Εφετείο 2422/2020: Ποινική ρήτρα πιλότου αεροπλάνου να εργασθεί σε αεροπορική εταιρεία που με έξοδά της τον εκπαίδευσε μετά την εκπαίδευσή του για 4 έτη την οποία παραβίασε


Ποινική ρήτρα πιλότου αεροπλάνου να εργασθεί σε αεροπορική εταιρεία που με έξοδά της τον εκπαίδευσε μετά την εκπαίδευσή του για 4 έτη την οποία παραβίασε

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
4ο ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 

Αριθμός αποφάσεως
2422/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ - ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ)

Αποτελούμενο από το Δικαστή Παύλο Μαυρομάτη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε με διοικητική Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και την γραμματέα Ελισσάβετ Τσιτσικάου. 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος - εναγομένου: Ι. Ξ. του Α., κατοίκου Άμπου Ντάμπι Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (οδ. ..., C. C. A. R. V., A. R., A. D.) με Α.Φ.Μ. ..., τον οποίο εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Μ. Γ. Μ. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ... και Α.Φ.Μ. ...), ο οποίος κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π.../20-1-20 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών.
Της εφεσίβλητης - ενάγουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ''Αεροπορία Α. Α.Ε.'' με Α.Φ.Μ. ..., που εδρεύει στην Κ. Α. (οδ. Β., αρ. …) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ι. Η. Κ. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ... και Α.Φ.Μ. ...), ο οποίος κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π.../14-1-20 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών.


Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/2/13 και με αριθ. κατ. .../18-2-13 αγωγή καταβολής χρηματικής ποινικής ρήτρας από σύμβαση εργασίας, την οποία άσκησε η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία κατά του εναγομένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Η συζήτηση της αγωγής ορίσθηκε να γίνει στις 5/3/15 με αριθ. πιν. …, κατόπιν αναβολής στις 31/3/16 και κατόπιν νέας αναβολής (αποχή δικηγόρων) στις 29/1/18. Συζητηθείσης της αγωγής αντιμωλία των διαδίκων κατά την τελευταία ημερομηνία, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1321/21-6-19 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε την αγωγή ως ουσία βάσιμη.
Ο εναγόμενος με την από 26/7/19 έφεσή του (αριθ. εκθ. κατάθ. .../29-7-19), η οποία έλαβε αριθ. κατ. πράξεως προσδιορισμού δικασίμου .../29-7-19 στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, και προσδιορίσθηκε για να εκδικασθεί στην επί της αρχής της παρούσας αναφερομένη ημερομηνία με αριθ. πιν. 38, ζήτησε την εξαφάνιση της προσβαλλομένης και την ολοσχερή απόρριψη της αγωγής της αντιδίκου του. 
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος - εναγομένου παραστάθηκε στο Δικαστήριο και αναφέρθηκε στις προτάσεις του, τις οποίες ζήτησε να κάνει δεκτές το Δικαστήριο. 
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης - ενάγουσας δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αλλά κατέθεσε την από 17/1/20 δήλωσή του κατ’ άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις. 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 26/7/19 (αριθ. εκθ. κατάθ. .../29-7-19) έφεση, του πρωτοδίκως ηττηθέντος εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, κατά της πρωτοδίκως νικήσασας ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και της υπ’ αριθ. 1321/21-6-19 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 591 παρ. 1, 614 αριθ. 3, και 621 επ. ΚΠολΔ), αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης [άρθ. 1α΄, 3 παρ. 1, 19 όπως αντικ. με το άρθ. 4 παρ. 2 Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011), 495 παρ. 1 & 2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1, 522, 500 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την κατάργηση ή την αντικατάστασή τους, κατά περίπτωση, με το άρθ. 1 Ν. 4335/2015], δεδομένου ότι πιστό αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε στον εκκαλούντα με επιμέλεια της εφεσίβλητης στην 1/7/19 (σχ. επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας Α. Σ. Ι. Μ. επί αντιγράφου της εκκαλουμένης) και το δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 29/7/19 (σχ. υπ’ αριθ. .../29-7-19 έκθεση κατάθεσης δικογράφου εφέσεως της γραμματέα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών). Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθ. 533 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της αφενός δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθ. 495 παρ. 4 εδαφ. τελευταίο και 614 §3 ΚΠολΔ, ως αυτά ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 - Κ. Ρίζο σε Ν. Λεοντή, Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, 2018, σσ. 239), αφετέρου έχουν κατατεθεί από τους υπόχρεους προς τούτο πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων τα παράβολα προκαταβολής εισφορών και ενσήμων (άρθ. 61 παρ. 1 και 4 Ν. 4139/2013), ως αυτά αναφέρονται παραπάνω στα εισαγωγικά της παρούσας.

ΙΙ. Με την από 15/2/13 αγωγή της προς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίσθηκε ότι στις 9/10/09 προσέλαβε τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος με την ειδικότητα του χειριστή αεροσκαφών ως συγκυβερνήτης επί αεροσκαφών τύπου ''Airbus''. Ότι επειδή αυτός δεν διέθετε τα αναγκαία προσόντα και δεν κατείχε το προβλεπόμενο αεροπορικό πτυχίο για άσκηση τέτοιων καθηκόντων, συμφωνήθηκε να του χορηγηθεί η αναγκαία εκπαίδευση με δαπάνες της, ο δε εναγόμενος, ανέλαβε την υποχρέωση, μετά το επιτυχές πέρας της εκπαίδευσής του, να συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του προς αυτήν για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τεσσάρων (4) ετών. Ότι άλλως, δηλαδή σε περίπτωση αποχωρήσεώς του προ της παρόδου του χρονικού αυτού διαστήματος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει ως αποζημίωση για τις δαπάνες στις οποίες θα είχε προβεί αυτή χάριν της εκπαίδευσής του και αναλόγως του χρόνου που θα υπολείπεται για την συμπλήρωση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος ποσοστό από 100% μέχρι 0% του κόστους εκπαίδευσης, αναλόγως του χρόνου αποχώρησής του. Ότι το συνολικό κόστος εκπαίδευσης του εναγομένου ανήλθε στο ποσό των 40.314,42 €, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα για το σκοπό αυτό στην αγωγή έξοδα. Ότι ο εναγόμενος, πριν τη συμπλήρωση τριών (3) ετών από την πρόσληψή του αποχώρησε οικειοθελώς στις 15/7/2012 από την ενάγουσα, αρνούμενος να καταβάλει το προβλεπόμενο από την ανωτέρω σύμβαση για την περίπτωσή του ποσοστό του κόστους εκπαίδευσής του, το οποίο για αποχώρηση από δύο (2) έως τρία (3) χρόνια από την πρόσληψή του ανήρχετο στο 50% της συνολικής δαπάνης, ήτοι στο ποσό των 20.157,21 €. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζήτησε με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής ως (καταπεσούσα) ποινική ρήτρα, άλλως το ίδιο ποσό κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι αυτός κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της, αφού το ποσό αυτό θα δαπανούσε ο ίδιος για να αποκτήσει τα προσόντα που απέκτησε με την παρασχεθείσα εκπαίδευση και να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά της έξοδα. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε από το παραπάνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ως άνω ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η εκκαλουμένη οριστική απόφαση (υπ' αριθ. 1321/21-6-19). Αυτή αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, τόσο ως προς την κύρια όσο και ως προς την επικουρική της βάση επιστηρίζοντάς την στις διατάξεις των άρθ. 361, 648 επ., 669 παρ. 2, 404, 405, 904 επ., 346 ΑΚ, 907, 908 παρ. 1 και 176 ΚΠολΔ, μετ' εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε αυτήν ως και ουσία βάσιμη απορρίπτοντας μετά το αποδεικτικό της πόρισμα τους ισχυρισμούς του εναγομένου: α) περί αοριστίας της αγωγής (άρθ. 216 ΚΠολΔ), διότι ως προς την κύρια βάση της δεν εξειδικεύονταν ο συγκεκριμένος όρος της ποινικής ρήτρας, ήτοι η περιουσιακή αξία αυτής και τα πραγματικά γεγονότα που την θεμελίωναν κατά ποσό, και ως προς την επικουρική σε τι συνίστατο ο πλουτισμός του, με την αιτίαση ότι στην αγωγή αναφερόταν σχετικά με την ποινική ρήτρα η από 9/10/09 σύμβαση παροχής εργασίας αορίστου χρόνου, η συμφωνία περί ποινικής ρήτρας (όρος 4.14) και ο χρηματικός προσδιορισμός αυτής σε ποσοστό 50% του κόστους εκπαίδευσης του εναγομένου και η αιτία κατάπτωσής της, ήτοι η οικειοθελής αποχώρηση του εναγομένου από την εργασία του, και ως προς τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ότι ο πλουτισμός του εναγομένου συνίστατο στην εξοικονόμηση δαπάνης που ο ίδιος θα κατέβαλε για την εκπαίδευσή του για την απόκτηση πτυχίου χειριστή αεροσκαφών (συγκυβερνήτη) τύπου AIRBUS, την οποία δαπάνη κατέβαλε η ενάγουσα από την περιουσία της για αιτία που δεν επακολούθησε, διότι ο εναγόμενος αποχώρησε από την εργασία του· β) περί αντιθέσεως της ποινικής ρήτρας στα άρθ. 178, 179 και 281 ΑΚ, με την αιτίαση ότι δεν αναφέρονταν περιστατικά αντίθετα στα χρηστά ήθη (άρθ. 178 ΑΚ), ούτε και καταδυναστευτικής και αισχροκερδούς συμφωνίας (άρθ. 179 ΑΚ), αλλά και γιατί αποδείχθηκε ότι η ποινική ρήτρα συμφωνήθηκε για την περίπτωση υπαίτιας αδυναμίας του εναγομένου να εκπληρώσει την παροχή του και η κατάπτωση αυτής επήλθε ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη ζημίας της ενάγουσας· γ) περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας (άρθ. 281 ΑΚ), με την αιτίαση ότι δεν εκτίθεντο περιστατικά που καθιστούσαν τον συγκεκριμένο όρο της ποινικής ρήτρας αντίθετο στην συναλλακτική πίστη και στο γενικότερο συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και μάλιστα ''προφανώς'', δηλαδή που να προκαλεί εντύπωση έντονης αδικίας σε σχέση με το όφελος της ενάγουσας από την επιδίωξη ικανοποίησης της ένδικης αξίωσής της, αλλά ούτε και περιστατικά αδράνειας της ενάγουσας και μάλιστα επί μακρό χρόνο, ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση στον εναγόμενο ότι η ενάγουσα δεν θα ασκούσε την ένδικη αξίωσή της· δ) περί δυσαναλογίας της ποινικής ρήτρας και αιτήματος μειώσεως αυτής (άρθ. 409 ΑΚ), διότι δεν συνέτρεχε υπαιτιότητά του για την αθέτηση της υποχρέωσής του προς παροχή εργασίας στην ενάγουσα τουλάχιστον 4 ετών από την πρόσληψή του, αλλά η συμβατική αυτή παράβαση οφείλεται σε ενέργειες της ενάγουσας, ότι παρακολούθησε όλο το πρώτο μέρος και τμήμα του δεύτερου μέρους της εκπαίδευσής του, συνεκτιμώντας την οικονομική ευρωστία της ενάγουσας, με την αιτίαση ότι αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος αποχώρησε από την εργασία του οικειοθελώς, όπως ο ίδιος αναφέρει στο σχετικό έγγραφό του και δεν οφείλεται σε ενέργειες της ενάγουσας, ενώ το γεγονός ότι παρακολούθησε το πρόγραμμα της εκπαίδευσής του ενεργεί σε βάρος του και όχι υπέρ της μείωσης της ποινής, αφού η εκπαίδευσή του έγινε εξ ολοκλήρου με δαπάνες της ενάγουσας κι ενώ αυτή ανέμενε να κάνει απόσβεση της εν λόγω δαπάνης με την παροχή των υπηρεσιών του, αυτός υπαίτια παραβίασε τις συμβατικές του υποχρεώσεις επί ζημία της ενάγουσας, χωρίς να αρκεί μόνο το γεγονός της οικονομικής ευρωστίας της ενάγουσας για τη μείωση της ποινικής ρήτρας· και ε) ότι η μη εκπλήρωση της παροχής του ενάγοντος για εργασία στο συμβατικά καθορισμένο χρονικό διάστημα οφειλόταν σε γεγονός για το οποίο δεν είχε ευθύνη (άρθ. 342 ΑΚ), με την αιτίαση ότι δεν προβλήθηκε προφορικά στο ακροατήριο και με καταχώρησή του στα πρακτικά της δίκης (άρθ. 591 παρ. 1 περ. γ' ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν την αντικ. του με το Ν. 4335/1015 - ΟλΑΠ 2/2005 ΕλλΔνη 2005.689, ΑΠ 376/2018 ΔΕΝ 2019.71, ΑΠ 220/2014). Οι ως άνω παραδοχές του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προκάλεσαν τα με τους λόγους της έφεσης, στο σύνολό τους επτά (7), εισαγόμενα παράπονα του εναγομένου - εκκαλούντος, οι οποίοι στο σύνολό τους εκτιμώμενοι συνιστούν αιτιάσεις για ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, αλλά και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έτσι ώστε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της. Ειδικότερα, δια του τρίτου λόγου εφέσεως εισάγεται παράπονο για εσφαλμένη απόρριψη ως απαραδέκτου λόγω αοριστίας της ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος της ενάγουσας κατ' άρθ. 281 ΑΚ που είχε προτείνει. Η από το άρθ. 404 ΑΚ προβλεπόμενη σύμβαση γνήσιας ποινικής ρήτρας, με την οποία ο ένας των συμβαλλομένων υπόσχεται στον άλλον, ότι, εάν δεν εκπληρώσει ή δεν εκπληρώσει προσηκόντως την οφειλόμενη σ' αυτόν παροχή από άλλη ενοχή, θα του καταβάλει ένα χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο, αποτελεί παρεπόμενη συμφωνία, που αμέσως μεν στοχεύει ως ένα μέσον πιέσεως στην εξασφάλιση της εκπληρώσεως της κύριας ενοχής, περαιτέρω δε συνιστά ένα τρόπο αποζημιώσεως, την οποία υποχρεούται να καταβάλει ο ασυνεπής συμβαλλόμενος, αποκαθιστώντας έτσι την προξενούμενη από την εν λόγω συμπεριφορά του ζημία στον άλλο, χωρίς ωστόσο ο τελευταίος για την κατάπτωση της ποινικής ρήτρας να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει την ύπαρξη ή την έκταση της ζημίας του (άρθ. 405 παρ. 2 ΑΚ). Το δικαίωμα του δικαιούχου να ζητήσει την κατάπτωση της ποινικής ρήτρας, υπόκειται κατά την άσκησή του, όπως άλλωστε κάθε ιδιωτικό δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθ. 281 ΑΚ. Στο τελευταίο ορίζεται ότι, "η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός, ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, ή από πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006 ΕλλΔνη 2006.1331 = ΝοΒ 2006.1716, ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 1995.1531, ΑΠ 17/2011 ΧρΙΔ 2011.581). Περαιτέρω, κατά το άρθ. 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθ. 106 ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους, και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθ. 527 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το Εφετείο, στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνο για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών. Εξάλλου, η διάταξη του άρθ. 534 ΚΠολΔ, που προβλέπει αντικατάσταση των εσφαλμένων αιτιολογιών και απόρριψη της έφεσης, εάν το διατακτικό της απόφασης που έχει προσβληθεί με έφεση κρίνεται ορθό, δεν παρέχει στο Εφετείο, πριν από την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης με έφεση απόφασης, τη δυνατότητα να ερευνήσει παράπονα που δεν προβλήθηκαν με λόγους έφεσης ή ισχυρισμούς που δεν προβλήθηκαν από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης, αλλά προϋποθέτει ότι το Εφετείο ενεργεί χωρίς να υπερβαίνει τα οριοθετούμενα με τους λόγους της έφεσης όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. ΄Ετσι, εάν ο εναγόμενος παραπονείται με την έφεσή του, διότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αόριστη κάποια ένστασή του, το Εφετείο δεν έχει την εξουσία να ερευνήσει την νομική ή ουσιαστική βασιμότητα της ένστασης και εάν την κρίνει νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη να απορρίψει την έφεση και να αντικαταστήσει απλώς την αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης, χωρίς να την εξαφανίσει, αλλά οφείλει να περιορισθεί μόνο στην έρευνα του διατυπούμενου με το σχετικό λόγο της έφεσης παραπόνου και εάν κρίνει ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ένσταση ως αόριστη, ενώ αυτή ήταν ορισμένη, είναι υποχρεωμένο να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, μόνο δε μετά την εξαφάνισή της και διακράτηση της υπόθεσης, προς εξέταση της ουσίας της (άρθ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), μπορεί να ερευνήσει τη νομιμότητα και την ουσιαστική βασιμότητα της ένστασης. Εάν, χωρίς να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, το Εφετείο περιοριστεί να αντικαταστήσει, στην περίπτωση αυτή, την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, υπερβαίνει τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, δηλαδή λαμβάνει υπόψη λόγο έφεσης και συνεπώς "πράγμα", κατά την έννοια του άρθ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, που δεν προτάθηκε και έτσι ιδρύεται ο από το εδάφιο α΄ της τελευταίας αυτής διάταξης (άρθ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ) προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης. Σε αντίθετη λύση δεν οδηγεί μόνο το γεγονός ότι εάν η σχετική ένσταση είναι καταχρηστική δε δημιουργείται δυσμενέστερο δεδικασμένο για τον εφεσίβλητο - εναγόμενο, διότι κατά το άρθ. 330 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται όχι μόνο στις καταχρηστικές ενστάσεις που προτάθηκαν και απορρίφθηκαν κατ' ουσίαν, αλλά και σ' εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν, ως ένσταση δε που δεν προτάθηκε θεωρείται και εκείνη που απορρίφθηκε ως αόριστη. Η διάταξη του άρθ. 536 παρ. 1 ΚΠολΔ, που, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθ. 534 του ίδιου κώδικα, απαγορεύει, κατά την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, πριν από την εξαφάνισή της, την έκδοση απόφασης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα, και συνεπώς απόφασης με δυσμενέστερο γι' αυτόν δεδικασμένο, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, δεν επιτρέπει υπέρβαση των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αλλά προϋποθέτει ότι το Εφετείο ενεργεί μέσα στα όρια αυτά, οπότε μόνο δεν απαγορεύεται η έκδοση απόφασης (πριν από την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης), με ισοδύναμο προς την πρωτόδικη δεδικασμένο, η οποία δεν είναι επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 829/2007 ΝοΒ 2007.2078). Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος είχε προτείνει νομότυπα ότι η αγωγή της ενάγουσας ασκήθηκε καταχρηστικά, καθώς η συμπεριφορά της ερχόταν σε ευθεία αντίθεση τόσο με τον επικαλούμενο όρο της συμβάσεως εργασίας και την εν γένει συμπεριφορά της κατά την υπογραφή της συμβάσεως, όσο και με τη μέχρι τότε συμπεριφορά της έναντι των λοιπών εργαζομένων. Ειδικότερα ισχυρίσθηκε ότι ήταν ευρέως γνωστό ότι η συγκεκριμένη εκπαίδευσή του θα πραγματοποιείτο χωρίς έξοδα, λόγω δωρεάς εκ μέρους της εταιρίας ''Airbus'', από την οποία η ενάγουσα προμηθεύτηκε αεροσκάφη του συγκεκριμένου τύπου (Α320). Επίσης ότι μετά το πέρας αρκετοί από τους εκπαιδευόμενους αποφάσισαν να μην προχωρήσουν σε σύναψη συμβάσεως εργασίας με αυτήν, χωρίς η τελευταία να αξιώσει από αυτούς τα υποτιθέμενα έξοδα εκπαίδευσής τους. Ομοίως δε έπραξε η ενάγουσα και μετά την αποχώρηση (είτε κατόπιν οικειοθελούς παραιτήσεως, είτε κατόπιν απολύσεως) εργαζομένων της τους οποίους κατονόμασε, που και αυτοί εκπαιδεύθηκαν στην ίδια ομάδα με εκείνον και υπό τις ίδιες συνθήκες, χωρίς αυτή να αξιώσει αντίστοιχα έξοδα εκπαιδεύσεως. Η επίκληση των ως άνω πραγματικών περιστατικών συγκροτούν με επάρκεια το υπαγόμενο στη διάταξη του άρθ. 281 ΑΚ πραγματικό, που ως έννομη συνέπεια έχει την κατάφαση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος εφόσον αυτά αποδειχθούν (ΑΠ 1820/2008 Δ 2009.258). Γίνεται δε κατά τρόπο σαφή και πλήρη κατ' άρθ. 111 παρ. 2, 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1, 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, χωρίς νομική (ΑΠ 66/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 100/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ), ποσοτική ή ποιοτική αοριστία (ΑΠ 141/2018 ΝοΒ 2019.32, ΑΠ 108/2018 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 64/2009 ΝοΒ 2009.1166), εφόσον εκτίθεται συμπεριφορά της ενάγουσας, η οποία κατά τον ενιστάμενο εναγόμενο καθιστά μη ανεκτή την άσκηση του δικαιώματός της. Έσφαλε επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κήρυξε απαράδεκτο και θα πρέπει να γίνει δεκτός ο ως άνω λόγος εφέσεως και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη σύμφωνα με τα αμέσως ανωτέρω εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να κρατηθεί η υπόθεση και να (ανα)ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό, την νομική και ουσιαστική βασιμότητά της. Συναφώς, η με το ανωτέρω εκτεθέν περιεχόμενο η αγωγή παραδεκτά εισάγεται να δικασθεί σύμφωνα με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 663 αρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το Ν. 4335/2015, ως εκ του χρόνου ασκήσεως της αγωγής) και είναι ορισμένη τόσο ως προς την κύρια (αρθ. 406 παρ. 1 ΑΚ), αφού, μεταξύ άλλων, προκύπτει από αυτή, με σαφήνεια, η συναφθείσα κύρια σύμβαση (τόπoς, χρόνος, αντικείμενο, συμβαλλόμενοι κ.λ.π.), η συμφωνία περί ποινικής ρήτρας (η ποινική ρήτρα ότι έχει περιουσιακή αξία - Γ. Μπαλή, ΓενΕνχΔ, έκδ. 1969, § 100, αρ. 1, σσ. 339) και τα περιστατικά που επέφεραν την κατάπτωση της ποινής (υπαίτια αδυναμία παροχής) και την κατέστησαν, συνεπώς απαιτητή (Χρ. Κατσογιάννου σε Ι. Καράκωστα, ΑγΓενΕνχΔ, έκδ. 2016, σσ. 316), όσο και ως προς την επικουρική της (άρθ. 904 επ. ΑΚ) αφού, προκύπτει από αυτή, με σαφήνεια α) η παροχή για ορισμένη μελλοντική αιτία συμφωνηθείσα μεταξύ των μερών (εκπαίδευση και κόστος αυτής του εναγομένου ως χειριστή αεροσκαφών (συγκυβερνήτη) τύπου Airbus) και β) μη επακολούθηση της αιτίας για την οποία έγινε η παροχή (απασχόληση του εναγομένου επί 4ετία - ΑΠ 1460/2005 ΕλλΔνη 2005.184, ΑΠ 1358/1991 ΕλλΔνη 1991.1195, ΕφΙωαν 405/2005 ΑρχΝ 2007.176), ενώ δεν ήταν απαραίτητο στοιχείο της αγωγής ότι ο πλουτισμός σώζεται στα χέρια του εναγομένου κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ως αναφέρεται σε αυτήν (ΑΠ 226/1981 ΕΕΝ 48.994, Ε. Πραγιάννη - Μ. Ράμμου σε Ι. Καράκωστα, ΑγΕιδΕνχΔ, έκδ. 2017, σσ. 821). Πρέπει επομένως να απορριφθεί ως αβάσιμη η σχετική ένσταση περί αοριστίας της αγωγής που προέβαλε ο εναγόμενος. Περαιτέρω η αγωγή είναι νόμιμη, ως ευρίσκουσα έρεισμα στις διατάξεις των άρθ. 361, 648 επ., 669 παρ. 2, 404, 405, 904 επ., 346 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ). Συνεπώς, μετά την άρνηση του εναγομένου, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου μετά των νομίμων προσαυξήσεων για το αντικείμενό της που υπερβαίνει το όριο των 20.000 € της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (σχ. το με κωδικό ... καταβληθέν ποσό e-παραβόλου της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων).

ΙΙΙ. Ο εναγόμενος με τις νομότυπα κατατεθειμένες προτάσεις του, καθώς και με σχετική μνεία στα ίδια ως άνω πρακτικά συνεδριάσεως αποκρούοντας την ένδικη αγωγή, πλην της ως άνω αρνήσεως της ιστορικής βάσης της, ισχυρίζεται ότι η συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα είναι άκυρη ως αντικείμενη στις διατάξεις των άρθ. 404 επ., 178, 179 και 281 ΑΚ. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι α) η μη αναφορά στο σχετικό όρο (4.11) της συμβάσεως εργασίας του συγκεκριμένου ύψους των δαπανών εκπαίδευσης του λειτούργησε παραπλανητικά σε αυτόν, διότι εάν γνώριζε εξ αρχής το ύψος των δαπανών εκπαίδευσης, αλλά και το πραγματικό περιεχόμενο του συγκεκριμένου όρου της συμβάσεως, ότι δηλαδή καλύπτει και δαπάνες εκπαίδευσης για το προγενέστερο της συμβάσεως χρόνο, δεν θα υπέγραφε τη συγκεκριμένη σύμβαση εργασίας, προκειμένου να αποφύγει τις ανεπιεικείς συνέπειές της και να μη δεσμευθεί δυσανάλογα, αλλά θα επέλεγε να υπογράψει αντίστοιχη σύμβαση εργασίας με ανταγωνιστή της ενάγουσας, ο οποίος προσέφερε τη συγκεκριμένη εκπαίδευση στο συγκεκριμένο τύπο αεροσκάφους δωρεά, β) ο συγκεκριμένος όρος συνιστούσε υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση για εκείνον, καθώς καλούνταν να καταβάλει υπέρογκο χρηματικό ποσό ως ποινική ρήτρα και μάλιστα για εκπαίδευση την οποία ως ένα βαθμό είχε ήδη ολοκληρώσει στο παρελθόν στην ''Ακαδημία Πιλότων της S. A.'' έχοντας λάβει σχετικό πτυχίο, υποχρεώθηκε δε από εκείνη να επαναλάβει εξ αρχής παρά την γνωστοποίηση σε αυτήν των ανωτέρω, γ) η επίδικη ρήτρα ήταν καταχρηστική, διότι η ενάγουσα αξίωνε από εκείνον την κατάπτωσή της, ενώ εκείνη δεν είχε υποβληθεί σε έξοδα εκπαίδευσής του, διότι αυτή έλαβε χώρα με την αγορά αεροσκαφών και τη δωρεάν εκπαίδευση των χειριστών αυτών, και διότι η χρονική δέσμευση της απασχόλησής του σε αυτήν είναι δυσανάλογη με την εκπαίδευση διάρκειας 1,5 μηνών, καθώς και διότι για την ενεργοποίηση της σχετικής ρήτρας αρκούσε η κάθε πρόωρη αποχώρησή του και όχι μόνο εκείνη που προκαλούνταν από υπαιτιότητά του. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος εν σχέσει με την επίκληση αντίθεσης της ποινικής ρήτρας στα χρηστά ήθη, καθώς δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά αντίθετα σε αυτά. Επίκληση εκμετάλλευσης ανάγκης, ή κουφότητας, ή απειρίας του εναγομένου από όργανα της ενάγουσας δεν γίνεται στην αγωγή. Ο περιορισμός δε του δικαιώματος του εναγομένου στην εργασία επί 4ετία, ήτοι μετά το επιτυχές πέρας της εκπαίδευσής του το κόστος της οποίας είχε αναλάβει η ενάγουσα εργοδότρια εταιρεία, να συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην ενάγουσα και ο αποκλεισμός του από παράλληλη παροχή εργασίας σε άλλον εργοδότη, δεν δύναται να εκτιμηθεί ως υπερβολική δέσμευση της ελευθερίας του κατά την έννοια του άρθ. 179 εδ. α΄ ΑΚ, και δεν προσκρούει σε αυτήν, ούτε και σε εκείνες των άρθ. 5 §1 και 22 §1 Σ 1975/86/01/08/19, δεδομένου ότι αφενός ο εναγόμενος είχε εξασφαλισμένη εργασία για το χρονικό αυτό διάστημα και αντίστοιχη υψηλότατη αμοιβή λόγω της ειδικότητάς του (συγκυβερνήτης επί αεροσκάφους τύπου Airbus 319/320), αφετέρου δε είχε την δυνατότητα απελευθέρωσής του οποτεδήποτε καταβάλλοντας το αντίστοιχο ποσό που προέβλεπε η συμφωνηθείσα από αυτόν ποινική ρήτρα, η οποία ήταν προϊόν ελεύθερής του βούλησης (άρθ. 361 ΑΚ). Είθισται δε στο χώρο απασχόλησης στην αεροπλοΐας να συμφωνούνται τέτοιου είδους ρήτρες (σχ. η από 1/11/11 σύμβαση εργασίας της συζύγου του εναγομένου με την ενάγουσα). Περαιτέρω ως προς τον ισχυρισμό του ότι η επίδικη ρήτρα ήταν καταχρηστική, που τείνει να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθ. 281 ΑΚ, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι τα επικαλούμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν θεμελιώνουν κατά την κρίση του Δικαστηρίου καταχρηστικότητα αυτής. Επίσης ο εναγόμενος πρότεινε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος της ενάγουσας, ως ανωτέρω εκτέθηκε κατά την εξέταση του τρίτου λόγου εφέσεως. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στην ως άνω διάταξη, και μετά την άρνησή της από την ενάγουσα, πρέπει να εξετασθεί και από ουσιαστική άποψη. Ακόμη ο εναγόμενος πρότεινε τον ισχυρισμό ότι η μη εκπλήρωση της παροχής του οφείλεται σε γεγονός, για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη, και δη στο γεγονός ότι η ενάγουσα μονομερώς μείωνε τις μηνιαίες αποδοχές του, ότι προέβαινε σε ανακοινώσεις διαθεσιμότητας πληρωμάτων και υποαπασχόλησης, ότι πρότεινε πρόγραμμα πτήσης με άλλες εταιρίες σε συνδυασμό με άδεια άνευ αποδοχών από την ίδια κ.λ.π. Ο ισχυρισμός αυτός θεμελιώνει καταλυτική ένσταση της αγωγικής αξιώσεως (ΑΠ 1142/2019 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 1294/2018 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 1623/2014 ΝοΒ 2015.285, ΑΠ 352/2011 ΝοΒ 2011.1901, ΑΠ 1011/2010 ΝοΒ 2011.106), συναγομένης από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 404, 405 παρ. 1, 407, 340, 342 και 330 ΑΚ (ΑΠ 1848/2007 ΝοΒ 2008.809) και σε περίπτωση απόδειξής της έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής, καθώς ο εναγόμενος δεν περιέρχεται σε υπερημερία, η οποία αποτελεί προϋπόθεση της κατάπτωσης της ποινικής ρήτρας (ΑΠ 269/2012 ΝοΒ 2012.2012, ΑΠ 1980/2008 ΝοΒ 2009.935, ΑΠ 1484/2009 ΝοΒ 2010.430). Ωστόσο είναι απαράδεκτος, διότι δεν προβλήθηκε προφορικά στο ακροατήριο και με καταχώρησή του στα πρακτικά της δίκης, παρά μόνο προβλήθηκε και αναπτύχθηκε δια των προτάσεων του εναγομένου (άρθ. 591 παρ. 1 περ. γ' ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/1015 και ισχύει ενταύθα ως εκ του χρόνου ασκήσεως της αγωγής - ΟλΑΠ 2/2005 ΝοΒ 2005.1052 = ΕλλΔνη 2005.689, ΑΠ 376/2018 ΔΕΝ 2019.71, ΑΠ 220/2014 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 450/2013 ΝοΒ 2013.1912). Τέλος επικουρικά ο εναγόμενος πρότεινε ότι η συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα είναι δυσανάλογα μεγάλη και ζήτησε τη μείωσή της κατ' άρθ. 409 ΑΚ. Κατά το άρθ. 409 ΑΚ, αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, στο μέτρο που αρμόζει. Το δικαστήριο της ουσίας, για την διαμόρφωση της κρίσης του, ως προς το χαρακτήρα της ποινής ως δυσανάλογα μεγάλης και στη συνέχεια ως προς το μέτρο που πρέπει να μειωθεί, λαμβάνει υπόψη τα περιστατικά που συντρέχουν κατά περίπτωση και ιδίως το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την έκταση της συμβατικής παράβασης και το βαθμό του πταίσματος του οφειλέτη σε συνδυασμό με την τυχόν ωφέλεια, που ο ίδιος ή ο δανειστής πορίσθηκαν από την αθέτηση της σύμβασης, τα συμφέροντα του δανειστή που ενδεχομένως πλήγηκαν και επίσης την οικονομική κατάσταση των μερών (ΑΠ 201/2007 ΝοΒ 2007.1395, 1556, ΑΠ 605/2010 ΝοΒ 2010. 2009, 2327, ΑΠ 224/2012 ΝοΒ 2012.1779). Για τη μείωση της ποινικής ρήτρας, απαιτείται σχετικό αίτημα του οφειλέτη, που μπορεί να υποβληθεί και με ένσταση κατά της αγωγής του δανειστή με αντικείμενο την καταβολή της, πρέπει δε, για να είναι ορισμένο το σχετικό αίτημα, να γίνεται επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η δυσαναλογία της ποινής σε σχέση με την όλη ενοχική σχέση και τα ποιοτικά στοιχεία της (ΑΠ 1278/2017 ΤρΝμΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 1090/2011 ΤρΝμΠλ ΔΣΑ). Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η ένδικη ποινική ρήτρα πρέπει να μειωθεί στο προσήκον μέτρο, συνεκτιμώμενης της οικονομικής ευρωστίας της ενάγουσας, διότι αφενός δεν συνέτρεχε υπαιτιότητά του για την αθέτηση της υποχρέωσής του προς παροχή εργασίας σε αυτήν τουλάχιστον 4 ετών από την πρόσληψή του, αλλά η συμβατική αυτή παράβαση οφειλόταν σε ενέργειες αυτής, και αφετέρου διότι παρακολούθησε όλο το πρώτο μέρος και τμήμα του δεύτερου μέρους της εκπαίδευσής του. Η ως άνω ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της (άρθ. 216, 262 §1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ο εναγόμενος δεν εκθέτει περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η δυσαναλογία της ποινής σε σχέση με την όλη ενοχική σχέση και τα ποιοτικά στοιχεία της, όπως στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη εκτίθεται. 

IV. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης Π. Σ. και Α. Κ. αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, ακόμη και αν όλα δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθ. 671 ΚΠολΔ, ως ίσχυε), μεταξύ των οποίων και τα προσαγόμενα χωρίς τη δέουσα μετάφραση ξενόγλωσσα έγγραφα ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 1852/2017, ΑΠ 1627/2010, ΕφΑθ 189/2019 αδ. στο νομ. τυπ.), τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (αρθ. 395, 591 §1 ΚΠολΔ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1045/2017 ΤρΝομΠλ Δ.Σ.Α., ΑΠ 471/2016 ΤρΝομΠλ Δ.Σ.Α), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρεία αποτελεί τον μεγαλύτερο ιδιωτικό αερομεταφορέα ολοκληρωμένων υπηρεσιών στην Ελλάδα μεταφέροντας επιβάτες μέσω εκτενούς δικτύου εσωτερικών και διεθνών τακτικών δρομολογίων (προγραμματισμένες πτήσεις), ενώ παράλληλα εκτελεί εποχιακές ναυλωμένες πτήσεις (πτήσεις charter) σε σημαντικό αριθμό ελληνικών και διεθνών προορισμών εκμεταλλευόμενη στόλο μόνο αεροσκαφών της ευρωπαϊκής βιομηχανίας κατασκευής αεροσκαφών ''Airbus''. Κατά τον Απρίλιο του έτους 2009 η ενάγουσα εκδήλωσε ενδιαφέρον για την πρόσληψη συγκυβερνητών και προς τούτο ανήρτισε στο διαδίκτυο σχετική ανακοίνωση. Πληροφορηθείς τούτο ο 22ετής τότε εναγόμενος (γεν. 1/8/1987) εκδήλωσε ενδιαφέρον προσλήψεως και απέστειλε ηλεκτρονικά στις 20/4/09 στην ενάγουσα σχετικό βιογραφικό του σημείωμα. Ως τυπικά του προσόντα (licences and ratings) επικαλέσθηκε τους εξής τίτλους 1) JAR (Joint Aviation Requirements) ATPL (a) (frozen ATPL), 2) CPL (Commercial Pilot License) - ΜΕ, 3) ICAO (International Civil Aviation Organization) English Certificate και 4) MCC (Multi Crew Coordination) based on A320 (για το διάστημα από 4/5/09 έως 7/6/09 - ήτοι μεταγενέστερου του χρόνου σύνταξης του βιογραφικού), ενώ ως πτητική εμπειρία (Flight Experince) διέθετε συνολικά 219,7 ώρες. Εν συνεχεία ο εναγόμενος παρακολούθησε με επιτυχία από 4/5/09 έως 6/6/09 στη ''S. F. A.'' πρόγραμμα εκπαίδευσης συνεργασίας πολλαπλών πληρωμάτων (Extended MCC Course) και έλαβε τη σχετική βεβαίωση. Το πρόγραμμα περιελάμβανε 27 ώρες και 40 λεπτά στον τύπο αεροσκάφους Α320 της Airbus σε εξομοιωτή πλήρους κίνησης (σχ. από 6/6/09 βεβαίωση της S. F. A.). Στις 9/10/09 η ενάγουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον διευθύνοντα σύμβουλό της Δ. Γ., προσέλαβε τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να παράσχει τις υπηρεσίες του σε αυτήν ως υπάλληλος με την ειδικότητα του χειριστή αεροσκαφών, αρχικά ως συγκυβερνήτης επί αεροσκαφών τύπου Airbus και ενδεχομένως, στο μέλλον και επί παντός άλλου τύπου αεροσκάφους που αυτή θα διέθετε. Λόγω των ανεπαρκών για την ενάγουσα προσόντων του εναγομένου να αναλάβει απευθείας καθήκοντα συγκυβερνήτη αεροσκαφών τύπου Airbus A319/320/321 με δυναμικότητα από 138 (A319) έως 190 (A321) επιβατών (στη σύμβαση εργασίας αναφέρονται μόνο το JAR FCL frozen ATPL και το Πιστοποιητικό Υγείας Α' τάξεως), αλλά και λόγω της ιδιαίτερης ευαισθησίας της στην ασφάλεια των πτήσεων, δεδομένου ότι θεωρείται από τις πλέον ασφαλείς στο χώρο της αεροπλοΐας, η ενάγουσα ανέλαβε την εκπαίδευση του εναγομένου για τα αεροσκάφη που προοριζόταν να υπηρετήσει ως συγκυβερνήτης. Ρητά δε συμφωνήθηκε ενόψει του γεγονότος ότι η ενάγουσα ανέλαβε πλήρως το κόστος της εκπαίδευσής του, ότι ο εναγόμενος υποχρεούταν μετά το επιτυχές πέρας της εκπαίδευσής του, να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες του σε αυτήν: α) για χρονικό διάστημα 4 ετών, εφόσον εργάζεται σ' αυτή λιγότερο από 5 έτη και β) για χρονικό διάστημα 3 ετών, εφόσον εργάζεται σ' αυτή περισσότερο από 5 έτη. Σε περίπτωση αποχωρήσεώς του προ της παρόδου του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να αποζημιώσει την ενάγουσα για τις δαπάνες στις οποίες θα έχει αυτή προβεί χάριν της εκπαιδεύσεώς του, αναλόγως του χρόνου που θα υπολείπεται για την συμπλήρωση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος ως ακολούθως: Για υπηρεσία κάτω των πέντε (5) ετών: Αποχώρηση από μηδέν (0) έως ένα (1) χρόνο, το 100% του κόστους, αποχώρηση από ένα (1) έως δύο (2) χρόνια το 70% του κόστους, αποχώρηση από δύο (2) έως τρία (3) χρόνια το 50% του κόστους, αποχώρηση από τρία (3) έως τέσσερα (4) χρόνια το 30% του κόστους. Μετά την παρέλευση των τεσσάρων (4) ετών μηδέν (0%). Το ανωτέρω ποσό της δαπάνης εκπαιδεύσεώς του συμφωνήθηκε να καταβληθεί ως ποινική ρήτρα για την αθέτηση της υποχρεώσεώς του συνεχίσεως προσφοράς των υπηρεσιών του στην ενάγουσα, βάσει των προσόντων που θα είχε αποκτήσει με δαπάνες της. Σύμφωνα με τους ως άνω όρους της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, ο εναγόμενος που δεν είχε άλλο χρόνο προϋπηρεσίας στην ενάγουσα, έπρεπε να προσφέρει τις υπηρεσίες του με τους όρους που συμφώνησε στην ενάγουσα για τουλάχιστον 4 έτη, διαφορετικά θα κατέπιπτε η ως άνω γνήσια ποινική ρήτρα. Η αλλιώς, για να απελευθερωθεί ο εναγόμενος οποτεδήποτε μετά το επιτυχές πέρας της εκπαίδευσής του, έπρεπε να καταβάλει το ανάλογο ποσό της ποινικής ρήτρας που προέβλεπε η ως άνω σύμβαση. Πράγματι μετά το επιτυχές πέρας της εκπαίδευσής και την λήψη σχετικής πιστοποίησης ότι έχει συμπληρώσει την εκπαίδευσή του ικανοποιητικώς και σύμφωνα με τα ζητούμενα της νομοθεσίας περί πτυχίων και αδειών πτητικών προτύπων (FCL1), και σε εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από την ως άνω σύμβαση εργασίας ο εναγόμενος ανέλαβε καθήκοντα και προσέφερε τις υπηρεσίες του στην ενάγουσα με την ως άνω ιδιότητα. Πλην όμως όχι για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που δεσμευόταν από την ως άνω σύμβαση. Συγκεκριμένα στις 6/6/12 με το από ιδίας ημερομηνίας έγγραφό του προς την ενάγουσα ανήγγειλε σ’ αυτήν ότι αποχωρεί οικειοθελώς από την εργασία του στις 15/7/2012 χωρίς να αναφέρει το λόγο της αποχώρησής του. Εν συνεχεία η ενάγουσα ανήγγειλε στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού την οικειοθελή αποχώρησή του και έλαβε αριθ. πρωτ. .../17-7-12. Κατά την ημερομηνία αποχώρησής του ο εναγόμενος είχε συμπληρώσει χρόνο εργασίας στην ενάγουσα 2 ετών, 9 μηνών και 6 ημερών, ήτοι χρόνο λιγότερο της 4ετίας που όριζε η σύμβασή του με αποτέλεσμα να καταπέσει σε βάρος του η συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα για καταβολή κατά 50% του κόστους εκπαίδευσής του (αποχώρηση από δύο (2) έως τρία (3) χρόνια το 50% του κόστους). Η εκπαίδευση του εναγομένου έλαβε χώρα στο εκπαιδευτικό κέντρο της κατασκευάστριας εταιρίας αεροσκαφών ''Airbus'' στην Τουλούζη Γαλλίας για την απόκτηση σχετικού πτυχίου και περιελάμβανε εκπαίδευση αρχικού επιπέδου (θεωρητική και πρακτική σε εξομοιωτή πτήσεων) από 10/8/2009 μέχρι 28/8/2009 με κόστος 8.990 € και κανονική εκπαίδευση επί τύπου αεροσκάφους Airbus Α320 (όμοια θεωρητική και πρακτική) από 29/8/2009 μέχρι 4/10/2009 με κόστος 15.400 €, το οποίο κόστος περιελήφθη στο κόστος απόκτησης των αεροσκαφών από την εταιρία αυτή. Περαιτέρω παρασχέθηκε στον εναγόμενο εκπαίδευση σε 6 απογειώσεις - προσγειώσεις με σκάφος της ενάγουσας σε πτήση χωρίς επιβάτες με συνολικό κόστος 8.700 € (αεροσκάφος για 2 εκπαιδευόμενους επί 2 ώρες και 55 λεπτά με ωριαίο κόστος 6.000 €), ενώ η ενάγουσα κατέβαλε στον ενάγοντα για διάφορες δαπάνες αυτού 7.224,42 € (διαμονή σε ξενοδοχείο 3.954,40 €, διατροφή 3.174,51 €, μεταφορικά 39,61 €, τηλεφωνικές κλήσεις 55,90 €). Συνολικά η ενάγουσα δαπάνησε για την εκπαίδευση του εναγομένου 40.314,42 €, η δε καταπεσούσα ποινική ρήτρα ανέρχεται στο ήμισυ (50%) του κόστους αυτού, ήτοι σε 20.157,21 € (40.314,42 € χ 50%). Ο ισχυρισμός του εναγομένου, εξεταζόμενος ως άρνηση της αγωγής, ότι ουσιαστικά ''εξαναγκάσθηκε'' από την ενάγουσα σε παραίτηση λόγω επαπειλούμενων μειώσεων του μισθού του και του προσωπικού δεν αποδείχθηκε. Οι σχετικές ανακοινώσεις που επικαλείται είναι μεταγενέστερες της παραίτησής του, οι δε φερόμενες μειώσεις του μισθού του δεν αποδείχθηκε ότι έλαβαν χώρα. Εν πάσει περιπτώσει ο εναγόμενος δεν θεώρησε αυτές ως βλαπτική μεταβολή των συνθηκών εργασίας και δεν κατήγγειλε για αυτόν το λόγο τη σύμβαση εργασίας του. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος αφού έλαβε την αναγκαία για την πρόσληψή του εκπαίδευση (τόσο αρχικού επιπέδου, όσον και επί τύπου αεροσκάφους) χωρίς καμμία προσωπική του δαπάνη και αφού απέκτησε την πτητική εμπειρία (άνω των 1.500 ωρών πτήσης) την οποία απαιτούσε η αεροπορική εταιρεία ''ETIHAD'' των Αραβικών Εμιράτων, εγκατέλειψε την ενάγουσα και κατήρτισε στις 5/8/12 νέα σύμβαση εργασίας με την πρώτη, η οποία προσέφερε πολύ υψηλότερες αποδοχές (ο βασικός του πρώτος μηνιαίος μισθός συμφωνήθηκε σε 26000 AED = 6.547,87 €, τις οποίες ο ενάγων εσφαλμένα χαρακτηρίζει στις προτάσεις του ως ''σχετικά χαμηλές αποδοχές''). Το γεγονός ότι εντός περίπου 20 ημερών από την ως άνω αποχώρησή του από την ενάγουσα, συνεργάσθηκε με άλλη εταιρεία, καταδεικνύει προσχεδιασμό και προγραμματισμό του εναγομένου να εγκαταλείψει την ενάγουσα και να συνεργασθεί με άλλη αεροπορική εταιρεία η οποία φυσικά προσέφερε πολύ περισσότερα. Οι ισχυρισμοί του εναγομένου, στους οποίους βρήκε έδραση η υποβληθείσα από αυτόν ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας δεν αποδείχθηκαν ως και ουσία βάσιμοι. Συγκεκριμένα η εκπαίδευσή του δεν έγινε ανέξοδα για την ενάγουσα, αλλά η ως άνω αναφερόμενη δαπάνη της συμπεριελήφθη στο κόστος απόκτησης των αεροσκαφών ''Airbus'', ενώ τρεις από τους επικαλούμενους από αυτόν εργαζομένους που έλαβαν την ίδια εκπαίδευση δεν είχαν συμφωνήσει σχετική ποινική ρήτρα, άλλων δυο καταγγέλθηκε η σύμβασή τους από την ενάγουσα και άλλοι δύο κατέβαλαν ποσοστό του κόστους εκπαίδευσής τους. Ως εκ τούτων η αξίωση της ενάγουσας να απαιτήσει το ποσό της ποινικής ρήτρας κατά τα συμφωνηθέντα δεν αντίκειται στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου και πρέπει η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματός της να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Τα ανωτέρω δεν δύνανται να ανατραπούν από την περί του αντιθέτου κατάθεση τη μάρτυρος ανταποδείξεως Α. Κ., συζύγου του εναγομένου καθ’ όσον αυτή, λόγω της ιδιότητάς της αυτής μετέφερε στο ακροατήριο τις απόψεις του συζύγου της, οι οποίες δεν ενισχύθηκαν και από άλλα αποδεικτικά στοιχεία ώστε να σχηματισθεί πλήρης δικανική πεποίθηση περί της αληθείας τους. Τέλος από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφ’ όσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΕφΘεσ 3796/1990 Αρμ 1991.592, Ε. Κρουσταλλάκη, Η αξίωσις προς επίδειξιν εγγράφων μετά τον ΚΠολΔ, Δ 1970.647 επ., 650). Η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί στην αίτηση για επίδειξη εγγράφων θεμελιώνει τον από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή ήταν παραδεκτή και σύννομη, τουτέστιν να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενο του και να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (ΑΠ 2035/2009 ΧρΙΔ 2010.694, ΑΠ 1402/2008 ΝοΒ 2009.423, ΑΠ 1701/2007 ΝοΒ 2008.697, ΑΠ 1045/2004 ΕλλΔνη 2006.542). Στην προκείμενη περίπτωση, ο εναγόμενος δια των προτάσεών του ζήτησε, να υποχρεωθεί η ενάγουσα να επιδείξει 1) τα συγκεκριμένα τιμολόγια, από τα οποία προκύπτει ότι αυτή κατέβαλε στην εταιρία Airbus/CAE, δυνάμει συγκεκριμένων παραστατικών, τόσο για εκείνον, όσο και για το ''ζεύγος'' στην εκπαίδευση και τις πτήσεις, ήτοι τον χειριστή Θ. Τ. - Δ., το συνολικό ποσό 48.780,00 €, για εκπαίδευση αρχικού επιπέδου και κανονική εκπαίδευση, που έλαβε χώρα στην Τουλούζη, διάρκειας 8 εβδομάδων, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 10/08/2009 έως 04/10/2009, 2) τα τιμολόγια, από τα οποία προκύπτει ότι προέβη κατόπιν δικής του απαίτησης σε έξοδα για πρόσθετη εκπαίδευσή του, για την οποία κατέβαλε τόσο για αυτόν, όσο και για τον έτερο χειριστή, Θ. Τ. - Δ., το συνολικό ποσό των 17.400,00 €, 3) τα σχετικά παραστατικά από τα οποία να προκύπτει η καταβολή ποσών για την εκπαίδευση των λοιπών χειριστών αεροσκαφών της ομάδας που μετέβη στην Τολούζη την ίδια χρονική περίοδο, τις συμβάσεις εργασίας αυτών, τις αιτήσεις παραιτήσεως ή τις καταγγελίες συμβάσεων αυτών, καθώς και την εκ μέρους των χειριστών - εκπαιδευόμενων επιστροφή των υποτιθέμενων ποσών που δαπάνησε η ενάγουσα για την εκπαίδευσή τους και δη για τους εξής χειριστές αεροσκαφών Airbus 320: α) Μ. Β., με ημερομηνία πρόσληψης Νοέμβριο 2008 και ημερομηνία αποχώρησης Απρίλιο 2011, β) Α. Κ., με ημερομηνία πρόσληψης Οκτώβριο 2009 και ημερομηνία αποχώρησης Δεκέμβριο 2009, γ) C. Π., με ημερομηνία πρόσληψης Οκτώβριο 2009 και ημερομηνία αποχώρησης Μάιο 2012, δ) Ν. Κ., χειριστή αεροσκάφους τύπου Airbus 320, με ημερομηνία πρόσληψης Οκτώβριο 2009 και ημερομηνία αποχώρησης Μάιο 2012, ε) Θ. Τ. - Δ., με ημερομηνία πρόσληψης Οκτώβριο 2009 και ημερομηνία αποχώρησης Νοέμβριο 2012, στ) Ι. Γ., με ημερομηνία πρόσληψης Νοέμβριο 2009 και ημερομηνία αποχώρησης Αύγουστο 2012, ζ) Α. Κ., με ημερομηνία πρόσληψης Νοέμβριο 2009 και ημερομηνία αποχώρησης Μάρτιο 2013 και η) Σ. Τ., με ημερομηνία πρόσληψης Μάιο 2007 και αποχώρηση έτος 2012, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή της ενάγουσας. Το ως άνω αίτημα κρίνεται απορριπτέο, ως ουσία αβάσιμο, διότι τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους αρκούν για το σχηματισμό πλήρους δικανικής κρίσης. Ως εκ τούτου τα έγγραφα των οποίων ζητείται η επίδειξη δεν κρίνονται ουσιώδη, γιατί ουδέν επί πλέον αποδεικτικό στοιχείο θα προσέθεταν στην υπόθεση (ΜονΕφΑθ 4451/2014 αδ. στο νομ. τυπ., ΕφΛαρ 494/2011 ΤρΝομΠλ Δ.Σ.Α.). Κατόπιν όλων των ανωτέρω εκτεθέντων θα πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή της ενάγουσας ως βάσιμη και κατ' ουσίαν ως προς την κύρια βάση της, παρελκούσης της εξετάσεως της επικουρικής της ως προς την ουσία, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό ύψους 20.157,21 €, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης μέχρι την εξόφληση. Εξάλλου, εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, κατά τις διατάξεις των άρθ. 535 παρ. 1, 176, 178, 183, 189 παρ. 1 περ. γ΄ και 191 ΚΠολΔ (ΑΠ 1567/2010 ΝοΒ 2011.592, ΕφΛαμ 36/2013 ΤρΝομΠλ ''Νόμος'', ΕφΠειρ 141/2012 ΤρΝομΠλ ''Νόμος'', ΕφΛαμ 15/2011 και 18/2011 ΤρΝομΠλ ''Νόμος''), τα δε δικαστικά έξοδα, πρέπει να επιβληθούν και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του εναγομένου σε βάρος του (άρθ. 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), υπολογιζόμενα σύμφωνα με το άρθ. 69 παρ. 1 εδ. α΄ του Ν. 4194/2013 (Κώδικα Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθ. 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, που εφαρμόζονται στην περίπτωση που πρόκειται, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό (ΕφΑθ 5081/2018 αδ. στο νομ. τυπ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. 
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση. 
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 1321/21-6-19 εκκαλουμένη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. 
Κρατεί την υπόθεση, και δικάζει επί της από 15/2/13 και με αριθ. κατ. .../18-2-13 αγωγής. 
Απορρίπτει ότι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται αυτήν. 
Υποχρεώνει τον εναγόμενο, να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι χιλιάδων εκατόν πενήντα επτά ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (20.157,21 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει τον εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια διακόσια ευρώ (1200 €). 
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 13 Απριλίου 2020. 

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΣ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ