,42 € [(1002,97 € /25) χ 12]. Για το έτος δε 2015 ο ενάγων πραγματοποίησε τις κάτωθι ώρες υπερεργασίας και υπερωρίας, για τις οποίες δικαιούται αντίστοιχης αμοιβής, με δεδομένο ότι ο καθαρός μισθός του ανερχόταν σε 1002,97 €, η αμοιβή του για κάθε ώρα υπερεργασίας ανερχόταν σε 7,21 € [6,01 € + (6,01 € χ 20%)] και για κάθε ώρα υπερωρίας σε 10,81 € [6,01 € + (6,01 € χ 80%)], ως λεπτομερώς εκτίθεται στον κατωτέρω πίνακα:


ΕΤΟΣ 2015
ΜΗΝΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΗ ΑΜΟΙΒΗ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΑΜΟΙΒΗ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΗ ΑΜΟΙΒΗ ΥΠΕΡΩΡΙΑΣ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
144,2 € (20 ώρ. χ 7,21 €) δεν εργάσθηκε στις 1/1/15 και 6/1/15
130,00 €
216,2 € (20 ώρ. χ 10,81 €) δεν εργάσθηκε στις 1/1/15 και 6/1/15
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
136,99 € (19 ώρ. χ 7,21 €)
123,5 €
205,39 € (19 ώρ. χ 10,81 €)
ΜΑΡΤΙΟΣ
151,41 € (21 ώρ. χ 7,21 €) δεν εργάσθηκε στις 25/3
136,50 €
227,01 € (21 ώρ. χ 10,81 €) δεν εργάσθηκε στις 25/3
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
144,2 € (20 ώρ. χ 7,21 €) δεν εργάσθηκε τις αργίες 10 και 13/4
130,00 €
216,2 € (20 ώρ. χ 10,81 €) δεν εργάσθηκε τις αργίες 10 και 13/4
ΜΑÏΟΣ
144,2 € (20 ώρ. χ 7,21 €) δεν εργάσθηκε στην 1/5
130,00 €
216,2 € (20 ώρ. χ 10,81 €) δεν εργάσθηκε στην 1/5
ΙΟΥΝΙΟΣ
151,41 € (21 ώρ. χ 7,21 €) δεν εργάσθηκε στην 1/6
136,50 €
227,01 € (21 ώρ. χ 10,81 €) δεν εργάσθηκε στην 1/6
ΙΟΥΛΙΟΣ
165,83 € (23 ώρ. χ 7,21 €)
149,50 €
248,63 € (23 ώρ. χ 10,81 €)
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
79,31 € (11 ώρ. χ 7,21 €) από 1/8 έως 16/8 έλαβε άδεια
71,50 €
118,91 € (11 ώρ. χ 10,81 €) από 1/8 έως 16/8 έλαβε άδεια
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
158,62 € (22 ώρ. χ 7,21 €)
143,00 €
237,82 € (22 ώρ. χ 10,81 €)
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
151,41 € (21 ώρ. χ 7,21 €) δεν εργάσθηκε στις 28/10
136,50 €
227,01 € (21 ώρ. χ 10,81 €) δεν εργάσθηκε στις 28/10
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
151,41 € (21 ώρ. χ 7,21 €)
136,50 €
227,01 € (21 ώρ. χ 10,81 €)
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
158,62 € (22 ώρ. χ 7,21 €) δεν εργάσθηκε στις 25/12
143,00 €
237,82 € (22 ώρ. χ 10,81 €) δεν εργάσθηκε στις 25/12
ΣΥΝΟΛΟ
1.737,61 €
1.566,5 €
2.605,21 €


Η εναγομένη οφείλει επομένως καθαρό ποσό 902,5 € για επίδομα εορτής Χριστουγέννων του έτους 2015, καθαρό ποσό 451,25 € για επίδομα εορτής Πάσχα του ιδίου έτους, καθαρό ποσό 451,25 € για επίδομα αδείας του ιδίου έτους, καθαρό ποσό 481,42 € για το υπόλοιπο μη χορηγηθείσης αδείας των 12 ημερών, καθαρό ποσό 1.566,5 € για υπερεργασία και καθαρό ποσό 2.605,21 € για υπερωρία. Για το έτος 2016 (διάστημα απασχόλησής του από 1/1/16 έως 13/10/2016), η εναγομένη όφειλε στον ενάγοντα, κατά το ως άνω σταθερό ύψος του καθαρού μισθού του ενάγοντος (1002,97 €), αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων, επίδομα εορτών Πάσχα, επίδομα αδείας και αμοιβή για μη χορηγηθείσα άδεια. Ήτοι για αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2016 όφειλε καθαρό ποσό ύψους 716,83 € [διάστημα από 1/5/16 έως 13/10/16 = 163 ημέρες. (163 ημερομίσθ /19) χ 2= 17,157 ημερομίσθια. Καθαρό μερομίσθιο 40,11 € κατά τα ανωτέρω. Τότε 17,157 χ 40,11 € = 688,16 €. Άρα (688,16 €) + (688,16 € χ 0,041666)], από αυτό το ποσό ο ενάγων ζητεί 630,3 €· για επίδομα εορτής Πάσχα του ιδίου έτους όφειλε καθαρό ποσό ύψους 543,26 € [1002,97 €/2 + (1002,97 € χ 0,04166)], από αυτό το ποσό ο ενάγων ζητεί 451,25 €· για επίδομα αδείας του ιδίου έτους όφειλε καθαρό ποσό ύψους 501,48 € (1002,97 €/2), από αυτό το ποσό ο ενάγων ζητεί 451,25 €· και για αποδοχές μη χορηγηθείσης αδείας ποσό 1002,97 €, από αυτό το ποσό ο ενάγων ζητεί 902,5 €. Δεν αποδείχθηκε όμως πταίσμα των προστηθέντων οργάνων από την εναγομένη εργοδότρια στη μη χορήγηση της αδείας, ήτοι ότι ο εργαζόμενος ενάγων ζήτησε την άδεια, αυτούσια και όχι σε χρήμα, και ο εργοδότης αρνήθηκε τη χορήγησή της. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί το αίτημά του περί προσαυξήσεως του ποσού των αποδοχών αδείας κατά 100% (αρθ. 5 §1 Α.Ν. 539/1945, όπως τροπ. από το άρθ. 3 Ν.Δ. 3755/1957). Για το ως άνω διάστημα του έτους 2016 ο ενάγων πραγματοποίησε τις κάτωθι ώρες υπερεργασίας και υπερωρίας, για τις οποίες δικαιούται αντίστοιχης αμοιβής, με δεδομένο ότι ο καθαρός μισθός του ανερχόταν σε 1002,97 €, η αμοιβή του για κάθε ώρα υπερεργασίας ανερχόταν σε 7,21 € [6,01 € + (6,01 € χ 20%)] και για κάθε ώρα υπερωρίας σε 10,81 € [6,01 € + (6,01 € χ 80%)], ως λεπτομερώς εκτίθεται στον κατωτέρω πίνακα:

ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΑΠΟ 1/1/16 - 13/10/16
ΜΗΝΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΗ ΑΜΟΙΒΗ
ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΑΜΟΙΒΗ
ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΗ ΑΜΟΙΒΗ
ΥΠΕΡΩΡΙΑΣ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
136,99 € (19 ώρ. χ 7,21 €) δεν εργάσθηκε στις 1/1 και 6/1
123,50 €
205,39 € (19 ώρ. χ 10,81 €) δεν εργάσθηκε στις 1/1 και 6/1
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
151,41 € (21 ώρ. χ 7,21 €)
136,50 €
227,01 € (21 ώρ. χ 10,81 €)
ΜΑΡΤΙΟΣ
151,41 € (21 ώρ. χ 7,21 €) δεν εργάσθηκε στις 14/3 και 25/3
136,50 €
227,01 € (21 ώρ. χ 10,81 €) δεν εργάσθηκε στις 14/3 και 25/3
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
144,2 € (20 ώρ. χ 7,21 €) δεν εργάσθηκε στις 29/4
130,00 €
216,2 € (20 ώρ. χ 10,81 €) δεν εργάσθηκε στις 29/4
ΜΑÏΟΣ
151,41 € (21 ώρ. χ 7,21 €) δεν εργάσθηκε στις 2/5
136,50 €
227,01 € (21 ώρ. χ 10,81 €) δεν εργάσθηκε στις 2/5
ΙΟΥΝΙΟΣ
151,41 € (21 ώρ. χ 7,21 €) δεν εργάσθηκε στις 20/6
136,50 €
227,01 € (21 ώρ. χ 10,81 €) δεν εργάσθηκε στις 20/6
ΙΟΥΛΙΟΣ
151,41 € (21 ώρ. χ 7,21 €)
136,50 €
227,01 € (21 ώρ. χ 10,81 €)
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
93,73 € (13 ώρ. χ 7,21 €) από 6/8 έως 21/8 έλαβε άδεια
84,50 €
140,53 (13 ώρ. χ 10,81 €) από 6/8 έως 21/8 έλαβε άδεια
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
158,62 € (22 ώρ. χ 7,21 €)
143,00 €
237,82 € (22 ώρ. χ 10,81 €)
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ (έως 13/10)
64,89 € (9 ώρ. χ 7,21 €)
58,50 €
97,29 € (9 ώρ. χ 10,81 €)
ΣΥΝΟΛΟ
1.355,48
1.222,00 €
2.032,28 €


Η εναγομένη οφείλει επομένως καθαρό ποσό 630,3 € για αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2016, καθαρό ποσό 451,25 € για επίδομα εορτής Πάσχα του ιδίου έτους, καθαρό ποσό 451,25 € για επίδομα αδείας του ιδίου έτους, καθαρό ποσό 902,5 € για αποδοχές αδείας μη χορηγηθείσης αδείας του ιδίου έτους απορριπτομένου του αιτήματος για προσαύξηση του ποσού αυτού κατά 100% για τους ιδίους ως άνω λόγους που εκτέθηκαν και για το προηγούμενο έτος, καθαρό ποσό 1.222,00 € για υπερεργασία και καθαρό ποσό 2.032,28 € για υπερωρία. Από τα ως άνω επιμέρους ποσά η εναγομένη έχει εξοφλήσει το επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2015 έχοντας καταβάλει στον ενάγοντα καθαρό ποσό 471,61 € (ζητεί για την αιτία αυτή ποσό 451,25 €), το επίδομα εορτών Χριστουγέννων του ιδίου έτους (2015) έχοντας καταβάλει στον ενάγοντα καθαρό ποσό 933,97 € (ζητεί για την αιτία αυτή ποσό 902,5 €) και την αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2016 έχοντας καταβάλει στον ενάγοντα καθαρό ποσό 642,51 € (ζητεί για την αιτία αυτή ποσό 630,3 €), όπως τούτο προκύπτει από αντίστοιχες εξοφλητικές αποδείξεις της εναγομένης που εκδόθηκαν για τις αντίστοιχες αιτίες και υπογράφονται από τον ενάγοντα χωρίς να αμφισβητούνται. Πρέπει επομένως να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική άποψη η σχετική ένσταση που προέβαλε η εναγομένη (άρθ. 416 ΑΚ) και επανέφερε με τον τρίτο λόγο εφέσεως. Κατά τα λοιπά δε η ίδια ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, διότι δεν αποδείχθηκε ότι αφορά τα κεφάλαια της αγωγής που μεταβιβάσθηκαν με την έφεση της εναγομένης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εκείνα δε που αφορά (επίδομα εορτών Πάσχα έτους 2014, 2016 και επίδομα αδείας 2014) δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων πράγματι τα έχει εισπράξει, παρά την ύπαρξη σχετικών εξοφλητικών αποδείξεων που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη. Εξάλλου η σχετική ρήτρα ότι ''Δηλώνω ανεπιφύλακτα ότι κατά την ανωτέρω μισθολογική περίοδο 1) πραγματοποίησα τα ως άνω ημερομίσθια και τις αντίστοιχες ώρες που αναφέρονται στο παρόν εκκαθαριστικό σημείωμα - απόδειξη πληρωμής για κανονική εργασία, υπερωρία, νυχτερινή εργασία, Κυριακές, εορτές και αργίες, 2) με την παρούσα εκκαθάριση και απόδειξη πληρωμής δέχομαι ότι εξοφλούνται οι αποδοχές για την ως ανω μισθολογική περίοδο και ουδεμία άλλη αξίωση έχω ιδιαίτερο απαίτηση εκ του λόγου αυτού κατά του εργοδότη μου, 3) η παρούσα της οποίας παρέλαβα όμοιο αντίγραφο ανεγνώσθη και εφόσον υπογράφεται από εμένα καθίστανται έγκυρος για οποιαδήποτε χρήση ακόμη και ενώπιον παντός πολιτικού, διοικητικού ή ποινικού δικαστηρίου'' η οποία υφίσταται επί του σώματος των εξοφλητικών αποδείξεων που συνομολογούσε όταν υπέγραφε ο ενάγων και επικαλείται η εναγομένη, είναι άκυρη και δεν παρήξε έννομες συνέπειες (άρθ. 180 ΑΚ), καθώς άγει σε παραίτηση του μισθωτού από δικαιώματά του που ανάγονται στην εκτός της αυτοδιαθέσεως διάσταση της εργασιακής σχέσης στο μέτρο που αφορά τα ελάχιστα όρια αποδοχών του, που ήδη ανωτέρω επιδικάσθηκαν, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία έχει εδραιωθεί τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία (ΑΠ 1699/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 1872/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ) και ανάγεται στην προστατευτική φύση των κανόνων που έχει αναπτυχθεί στα πλαίσια του εργατικού δικαίου εδραζομένη κυρίως στις διατάξεις των άρθ. 3, 174, 679, 680 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920 σε συνδ. με το άρθρο 11 α.ν. 547/1937, 3 Ν. 3239/1955, 5 Α.Ν. 539/1945, 8 παρ. 4 Ν.Δ. 4020/1959, 14 Ν. 551/1915 (Δ. Λαδά, Η εξοφλητική απόδειξη κατά τη λύση της εργασιακής σχέσης, ΕΕργΔ 1999.97, όπου και σχ. πλούσια νμλγ.). Τέλος η στηριζόμενη στη διάταξη του άρθ. 281 ΑΚ ένσταση της εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι αποδείχθηκε ότι ο ενάγων πολύ συχνά απευθυνόταν στην εκπρόσωπο της εναγομένης Στυλιανή Σπυρίδων, προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για την καταβολή σ' αυτόν μικρότερων των οφειλομένων αποδοχών του, πλην ''εις ώτα μη ακουόντων''. Περαιτέρω η αδράνεια του ενάγοντος (έγγαμου) να ασκήσει τα παραπάνω δικαιώματά του δεν ήταν προϊόν ελεύθερης επιλογής του, αλλά επιβεβλημένης ανάγκης, ενόψει και της άμεσης επαγγελματικής του εξάρτησης από την εναγομένη. Επομένως η όποια διστακτικότητα και καθυστέρηση αυτού να ασκήσει τα ως άνω δικαιώματά του είναι κατανοητή και δικαιολογείται σε κάθε περίπτωση από την ανάγκη του, όπως και κάθε εργαζομένου, να διασφαλίσει την εργασιακή του σχέση. Έτσι και ενόψει την προαναφερθέντων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προαναφερθείσα αδράνειά του να ασκήσει τα ανωτέρω δικαιώματά του δημιούργησε στην εναγομένη την πεποίθηση ότι δεν θα τα διεκδικήσει αργότερα. Ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι, εάν ο ενάγων ασκούσε εγκαίρως τις αξιώσεις του, η εναγομένη θα ηδύνατο να ικανοποιήσει πλήρως και ολοσχερώς τις απαιτήσεις του αυτές, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η τελευταία, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού η εναγομένη ήδη από το έτος 2015 είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και αργότερα στις 15/9/2017 τροποποίησε το καταστατικό της και άλλαξε το είδος της δραστηριότητάς της σε καθαρισμούς χώρων, γραφείων κλπ. Κατόπιν όλων των εκτεθέντων όσον αφορά τα μεταβιβασθέντα κεφάλαια της αγωγής στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα τα παρακάτω καθαρά ποσά: α) για το έτος 2013, 650 € για επίδομα εορτής Χριστουγέννων, 325 € για επίδομα εορτής Πάσχα, 325 € για επίδομα αδείας, 330 € για το υπόλοιπο μη χορηγηθείσης αδείας 11 ημερών, 1127,88 € για υπερεργασία, και 1952,1 € για υπερωρία· β) για το έτος 2014, 902,5 € για επίδομα εορτής Χριστουγέννων, 318,09 € για επίδομα εορτής Πάσχα, 318,09 € για επίδομα αδείας, 303,39 € για το υπόλοιπο μη χορηγηθείσης αδείας 12 ημερών, 1.186,6 € για υπερεργασία και 1.867,64 € για υπερωρία· γ) για το έτος 2015, 451,25 € για επίδομα αδείας, 481,42 € για το υπόλοιπο μη χορηγηθείσης αδείας 12 ημερών, 1.566,5 € για υπερεργασία και 2.605,21 € για υπερωρία· και δ) για το έτος 2016, 451,25 € για επίδομα εορτής Πάσχα, 451,25 € για επίδομα αδείας, 902,5 € για αποδοχές αδείας μη χορηγηθείσης αδείας, 1.222,00 € για υπερεργασία και 2.032,28 € για υπερωρία, νομιμοτόκως έκαστο επιμέρους ποσό από τα χρονικά σημεία που ο νόμος προβλέπει ως δήλη ημέρα καταβολής του (αρθ. 341 ΑΚ) και έκτοτε ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος (άρθ. 340 ΑΚ) οφείλοντας τόκους υπερημερίας (άρθ. 345 εδάφ. α΄ ΑΚ) και δη, για τα επιδόματα εορτής Χριστουγέννων από την 1η του επόμενου έτους που αυτά αφορούν (ΟλΑΠ 40/2002 ΕλλΔνη 2003.118 = ΕΕργΔ 2002.1478), για τα επιδόματα εορτής Πάσχα από την 1η Μαΐου του έτους που αυτά αφορούν, για τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας από την 1η του επόμενου έτους που αυτά αφορούν (ΑΠ 201/2008 ΔΕΝ 2011.210), πλην του τελευταίου έτους (2016) από την επομένη της 13/10/16 (λύση της σχέσης εργασίας - ΑΠ 1549/2011 ΔΕΝ 2012.441, ΑΠ 97/2009 ΔΕΝ 2009.766), για την αμοιβή για παροχή υπερεργασίας από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορά η κάθε επιμέρους αξίωση για την αιτία αυτή (άρθ. 655 ΑΚ - ΟλΑΠ 39-40/2002 ό.α., ΑΠ 945/2001 ΕΕργΔ 2002.168), πλην του τελευταίου μηνός παροχής εργασίας του ενάγοντος (10/2016) από την επομένη της 13/10/16 (λύση της σχέσης εργασίας). Αντιθέτως, η αποζημίωση για παροχή παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, οφείλεται από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, αφού γι’ αυτή δεν ορίζεται από το νόμο (δήλη) ημέρα καταβολής της (ΑΠ 360/2002 ΔΕΝ 2002.1315, ΑΠ 1244/2001 ΕλλΔνη 2002.167, πρβλ. και εξ αντιδιαστολής τις ΟλΑΠ 39-40/2002 ό.α., που δέχονται, ότι μισθό αποτελούν και οι αμοιβές που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα υπερεργασίας του, νόμιμης υπερωριακής εργασίας του και επιτρεπόμενης απασχολήσεώς του σε ημέρα αργίας, αφού συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα εγκύρως παρεχόμενης εργασίας του μισθωτού και επομένως γι’ αυτές τάσσεται από το άρθ. 655 ΑΚ δήλη ημέρα καταβολής). Κατόπιν όλων των εκτεθέντων πρέπει η αγωγή, κατά τα μεταβιβασθέντα αυτής στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κεφάλαια, να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα συνολικό καθαρό ποσό 9606,29 € (650 € + 325 € + 325 € + 330 € + 1127,88 € + 1952,1 + 902,5 € + 318,09 € + 318,09 € + 303,39 € + 1.186,6 € + 1.867,64 €), καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ίδιο συνολικό καθαρό ποσό ύψους 10163,66 € (451,25 € + 481,42 € + 1.566,5 € + 2.605,21 € + 451,25 € + 451,25 € + 902,5 € + 1.222,00 € + 2.032,28 €), νομιμοτόκως έκαστο επιμέρους ποσό που συναπαρτίζουν αυτά κατά τις αμέσως ανωτέρω αναφερόμενες διακρίσεις. Έσφαλε επομένως η εκκαλουμένη που επιδίκασε καθαρό ποσό 343,20 € αντί 330 € για το υπόλοιπο μη χορηγηθείσης αδείας 11 ημερών του έτους 2013, καθαρό ποσό 5.075,46 € αντί 1952,1 € για παράνομη υπερωρία του έτους 2013, καθαρό ποσό 366,43 € αντί 303,39 € για το υπόλοιπο μη χορηγηθείσης αδείας 12 ημερών του έτους 2014, καθαρό ποσό 5.343,24 € αντί 1.867,64 € για παράνομη υπερωρία του έτους 2014, καθαρό ποσό 519,36 € αντί 481,42 € για το υπόλοιπο μη χορηγηθείσης αδείας 12 ημερών του έτους 2015, καθαρό ποσό 6827,74 € αντί 2.605,21 € για παράνομη υπερωρία του έτους 2015, και καθαρό ποσό 5493,36 € αντί 2.032,28 € για παράνομη υπερωρία του έτους 2016 και πρέπει να εξαφανισθεί κατά αυτά, ενώ κατά τα λοιπά αρκεί αντικατάσταση των αιτιολογιών αυτής δια εκείνων της παρούσης (άρθ. 534 ΚΠολΔ). Γι' αυτό θα πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος εφέσεως περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων και μαζί η κρινόμενη έφεση της εκκαλούσας - εναγομένης ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, να εξαφανισθεί εν μέρει η εκκαλουμένη μόνο κατά τα ως άνω και αφού κρατηθεί η υπόθεση και εξετασθεί κατ' ουσίαν η αγωγή, να απορριφθεί ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη κατά ένα μέρος και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα καθαρό ποσό ύψους 4453,13 € (330 € για το υπόλοιπο μη χορηγηθείσης αδείας 11 ημερών του έτους 2013 + καθαρό ποσό ύψους 1952,1 € για παράνομη υπερωρία του έτους 2013 + καθαρό ποσό ύψους 303,39 € για το υπόλοιπο μη χορηγηθείσης αδείας 12 ημερών του έτους 2014 + καθαρό ποσό υψους 1.867,64 € για παράνομη υπερωρία του έτους 2014) και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα καθαρό ποσό ύψους 5118,91 € (καθαρό ποσό 481,42 € για το υπόλοιπο μη χορηγηθείσης αδείας 12 ημερών του έτους 2015 + καθαρό ποσό 2.605,21 € για παράνομη υπερωρία του έτους 2015 + καθαρό ποσό 2.032,28 € για παράνομη υπερωρία του έτους 2016), νομιμοτόκως κατά τα ανωτέρω. Εξάλλου, εφόσον εξαφανίστηκε (έστω και εν μέρει) η εκκαλουμένη απόφαση, εξαφανίζεται αναγκαία και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, κατά τις διατάξεις των άρθ. 535 παρ. 1, 176, 178, 183, 189 παρ. 1 περ. γ΄ και 191 ΚΠολΔ (ΑΠ 1567/2010 ΝοΒ 2011.592, ΕφΛαμ 36/2013 ΤρΝομΠλ ''Νόμος'', ΕφΠειρ 141/2012 ΤρΝομΠλ ''Νόμος'', ΕφΛαμ 15/2011 και 18/2011 ΤρΝομΠλ ''Νόμος''), τα δε δικαστικά έξοδα, πρέπει να κατανεμηθούν και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων, βάσει δε αυτών να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, σε βάρος της εναγομένης (άρθ. 178, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και υπολογιζόμενα σύμφωνα με το άρθ. 69 παρ. 1 εδ. α΄ του Ν. 4194/2013 (Κώδικα Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθ. 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, που εφαρμόζονται στην περίπτωση που πρόκειται, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό (ΕφΑθ 5081/2018 αδ. στο νομ. τυπ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. 
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση. 
Εξαφανίζει εν μέρει την υπ’ αριθ. 1974/27-9-19 εκκαλουμένη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μόνο κατά τα στο σκεπτικό της παρούσας κεφάλαια. 
Κρατεί την υπόθεση, και δικάζει επί της από 27/12/18 και με αριθ. κατ. .../27-12-18 αγωγής κατά τα μεταβιβασθέντα στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κεφάλαια αυτής. 
Απορρίπτει ότι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει αυτήν. 
Υποχρεώνει την εναγομένη, να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό καθαρό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα τριών ευρώ και δέκα τριών λεπτών (4453,13 €), νομιμοτόκως έκαστο επιμέρους ποσό που συναπαρτίζει αυτό, από τα χρονικά σημεία που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας και μέχρι την εξόφληση. 
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό καθαρό ποσό των πέντε χιλιάδων εκατόν δέκα οκτώ ευρώ και ενενήντα ενός λεπτών (5118,91 €), νομιμοτόκως έκαστο επιμέρους ποσό που συναπαρτίζει αυτό, από τα χρονικά σημεία που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας και μέχρι την εξόφληση. 
Καταδικάζει την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε οκτακόσια ευρώ (800 €). 
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 13 Απριλίου 2020. 

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ