Εφετείο 2429/2020: υπερωρίες, υπερεργασία, άδειες, αποζημίωση απόλυσης, μισθοί υπερημερίας από μη αποδοχή εργασίας πριν την καταγγελία


Ηλεκτρολόγος Στ΄ σε εταιρεία κατασκευής εργων ΔΕΗ - υπερωρίες, υπερεργασία, άδειες, αποζημίωση απόλυσης, μισθοί υπερημερίας από μη αποδοχή εργασίας πριν την καταγγελία


ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
4ο ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως
2429/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ - ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ)

Αποτελούμενο από το Δικαστή Παύλο Μαυρομάτη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε με διοικητική Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και την γραμματέα Ελισσάβετ Τσιτσικάου. 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος - ενάγοντος: Ι. Μ. του Α. με Α.Φ.Μ. ..., κατοίκου Ν. Ι. Α. (οδ. Μ., αριθ. …), τον οποίο εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος του Μ. Π. Α. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ... και Α.Φ.Μ. ...), η οποία κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π.../3-2-20 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών.
Της εφεσίβλητης - εναγομένης: Ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία Ε. Τ. Κ. Ε.Ρ.Τ.Ε.Κ.Α.   με Α.Φ.Μ. ..., που εδρεύει στην Α… (οδ. Α., αριθ. …) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Π. Δ. Ζ. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ... και Α.Φ.Μ. ...), ο οποίος κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π.../7-2-20 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/7/14 και με αριθ. κατ. .../22-7-14 αγωγή καταβολής αμοιβών από εργασία (αποδοχές μη ληφθείσης αδείας, μισθούς υπερημερίας, αποζημίωση λόγω απόλυσης,  αποδοχές για υπερεργασία και υπερωρία και εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές), την οποία άσκησε ο ενάγων κατά της εναγομένης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Η συζήτηση της αγωγής ορίσθηκε να γίνει στις 11/2/15 με αριθ. πιν. …. και κατόπιν αναβολής στις 23/10/15, οπότε και ματαιώθηκε. Ο ενάγων με την από 26/10/15 και αριθ. κατ. .../2015 κλήση του επανέφερε προς συζήτηση την ως άνω αγωγή και η συζήτησή της ορίσθηκε να γίνει στις 22/4/16 και κατόπιν αναβολής στις 18/1/17. Συζητηθείσης της αγωγής αντιμωλία των διαδίκων μερών κατά την ως άνω τελευταία ημερομηνία εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1042/20-9-17 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη.
Ο ενάγων - εκκαλών με την από 19/9/19 έφεσή του (αριθ. εκθ. κατάθ. .../19-9-19), η οποία έλαβε αριθ. κατ. πράξεως προσδιορισμού δικασίμου .../23-9-19 στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, και προσδιορίσθηκε για να εκδικασθεί στην επί της αρχής της παρούσας αναφερομένη ημερομηνία με αριθ. πιν. 36, ζήτησε την εξαφάνιση της προσβαλλομένης και την ολοσχερή αποδοχή της αγωγής του. 
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος - ενάγοντος δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αλλά κατέθεσε την από 3/2/20 δήλωσή της κατ’ άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις. 
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης - εναγομένης παραστάθηκε στο Δικαστήριο και προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις. 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 19/9/19 (αριθ. εκθ. κατάθ. .../19-9-19) έφεση, του ηττηθέντος ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, κατά της πρωτοδίκως νικήσασας εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης και της υπ’ αριθ. 1042/20-9-17 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 591 παρ. 1, 664 επ. ΚΠολΔ, ως ίσχυαν πριν την τροποποίηση ή κατάργησή τους με το άρθ. 1 Ν. 4335/2015, ως εκ του χρόνου ασκήσεως της αγωγής, ήτοι πριν την 1/1/2016), αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον εκ των στοιχείων του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, ούτε και οι διάδικοι επικαλούνται το αντίθετο, και εντός διετίας από την δημοσίευση αυτής (η εκκαλουμένη δημοσιεύθηκε στις 20/9/17 και η έφεση ασκήθηκε με κατάθεση του πρωτοτύπου του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 19/9/19 - άρθ. 1α΄, 3 παρ. 1, 19 όπως αντικ. με το άρθ. 4 §2 Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011), 495 §§1 & 2, 496, 499, 511, 513 §1β΄, 516 §1, 517, 518 §2, 520 §1, 522, 500 και 144 §1 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την κατάργηση ή την αντικατάστασή τους, κατά περίπτωση, με το άρθ. 1 Ν. 4335/2015). Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και εντός των ορίων των λόγων της (άρθ. 522 §1 και 533 ΚΠολΔ), από το αρμόδιο προς αυτό καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστήριο τούτο (άρθ. 19 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής αφενός δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθ. 495 §4 εδαφ. τελευταίο και 614 §3 ΚΠολΔ, ως αυτά ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 - Κ. Ρίζο σε Ν. Λεοντή, Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2018, σσ. 239), αφετέρου έχουν κατατεθεί από τους υπόχρεους προς τούτο πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων τα παράβολα προκαταβολής εισφορών και ενσήμων (άρθ. 61 παρ. 1 και 4 Ν. 4139/2013), ως αυτά αναφέρονται παραπάνω στα εισαγωγικά της παρούσας.

ΙΙ. Με την από 21/7/14 και με αριθ. κατ. .../22-7-14 αγωγή του, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίστηκε ότι με την επαγγελματική του ειδικότητα ως Ηλεκτρολόγου ΣΤ΄ τάξεως δυνάμει της από 15/3/11 προφορικής συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσελήφθη από την εναγομένη εταιρία, η οποία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά με την ανάληψη και εκτέλεση κατασκευαστικών, ηλεκτρολογικών, μηχανολογικών και υδραυλικών έργων, προκειμένου να απασχοληθεί ως εργοδηγός σε έργο της ΔΕΗ στην περιοχή Φ. - Κ. Α., που αυτή είχε αναλάβει. Ότι κατά τους όρους της συμβάσεως θα απασχολείτο υπό καθεστώς πενθήμερης εργασίας και επί 8 ώρες ημερησίως, αλλά και ευρισκόμενος σε ετοιμότητα επί 24ώρου βάσεως, αντί μηνιαίας καθαρής αμοιβής ύψους 3.500 €, στην οποία θα περιλαμβανόταν και η παροχή εργασίας του για δύο Σαββατοκύριακα μηνιαίως επί 8 ώρες ημερησίως. Ότι δεν τηρήθηκαν οι ως άνω όροι της συμβάσεως και εργαζόταν επτά ημέρες την εβδομάδα (ήτοι όλα τα Σαββατοκύριακα πέραν των δύο ως ανωτέρω συμφωνηθέντων) επί 15 ώρες ημερησίως, χωρίς εβδομαδιαία ανάπαυση και χωρίς να λάβει την αναλογούσα αμοιβή για την εν λόγω απασχόλησή του. Ότι η εναγομένη δια του αρμοδίου οργάνου της ανήγγειλε ψευδώς στην αρμόδια διοικητική αρχή ότι η πρόσληψή του έλαβε χώρα στις 26/4/11, δηλώνοντας ότι ελάμβανε κατώτερες από τις καταβαλλόμενες αποδοχές, ως ειδικότερα εκτίθεται, γεγονός το οποίο πληροφορήθηκε μετά την απόλυσή του στις 12/2/14. Ότι στις 3/1/14 η εναγομένη δια των προστηθέντων οργάνων της του ανακοίνωσε προφορικώς ότι δεν θα δέχεται εφεξής τις υπηρεσίες του, επειδή τον θεωρούσε υπεύθυνο για την απώλεια 53 ξύλινων στύλων ιδιοκτησίας της ''Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε. ΑΕ'', δηλώνοντας κατά αυτόν τον τρόπο την πρόθεση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του, πλην όμως αυτός συνέχισε να προσέρχεται κανονικά στην εργασία του μέχρι τις 7/1/14, οπότε διαπίστωσε ότι είχε αντικατασταθεί στα καθήκοντά του από άλλον εργαζόμενο, ενώ ο εκπρόσωπός της του ζήτησε να μην εμφανισθεί άλλη φορά στο εργοτάξιο. Ότι εξαιτίας αυτού προσέφυγε στις 8/1/14 στην Επιθεώρηση Εργασίας καταγγέλλοντας την ως άνω συμπεριφορά της εναγομένης. Ότι την παραμονή της συζήτησης της ως άνω προσφυγής η εναγομένη του κοινοποίησε την από 5/2/12 (το έτος προφανώς από παραδρομή έχει αναγραφεί ως 2012) εξώδικη δήλωση με την οποία του δήλωσε ότι δεν έχει προβεί σε καταγγελία της σύμβασής του, αλλά ότι διερευνά το ως άνω περιστατικό της απώλειας των 53 στύλων και τον κάλεσε να προσέλθει στο εργοτάξιο για να δώσει εξηγήσεις για το ανωτέρω περιστατικό, χωρίς να αποσαφηνίζει τη θέση της για το μέλλον της εργασιακής του σχέσης. Ότι η συζήτηση της προσφυγής στην Επιθεώρηση Εργασίας αναβλήθηκε, κατόπιν αιτήματος του πληρεξουσίου δικηγόρου της εναγομένης, για τις 24/2/14 και την ίδια ημέρα προσήλθε στην εργασία του, πλην όμως και πάλι του απαγορεύθηκε η είσοδος στο εργοτάξιο. Ότι απέστειλε στην εναγομένη την από 11/2/14 εξώδικη απάντησή του, δίδοντας όλες τις απαραίτητες εξηγήσεις για τους 53 στύλους της ''Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε. Α.Ε.'', αλλά και για τις κατηγορίες περί δήθεν ελλειμμάτων υλικών από δική του υπαιτιότητα και κάλεσε την εναγόμενη να αποφασίσει για την τύχη της εργασιακής του σχέσης, είτε αποδεχόμενη τις υπηρεσίες του, είτε καταγγέλλοντας αυτήν, ενώ παράλληλα αξίωσε να του καταβληθούν οι αποδοχές των μηνών Δεκεμβρίου 2013, Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2014, καθώς και οι αποζημιώσεις μη ληφθείσας αδείας των ετών 2011, 2012 και 2013, τις οποίες δεν είχε λάβει. Ότι η εναγομένη δια των προστηθέντων οργάνων της τον διαβεβαίωνε ότι δεν επρόκειτο να καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας του και ότι σύντομα θα επανερχόταν στα καθήκοντά του και ότι εν όψει τούτου ανακάλεσε την ως άνω καταγγελία του στην Επιθεώρηση Εργασίας. Ότι, η εναγομένη, όντας ασυνεπής στα ανωτέρω, περί τα μέσα Μαρτίου του έτους 2014 του δήλωσε δια των αρμοδίων οργάνων της ότι προτίθεται να προβεί στο τέλος του αυτού μηνός σε νομότυπη καταγγελία της σύμβασής του καταβάλλοντάς του προκαταβολικά το ποσό των 500 € για την νόμιμη αποζημίωση απόλυσης και το υπόλοιπο ποσό αυτής τμηματικά. Ότι στις 31/3/14 υπέγραψε έγγραφο καταγγελίας που του παρέδωσε αρμόδιο όργανο προς τούτο της εναγομένης και του κατέβαλε ποσό 1500 € ως προκαταβολή για την αποζημίωση απόλυσης, ενώ του ζητήθηκε επιπλέον και πίστωση χρόνου για την εξόφληση της αποζημίωσης μη ληφθείσης αδείας των ετών 2011, 2012 και 2014. Ότι περί τα μέσα Μαΐου του έτους 2014 και καθώς η εναγομένη εκώφευε στις σχετικές οχλήσεις του για εξόφληση οφειλομένων αξιώσεών του, προσέφυγε στον ΟΑΕΔ, οπότε και πληροφορήθηκε το πρώτον ότι η εναγομένη, εν αγνοία του είχε ήδη από 12/2/14 προβεί σε αναγγελία οικειοθελούς του αποχωρήσεως από την εργασία του, ενώ παράλληλα διαπίστωσε ότι στις 31/3/14 ο ίδιος είχε υπογράψει έντυπο καταγγελίας, αναφορικά με σύμβαση εργασίας που φέρεται ότι είχε συνάψει με την εταιρία με την επωνυμία ''Τ. Τ. και Ε. Α.Ε.'' και με το διακριτικό τίτλο ''Ε. Α.Ε.'', στην οποία και φερόταν να έχει απασχοληθεί από 31/3/14 έως 4/4/14. Ότι η εναγομένη δεν του χορήγησε την αναλογούσα ετήσια κανονική του άδεια των ετών 2011, 2012 και 2014. Ότι επειδή η εναγομένη έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του από τις 3/1/14, κατέστη υπερήμερη εργοδότρια και του οφείλει μισθούς υπερημερίας μέχρι τις 31/3/14 οπότε κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του. Ότι κατά την τελευταία ως άνω ημερομηνία δεν του καταβλήθηκε η πλήρης αποζημίωση απόλυσης πλην του ποσού των 2000 € και πρέπει να του καταβληθεί το νόμιμο ποσό αφαιρουμένου του ως άνω καταβληθέντος. Ότι κατά τα έτη 2011, 2012 και 2013, πραγματοποίησε υπερεργασία και παράνομη υπερωρία, καθώς και εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα σε αυτήν με αντίστοιχες αξιώσεις που δεν ικανοποιήθηκαν από την εναγομένη. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, όπως νομοτύπως περιόρισε εν μέρει το καταψηφιστικό αντικείμενο της αγωγής του σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθ. 224, 295 παρ.1β, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ - ΟλΑΠ 3/2008 ΑρχΝ 2009.172, ΟλΑΠ 30/2007 ΝοΒ 2007.2388, ΑΠ 1314/2009 ΝοΒ 2010.162), ζήτησε, με απόφαση που θα κηρυσσόταν προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει: 1) Ποσό 10,570 € για αποδοχές μη ληφθείσης αδείας των ετών 2011, 2012 και 2014 από υπαιτιότητα της εναγομένης, 2) ποσό 10.833,33 € για αποζημίωση λόγω απόλυσης, και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει α) ποσό 10.500 € για μισθούς υπερημερίας κατά το χρονικό διάστημα από 3/1/14 έως 31/3/14, β) ποσό 63.900,85 €, για παροχή εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου και της Κυριακής (πέραν των δύο συμφωνηθέντων μηνιαίως Σαββατοκύριακων), υπερεργασίας, και υπερωριακής απασχόλησης κατά το έτος 2011, γ) ποσό 63.624,95 €, για παροχή εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου και της Κυριακής (πέραν των δύο συμφωνηθέντων μηνιαίως Σαββατοκύριακων), σε παροχή υπερεργασίας, παράνομης υπερωριακής απασχόλησης κατά το έτος 2012, ε) ποσό 46.565,30 €, για παροχή εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου και της Κυριακής (πέραν των δύο συμφωνηθέντων μηνιαίως Σαββατοκύριακων), υπερεργασίας, και υπερωριακής απασχόλησης κατά το έτος 2013, και στ) να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε από το παραπάνω Δικαστήριο, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ως άνω ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η εκκαλουμένη οριστική απόφαση (υπ' αριθ. 1042/20-9-17). Αυτή αφού με επάλληλη αιτιολογία απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη κατά τα αιτήματα της καταβολής μισθών υπερημερίας και αποζημίωσης απόλυσης αφενός, λόγω ασκήσεώς τους εκτός των προθεσμιών του άρθ. 6 παρ. 1 και 2 Ν. 3198/1995, δεχόμενη ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος έλαβε χώρα στις 3/1/14 και αφετέρου ως μη σωρευθείσες κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθ. 219 ΚΠολΔ), καθώς επίσης την επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού (αρθ. 904 ΑΚ), ως μη νόμιμη, με την αιτίαση ότι δεν εκτίθετο αν λείπουν ή αν είναι ανίσχυρες οι προϋποθέσεις της αξίωσης από τη σύμβαση ή αδικοπραξία, και ομοίως του αιτήματος περί κηρύξεως της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, ως μη νόμιμο, με την αιτίαση ότι οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν περιέχουν καταψήφιση, έκρινε κατά τα λοιπά την αγωγή ορισμένη και νόμιμη επιστηρίζοντάς την κατά τα κύρια και παρεπόμενά της αιτήματα στις διατάξεις των άρθ. 341, 345, 346, 648 επ., 655 ΑΚ, 1, 2 § 1 εδ. γ΄ και 3 §§ 1 και 3 Α.Ν. 539/1945, 10 Ν. 3846/2010, 1 Ν. 3385/2005, 74 §10 Ν. 3863/2010, Ν. 435/1976, 10 παρ. 1 β.δ. 748/1966, 70 και 176 ΚΠολΔ, και μετ' εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα του πρώτου βαθμού στον ηττηθέντα ενάγοντα. Η απορριπτική αυτή εις βάρος του ενάγοντος κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προκάλεσε τα με τους λόγους της έφεσης, στο σύνολό τους τρεις (3), εισαγόμενα παράπονα του ενάγοντος - εκκαλούντος, οι οποίοι στο σύνολό τους εκτιμώμενοι συνιστούν αιτιάσεις για ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, αλλά και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έτσι ώστε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της. Ειδικότερα δια του πρώτου λόγου εφέσεως του εκκαλούντος - ενάγοντος πλήττεται η εκκαλουμένη διότι κατά παράβαση του νόμου και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε ότι τα αγωγικά του αιτήματα για καταβολή μισθών υπερημερίας για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του έτους 2014 και για αποζημίωση λόγω απολύσεως ετύγχαναν απαράδεκτα λόγω παρόδου της τρίμηνης και εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας αντιστοίχως που τάσσει το άρθ. 6 Ν. 3198/1955 για την άσκηση τοιούτων αξιώσεων δια σχετικής αγωγής. Από την υπ' αριθ. 9341 Β/28-7-14 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Π. Γ. Κ. προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ως άνω αγωγής επιδόθηκε στις 28/7/14 στην εναγομένη, ημερομηνία κατά την οποία άρχονται οι ουσιαστικές συνέπειες του νόμου (άρθ. 221 §1 περ. γ ΚΠολΔ). Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της ως άνω αγωγής, ο ενάγων οριοθετεί τον χρόνο της (άκυρης) καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του στις 31/3/14 και παράλληλα την άρνηση της εναγομένης να αποδεχθεί τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του στις 3/1/14. Αιτείται δε την καταβολή μισθών υπερημερίας μετά τις 3/1/14 και μέχρι τις 31/3/14 που ισχυρίζεται ότι τελικά έλαβε χώρα η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του και τη συμπληρωματική διαφορά της αποζημίωσης απόλυσης. Ως προς το πρώτο αίτημα, η σχετική αξίωση του ενάγοντος δεν υπόκειται στην τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθ. 6 §1 Ν. 3198/1955, διότι αφορά μισθούς υπερημερίας που δεν πηγάζουν από την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, η οποία φέρεται κατά τους ισχυρισμούς ενάγοντα να έχει λάβει χώρα στις 31/3/14, αλλά από τις κοινές διατάξεις των άρθ. 349 επ. και 656 ΑΚ, εκ των οποίων οι παραγόμενες αξιώσεις υπόκεινται σε 5ετή παραγραφή (άρθ. 250 αριθ. 17 ΑΚ), μη λαμβανομένης υπόψη αυτεπαγγέλτως, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Ως προς το δεύτερο αίτημα, που αφορά την καταβολή συμπληρωματικού ποσού αποζημίωσης απόλυσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, αυτή έχει ασκηθεί εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθ. 6 §2 Ν. 3198/1955, αφού από το χρόνο της φερόμενης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος (31/3/14) έως το χρόνο επίδοσης της αγωγής (28/7/14) δεν έχει συμπληρωθεί ο ως άνω χρόνος. Δια του δευτέρου λόγου εφέσεως ο εκκαλών -ενάγων, μέμφεται την εκκαλουμένη για την επάλληλή της απορριπτική αιτιολογία, κατ’ επίκληση πλημμελειών από τα άρθ. 218, 219 ΚΠολΔ και 656 ΑΚ, ότι τα ως άνω ίδια αγωγικά του αιτήματα τυγχάνουν και πάλι απαράδεκτα διότι προβάλλονται σωρευτικά και όχι κατά δικονομική επικουρικότητα. Ως ανωτέρω εκτέθηκε κατά την εξέταση του πρώτου λόγου εφέσεως, οι αιτούμενοι μισθοί υπερημερίας του ως άνω χρονικού διαστήματος δεν βρίσκουν νομικό έρεισμα στις διατάξεις της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας (άρθ. 6 Ν. 3198/1955), αλλά σε εκείνες των άρθ. 349 επ. και 656 ΑΚ, οι οποίες δεν προκαλούν δικονομικό κώλυμα στην αντικειμενική σώρευσή τους (άρθ. 218 ΚΠολΔ) με την αποζημίωση απόλυσης και δεν απαιτείται για τη διεκδίκησή τους δικονομική επικουρικότητα (αρθ. 219 ΚΠοΛΔ). Συνεπώς η εκκαλουμένη που απέρριψε τα ως άνω κεφάλαια της αγωγής, ως απαράδεκτα, δια των ως άνω επάλληλων αιτιολογιών παραβίασε ευθέως τις ως άνω αναφερόμενες κατά την εξέταση των σχετικών λόγων εφέσεως διατάξεις. Πρέπει επομένως να εξετασθεί η ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής ως προς αυτά, δεδομένου ότι είναι ορισμένα (άρθ. 216 ΚΠολΔ) και νόμιμα, ως ευρίσκοντα έρεισμα στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθ. 349 επ., 656 ΑΚ, 1 και 3 Ν. 2112/20, 2 και 5 §3 Ν. 3198/55, όπως αντικ. με το άρθ. 2 §4 Ν. 2556/97, και 1 Ν. 1082/80, χωρίς την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά τα κεφάλαιά της αυτά, στο στάδιο τούτο, καθώς υφίσταται το ενδεχόμενο να προκύψει απόρριψη αυτών στην ουσία τους και ως εκ τούτου χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος χωρίς να έχει ασκηθεί από τον εφεσίβλητο αυτοτελής έφεση ή αντέφεση (άρθ. 536 § 1 ΚΠολΔ) που αφορούν τα ίδια κεφάλαια [Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2009, σσ. 444, Μ. Μαργαρίτη, Ζητήματα από την εφαρμογή της αρχής περί μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος. Διάκριση ανάλογα με το στάδιο της έκκλητης δίκης, παρατ. υπό ΑΠ 1951/2007, ΝοΒ 2008.917, Σ. Τσαντίνης, Η απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντα (αρχή της ''non reformatio in pejus''), σε: Συλλογικό Έργο, Τιμητικός Τόμος Νικολάου Θ. Νίκα, έκδ. 2018, σσ. 1067-1088], πράξη στην οποία δεν δύναται να προβεί το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Δια του τρίτου λόγου εφέσεως κατά το νοηματικό του περιεχόμενο πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και δη ως τις προς κατ’ ιδίαν παραδοχές της, συνεπεία των οποίων δέχθηκε τα ανωτέρω και απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Η εναγομένη προς απόκρουση της εφέσεως δια των προτάσεών της, επί του σώματος των οποίων έχει μεταφέρει κατά λέξη (mot a mot) εκείνες της πρωτοβάθμιας δίκης προς εξουδετέρωση της ένδικης αγωγής, καθιστώντας τις παραδεκτά ενιαίο κείμενο (ΑΠ 696/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 982/2013 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 476/2011 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, κατά τις οποίες δεν πρόκειται για αποκλειομένη από το άρθ. 240 ΚΠολΔ ενσωμάτωση), επανέφερε παραδεκτά, κατ' αρθ. 240 ΚΠολΔ, τους ισχυρισμούς που είχε προτείνει νομοτύπως (με επιγραμματική καταχώριση στα πρακτικά) και πρωτοδίκως, τους οποίους το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υποχρεούται να (επαν)εξετάσει. Δι' αυτών (επανα)προτείνει τον ισχυρισμό περί παροχής της εργασίας του ενάγοντος ως διευθύνοντος υπαλλήλου και δη ως εργοταξιάρχου, με την αιτίαση ότι αυτός ελάμβανε ιδιαίτερα υψηλές αποδοχές οι οποίες, όπως συνομολογεί ανέρχονταν στο ποσό των 3.500 € μηνιαίως ''καθαρά'', είχε απόλυτη εργοδοτική εξουσία στο εργοτάξιο, καθώς ήταν επικεφαλής και γενικός διευθυντής του προσωπικού αυτού, ήτοι ευρίσκετο στην κορυφή της ιεραρχίας του εργοταξίου, αναφερόταν απευθείας και μόνο στο νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης Γ. Ψ. για την πορεία των εργασιών του εργοταξίου και τούτο συνέβαινε, συνήθως, άπαξ μηνιαίως, χωρίς να δέχεται οποιαδήποτε εντολή, οδηγία ή κατεύθυνση για την καθημερινή λειτουργία του εργοταξίου, επέλεγε και υποδείκνυε στην εταιρεία την πρόσληψη εργαζομένων και αντίστοιχα επέλεγε κατά την κρίση του για τους εργαζόμενους, που έπρεπε να απολυθούν, προγραμμάτιζε σε συνεργασία με την αντισυμβαλλόμενη ''Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε. Α.Ε.'' τις εργασίες που θα πραγματοποιούνταν, μεταβαίνοντας σχεδόν καθημερινά στα γραφεία της τελευταίας, καθόριζε τη σύνθεση των συνεργείων που θα απασχολούνταν σε κάθε κατά τόπο έργο, ήτοι όριζε τον εργοδηγό του κάθε συνεργείου και τους εργαζόμενους (οδηγούς, χειριστές, εργάτες κ.α.) που θα τα στελέχωναν, ενώ κατά την απόλυτη κρίση του επισκεπτόταν τα συνεργεία για να ελέγξει την πρόοδο των εργασιών, ενέκρινε τις άδειες των εργαζομένων και όριζε το προσωπικό ασφαλείας κατά τις περιόδους που το εργοτάξιο ήταν κλειστό, παραλάμβανε καθημερινά τα παρουσιολόγια του προσωπικού από τους εργοδηγούς των συνεργείων και ενέκρινε ή απέρριπτε καταγραφείσες ώρες υπερωριακής απασχόλησης, του είχε διατεθεί το κεντρικό γραφείο εντός του εργοταξίου, είχε απεριόριστη πρόσβαση στο εργοτάξιο ακόμη και τις περιόδους που ήταν κλειστό χωρίς να περιορίζεται από το προσωπικό φύλαξης του εργοταξίου και δεν του ασκείτο οποιοσδήποτε έλεγχος ως προς την τήρηση ωραρίου. Ο ισχυρισμός αυτός, τον οποίο αντιπαρήλθε σιγή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνιστά ένσταση και είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθ. 2 εδ. α΄ της Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας της Ουάσιγκτον, που κυρώθηκε με το Ν. 2269/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθ. 1 παρ. 2 του ΒΔ 24.7/21.8.1920, του ΑΝ 690/1945 και του άρθ. 1 παρ. 4 περ. 1 του AN 539/1945 (ΑΠ 178/2008 ΝοΒ 2008.1571, ΑΠ 1724/2008 ΝοΒ 2009.57, ΑΠ 583/2007 ΝοΒ 2007.1871, Π. Δαβερώνας σε Ι. Ληξουριώτη, ΕνστΕργΔ, έκδ. 2010, σσ. 90 επ.). Πρέπει επομένως να εξετασθεί περαιτέρω και από ουσιαστική άποψη. Επικουρικά και σε περίπτωση απορρίψεως της ως άνω ενστάσεώς της η εναγομένη επαναφέρει ενώπιον του Δικαστηρίου την ένσταση εξόφλησης των απαιτήσεων του ενάγοντος δια καταβολής (άρθ. 416 ΑΚ). Εκκινώντας δε από τη βάση ότι ο συμφωνηθείς μισθός του ενάγοντος ανήλθε στο υψηλό, σε σχέση με τις νόμιμες προβλεπόμενες αποδοχές των ισχυόντων κατά το ένδικο διάστημα κανόνων δικαίου (ΣΣΕ, ΥΑ, ΔΑ, Ν), ποσό των 3500 € ''καθαρών'', υπολογίζει τις μικτές του ενάγοντος στο ύψος των 3900 € και από αυτές αφαιρεί τις νόμιμες που ανερχόταν σε 1628,29 €. Και κατά το προκύπτον υπόλοιπο των 2272 € [(στρογγυλοποίηση στην επόμενη μονάδα ευρώ, ενώ το ακριβές υπόλοιπο της αφαίρεσης είναι 2271,71 € (3.900 € - 1.628,29 €)], ισχυρίζεται ότι έχει εξοφλήσει καθ' έκαστο μήνα τουλάχιστον τις ακόλουθες αξιώσεις του ενάγοντος α) την αμοιβή των 20 ωρών υπερεργασίας για τις οποίες θα δικαιούτο ποσό 234,39 € (20 ω. χ 11,72 €), β) την αμοιβή των 80 ωρών υπερωριακής εργασίας για τις οποίες θα δικαιούτο ποσό 1407,19 € (80 ω. χ 17,59 €), γ) την αμοιβή εργασίας των 3 Σαββάτων (ως 6η ημέρα) για την οποία θα δικαιούτο 254,08 € (3 Σ. χ 84,69 €) και δ) την αμοιβή εργασίας των 3 Κυριακών/αργιών για την οποία θα δικαιούτο 342,02 € (3 Κ. χ 114,01 €). Σημειωτέον ότι έχει νωρίτερα υπολογίσει το νόμιμο ημερομίσθιο της ειδικότητας του ηλεκτροτεχνίτη ενάγοντος σε 65,15 € (1.628,29 € / 25), το νόμιμο ωρομίσθιο σε 9,77 €, την αμοιβή για κάθε ώρα υπερεργασίας σε 11,72 € (9,77 € + 20%), την αμοιβή για κάθε ώρα υπερωρίας σε 17,59 € (9,77 € + 80%), το ημερομίσθιο για 8ωρη εργασία καθ' ημέρα Σάββατο (6η ημέρα) σε 84,69 € (65,15 € + 30%) και αυτό της Κυριακής/ αργίας σε 114,01 € (65,15 € + 30%). Η ως άνω ένσταση είναι ορισμένη, καθώς κάνει μνεία των επιμέρους ποσών που απαρτίζουν το συνολικό ποσό, τον χρόνο καταβολής (κάθε μήνα που ο ενάγων έχει απαίτηση για καταβολή των ένδικων αξιώσεων) και την αιτία της καταβολής τους, και ειδικότερα των απαιτήσεων για τις οποίες καταβλήθηκε κάθε επιμέρους ποσό (ΑΠ 953/2018 ΕΕργΔ 2018.1338, ΑΠ 1405/2006 ΔΕΝ 2007.23, ΑΠ 1086/2006 ΕλλΔνη 2009.503, Δ. Λαδά, ΕργΔιαφ, έκδ. 2019, σσ. 135) και νόμιμη, στηριζόμενη στην ως άνω αναφερόμενη διάταξη. Επικουρικότερα, η εναγομένη επαναφέρει επίσης τον ισχυρισμό της περί συμψηφισμού των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος με τις ανώτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές του. Ειδικότερα δι' αυτής εκθέτει ότι είχε συμφωνηθεί και του καταβαλλόταν σταθερή μηνιαία αμοιβή, για όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του πολύ ανώτερη της νομίμου με βάση τις οικείες ΣΣΕ και ότι η αληθής βούληση των μερών ήταν ότι με αυτήν εξοφλούνταν στο ακέραιο η παρασχεθείσα από τον αντίδικό της εργασία. Ως εκ τούτου, και εφόσον ήθελε κριθεί ότι αυτός δεν ήταν διευθυντικό στέλεχος και πως δικαιούται αμοιβή για τις αιτίες που αναφέρει στην αγωγή του θα πρέπει να συμψηφισθεί το κατά τα ανωτέρω υπερβαίνον τις μηνιαίες αποδοχές ποσό των 2.272 €, με τις αξιώσεις του ενάγοντος: α) για την απασχόληση την 9η ώρα καθημερινώς (αμοιβή υπερεργασίας), β) για εργασία την 6η ημέρα και γ) για εργασία καθ’ ημέρα Κυριακή/αργία και τούτο για κάθε μήνα της ένδικης περιόδου. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, συνιστά την ένσταση του καταλογισμού και όχι εκείνη του (μονομερούς) συμψηφισμού με τη μορφή που αυτός προβλέπεται στα άρθρα 440 επ. ΑΚ, μολονότι συγγενεύει με αυτόν, και δεν ισχύουν ως προς αυτόν, έστω και αν χαρακτηρίζεται ''συμψηφισμός'', οι περιορισμοί των άρθ. 664 ΑΚ και 982 ΚΠολΔ (ΑΠ 286/1994 ΕΕργΔ 1995.986). Στον καταλογισμό, αφαιρείται από την οφειλόμενη παροχή το ποσό που ο δανειστής δικαιούται να λάβει ή έλαβε ήδη από τον οφειλέτη ή από κάποιον τρίτο για την ίδια αιτία ή για συναφή αιτία η αφαίρεση αυτή χρησιμοποιείται ως μέθοδος υπολογισμού μιας απαιτήσεως και δεν συνεπάγεται απόσβεση αμοιβαίων απαιτήσεων, γι' αυτό δεν συνιστά συμψηφισμό (ΑΠ 1067/2017 ΔΕΝ 2018.1136, ΑΠ 764/2010, Δ. Σιδέρης/Π. Δαβερώνας σε Ι. Ληξουριώτη, ΕνστΕργΔ, εκδ. 2010, σσ. 60 επ., Χ. Γκούτου, Συμψηφισμοί απαιτήσεων του εργοδότη και του μισθωτού, ΔΕΝ 2003.225 επ.). Λειτουργεί δε ως μηχανισμός αποτροπής της διπλής πληρωμής των ίδιων μισθολογικών παροχών και επιτρέπεται πάντοτε για λόγους ουσιαστικής δικαιοσύνης. Πρόκειται περί σύμβασης άφεσης χρέους και μάλιστα αμφοτεροβαρούς, στο μέτρο που η απόσβεση της απαίτησης του ενός μέρους εξαρτάται από την απόσβεση της απαίτησης του άλλου (ΑΠ 1254/2003 ΧρΙΔ 2004.126, Γ. Μπαλή, ΕνοχΔ, ΓενΜερ, έκδ. 1969, σσ. 457). Η ως άνω ένσταση είναι ορισμένη και νόμιμη, ως ευρίσκουσα νομική έδραση στις διατάξεις των άρθ. 361, 174, 178 ΑΚ [περί καταλογισμού στις υπέρτερες καταβαλλόμενες αποδοχές η αμοιβή που αντιστοιχεί σε πρόσθετη εργασία του μισθωτού (υπερεργασία) και κατά τις Κυριακές ΑΠ 1129/2007 ΔΕΝ 2007.897, ΑΠ 1321/2006 ΕλλΔνη 2007.806, ΑΠ 1269/2005 ΝοΒ 2006.212), και με εκείνη κατά τα Σάββατα, ως έκτης ημέρας ΑΠ 1129/2007 ό.α., ΑΠ 1534/2004 ΔΕΝ 2005.452 = ΕΕργΔ 2005.1281]. Πρέπει επομένως να εξετασθεί περαιτέρω και από ουσιαστική άποψη, κατά τους όρους προβολής της επικουρικότητάς της. 

ΙΙΙ. Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης Χ. Π. και Π. Χ. αντιστοίχως, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, ενώπιον του πρωτοβάθμιου, αλλά και του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, έστω και για πρώτη φορά (αρθ. 529 παρ. 1α΄ ΚΠολΔ), ακόμη και αν δεν πληρούν όλα τους όρους του νόμου (άρθ. 591, 614 αριθ. 3, και 621 επ. ΚΠολΔ), τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (αρθ. 395, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1045/2017 ΤρΝομΠλ Δ.Σ.Α., ΑΠ 471/2016 ΤρΝομΠλ Δ.Σ.Α.), τις νομοτύπως ληφθείσες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σ. - Α. Ρ. υπ' αριθ. … και …/17-1-17 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Ε. Μ. και Α. Σ. αντιστοίχως, καθώς και εκείνες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Φ. υπ' αριθ. … και …/17-1-17 των μαρτύρων Α. Μ. και Σ.-Ε. Γ. αντιστοίχως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη τυγχάνει ανώνυμη τεχνική εταιρεία, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και αναλαμβάνει την κατασκευή δημοσίων και ιδιωτικών τεχνικών έργων. Προήλθε από τη συγχώνευση με απόσχιση του κατασκευαστικού κλάδου της Ανώνυμης Εταιρείας ''Ε. Τ. Κ. Ε.Ρ.Τ.Ε.Κ.Α. Α.Ε.'' (Αρ. ΜΑΕ .../653) με εισφορά του στην Ανώνυμη Εταιρεία ''Τ. Τ. και Ε. Α. Ε.'' (Αρ. ΜΑΕ .../638) σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 περί Ανωνύμων Εταιρειών, του Ν. 2166/1993, τις αποφάσεις των από 12/5/05 εκτάκτων Γενικών Συνελεύσεων των μετόχων των ανωτέρω ανωνύμων εταιρειών, την από 12.5.2005 έκθεση του Ορκωτού Ελεγκτή Π. Α., ως και το με αριθμό .../21.6.2005 συμβόλαιο συγχώνευσης με απορρόφηση του αποσχισθέντος κατασκευαστικού κλάδου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Χ. Α. Σ., όπως αυτό διορθώθηκε και συμπληρώθηκε με την αριθ. .../4.7.05 πράξη του ιδίου Συμβολαιογράφου. Η ως άνω συγχώνευση εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. .../2005 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, η οποία καταχωρήθηκε στις .../05 στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών σχετική δε ανακοίνωση δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. .../13.7.05 ΦΕΚ Τεύχος Α.Ε. & Ε.Π.Ε. Για την επίτευξη των εμπορικών της σκοπών απασχολεί μεγάλο αριθμό εργαζομένων σε διάφορες ειδικότητες (έως 100). Κατά το έτος 2011 η εναγομένη εκτελούσε τεχνικό έργο της ανώνυμης κοινωφελούς εταιρείας ''Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας Α.Ε.'' (''Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε. Α.Ε.'') στην περιοχή Φ. - Κ. Α.. Για τις ανάγκες εκτέλεσης του έργου αυτού η εναγομένη δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε προφορικά στις 15/3/2011 προσέλαβε τον ενάγοντα, ο οποίος είναι κάτοχος τίτλου Ηλεκτρολόγου ΣΤ τάξεως, προκειμένου να εργαστεί τυπικά με την ως άνω ειδικότητα, πλην όμως στην ουσία ως εργοδηγός του εργοταξίου της στις Α…. Αττικής. Κατά τη διάρκεια λειτουργίας της συμβάσεως, ο ενάγων ήταν επιφορτισμένος με την επίβλεψη και την εποπτεία των εργασιών των τεχνικών συνεργείων που εργάζονταν στο εργοτάξιο της εναγομένης, του οποίου και συντόνιζε τις ενέργειες. Ειδικότερα ο ενάγων ήταν επικεφαλής και γενικός διευθυντής του προσωπικού αυτού, είχε πλήρη πρωτοβουλία και ανεξαρτησία ως προς την άσκηση των καθηκόντων του, καθώς δεν λάμβανε δεσμευτικές εντολές και κατευθύνσεις από οποιονδήποτε προστηθέντα της εναγομένης, ήτοι ευρισκόταν στην κορυφή της ιεραρχίας του εργοταξίου. Αναφερόταν απευθείας και μόνον στο νόμιμο εκπρόσωπό της Γ. Ψ. για την πορεία των εργασιών του εργοταξίου, χωρίς να δέχεται οποιαδήποτε εντολή, οδηγία ή κατεύθυνση για την καθημερινή λειτουργία του εργοταξίου. Επέλεγε και υποδείκνυε στην εναγομένη εταιρεία την πρόσληψη εργαζομένων και αντίστοιχα επέλεγε κατά την κρίση του τους εργαζόμενους, που έπρεπε να απολυθούν. Προγραμμάτιζε σε συνεργασία με την αντισυμβαλλόμενη της εναγομένης ''Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε. Α.Ε.'' τις εργασίες που θα πραγματοποιούνταν, μεταβαίνοντας σχεδόν καθημερινά στα γραφεία της τελευταίας. Καθόριζε τη σύνθεση των συνεργείων που θα απασχολούνταν σε κάθε κατά τόπο έργο, ήτοι όριζε τον εργοδηγό του κάθε συνεργείου και τους εργαζόμενους (οδηγούς, χειριστές, εργάτες κ.α.) που θα τα στελέχωναν, ενώ κατά την απόλυτη κρίση του επισκεπτόταν τα συνεργεία για να ελέγξει την πρόοδο των εργασιών. Ενέκρινε τις άδειες των εργαζομένων και όριζε το προσωπικό ασφαλείας κατά τις περιόδους που το εργοτάξιο ήταν κλειστό. Παραλάμβανε καθημερινά τα παρουσιολόγια του προσωπικού από τους εργοδηγούς των συνεργείων και ενέκρινε ή απέρριπτε καταγραφείσες ώρες υπερωριακής απασχόλησης. Τα παρουσιολόγια προωθούνταν στο λογιστήριο από το εργοτάξιο για την πληρωμή υπερωριών, μόνο κατόπιν δικής του εγκρίσεως. Διέθετε κεντρικό γραφείο εντός του εργοταξίου, είχε απεριόριστη πρόσβαση στο εργοτάξιο, ακόμη και κατά τις περιόδους που αυτό ήταν κλειστό χωρίς να περιορίζεται από το προσωπικό φύλαξης του εργοταξίου. Επομένως, όσον αφορά την εργασία που του είχε ανατεθεί, είχε περιβληθεί με ευρύτερες εξουσίες, που δεν προσιδιάζουν στους συνηθισμένους υπαλλήλους, αφού δεχόταν μόνο γενικές οδηγίες εκ μέρους των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης, η οποία, όμως, καθόριζε τη γενική πολιτική της επιχείρησής της, ενώ είχε προνομιακή μισθολογική μεταχείριση έναντι των λοιπών εργαζομένων στην εναγομένη. Συγκεκριμένα, οι αποδοχές του ενάγοντος ανερχόταν σε όλη τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας του σε 3500 € ''καθαρά'', ενώ κατά το αντίστοιχο ένδικο χρονικό διάστημα με βάση την ισχύουσα κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας [Σ.Σ.Ε. (5.11.2010) για τους όρους αμοιβής και εργασίας των ηλεκτροτεχνιτών-περιελιγκτών ξενοδοχείων, εργοληπτών, ηλεκτρολογικών καταστημάτων, κ.λ.π. (διετής), η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική από 23/12/10 με την ΥΑ 11319/665/2011 (ΦΕΚ Β 1450/17.6.2011), ήτοι πριν την ισχύ της διατάξεως του άρθ. 37 παρ. 6 του Ν. 4024/27-10-11 (ΔΕΝ 2011.1393), και επομένως δεν ανεστάλη η υποχρεωτικότητά της], ως εργοδηγού είχαν διαμορφωθεί σε μικτά 1237,63 € (β.μ. 870,81 € + επίδ. γάμου 87,08 € + επίδ. ανθυγιεινής εργ. 174,16 € + επίδ. υπευθύνου 87,08 € + επίδ. σπουδ. 18,5 €). Επομένως, δεδομένου ότι ο μικτός μισθός του ενάγοντος ανήλθε από την έναρξη της σύμβασης εργασίας μέχρι τις 31/7/11 στο ποσό των 5449,16 € [(καθ. μισθ. 3500 € + 30,21% εργοδ. ασφ. εισφ. (πακ. κάλυψης ΙΚΑ 105) + 5,56% ΦΜΥ - Ν. 3144/03 (ΦΕΚ Α 111/8-5-03, εγκ. ΙΚΑ 72/5-9-03, εγκ. ΙΚΑ 56/15-7-03, αρθ. 44 παρ. 9. Ν. 3986/11 (ΦΕΚ Α 152/1-7-11), εγκ. ΙΚΑ 48/22-7-11)], από την 1/8/11 έως 31/10/12 στο ποσό των 5480,73 € [(καθ. μισθ. 3500 € + 30,71% εργοδ. ασφ. εισφ. (πακ. κάλυψης ΙΚΑ 105) + 5,43% ΦΜΥ] και κατόπιν μέχρι το τέλος της συνεργασίας των μερών στο ποσό των 5387,93 € [(καθ. μισθ. 3500 € + 29,61% εργοδ. ασφ. εισφ. (πακ. κάλυψης ΙΚΑ 105) + 5,43% ΦΜΥ] - Ν. 4046/12, εγγρφ. ΙΚΑ Γ99/1/182/19-10-12) ], ο μισθός του ήταν ανώτερος περίπου κατά μέσο όρο 439,48% [(440,28% + 442,84% + 435,34%) /3)] από αυτόν που δικαιούνταν με βάση την ως άνω ισχύουσα ΣΣΕ. Ανεξάρτητα όμως από το γεγονός του υπερβολικά επαυξημένου μισθού και των αυξημένων αρμοδιοτήτων του, ο ενάγων, εν τούτοις δεν είχε αποφασιστικές αρμοδιότητες στα θέματα ευρύτερης οικονομικής διαχείρισης, κατεύθυνσης και οργάνωσης της συνολικής επιχείρησης της εναγομένης. Ειδικότερα ο ενάγων δεν κατείχε θέση εποπτείας ή διευθύνσεως όλων των επιχειρήσεων της εναγομένης, αλλά ήταν ένα διευθυντικό στέλεχος μέσης κατηγορίας με διευθυντικές βέβαια αρμοδιότητες που περιορίζονταν, όμως, στο συγκεκριμένο τεχνικό έργο της εναγομένης, χωρίς ευρύτερες αρμοδιότητες σε όλες τις επιχειρήσεις ή σε σημαντικό τμήμα της, ώστε να επηρεάζει αποφασιστικά τις δραστηριότητες, την πορεία και την οικονομική εξέλιξή της, ενώ μόνο το γεγονός ότι οι αποδοχές του υπερέβαιναν κατά πολύ τα νόμιμα ελάχιστα όρια και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπαλλήλους του εργοταξίου της εναγομένης που εργαζόταν, δεν τον καθιστά από μόνο του διευθυντικό στέλεχος. Επομένως, ο ενάγων δεν εξαιρείται από την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, περί εβδομαδιαίας αναπαύσεως και περί αποζημιώσεως ή προσαυξήσεως για την υπερωριακή εργασία. Δεν βρίσκει συνεπώς έδαφος εφαρμογής η διάταξη του άρθ. 2α της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον, που κυρώθηκε με το Ν. 2269/1920, και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η ως άνω σχετική ένσταση της εναγομένης που επαναφέρεται κατά τα ως άνω. Συνεπώς η εκκαλουμένη η οποία παρείδε και άρα απέρριψε σιγή την συναφή ένσταση (ΑΠ 1941/2013 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 738/2013 ΕφΑΔ 2014.314), δεν έσφαλε και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ως άνω εργασιακή σχέση εξελίχθηκε ομαλά και τα διάδικα μέρη ανταποκρινόταν έκαστο στις υποχρεώσεις του, χωρίς να ανακύψει διαφορά μεταξύ τους μέχρι το τέλος του έτους 2013. Κατά το χρόνο που εκτελείτο το ως άνω έργο, η εναγομένη εκτελούσε παράλληλα και άλλη σύμβαση έργου με την ίδια ως άνω αντισυμβαλλομένη της ''Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε. Α.Ε.'', ήτοι και εκείνο της περισυλλογής των ξύλινων στύλων στερέωσης καλωδίων για μεταφορά ηλεκτρικού ρεύματος ιδιοκτησίας της, που βρίσκονταν εντός του οικοπεδικού χώρου της Σ. Τ. Ε. Α. στην περιοχή ''Ά…'' Α…. και κατόπιν τη μεταφορά τους στην αποθήκη ''Κ.'' της ως άνω αντισυμβαλλομένης εταιρίας, η οποία βρίσκεται στον Α. Α. στη λεωφόρο NATO. Στο πλαίσιο της εκτέλεσης αυτής της εργολαβίας, η εναγομένη ανέθεσε στον ενάγοντα υπό την ως άνω περιγραφόμενη ιδιότητά του να συστήσει σχετικό συνεργείο και να προβεί στις σχετικές ενέργειες συλλογής και μεταφοράς. Στις 18/11/13 ο ενάγων διαβεβαίωσε τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης ότι διεκπεραίωσε το έργο. Όμως στις 3/1/2014 η ''Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε. Α.Ε.'' ενημέρωσε τα όργανα της εναγομένης ότι σε σχέση με την μεταφορά των ξύλινων στύλων της 18/11/13, δεν παρελήφθησαν 53 στύλοι, παρά μόνο 36. Από έρευνες που πραγματοποίησαν τα όργανα της εναγομένης προέκυψε ότι ο ενάγων συμμετείχε στην μη παράδοση των ως άνω στύλων στον προορισμό τους, δεδομένου ότι αποκαλύφθηκε ότι με δική του εντολή και υπόδειξη φορτώθηκαν οι άνω στύλοι σε φορτηγό αυτοκίνητο αγνώστου στην εναγομένη ιδιοκτήτη, προκειμένου να μεταφερθούν στην αποθήκη ''Κ.'' της άνω εταιρείας στον Α. Α., χωρίς όμως τελικά να παραδοθούν στον προορισμό τους. Το γεγονός αυτό, οπωσδήποτε κλόνισε τη σχέση εμπιστοσύνης των οργάνων της εναγομένης προς το πρόσωπο του ενάγοντος και προκάλεσε ένταση στις μεταξύ τους σχέσεις, δεδομένου ότι ο ενάγων αρνείτο την ως άνω κατηγορία. Πλην όμως η εναγομένη, λόγω της θέσεως του ενάγοντος, δεν κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του. Ούτε όμως ήταν και στις άμεσες προθέσεις των οργάνων της. Έτσι εχόντων των πραγμάτων ο ενάγων στις 8/1/14 προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας Ά. Α. για διευθέτηση της εργατικής διαφοράς. Ως αντικείμενο αυτής προέβαλε αξιώσεις του για αποζημίωση απόλυσης, δεδουλευμένες αποδοχές Δεκεμβρίου 2013, οφειλές αδειών των ετών 2011, 2012, 2013 και αναλογία αδείας έτους 2014, αναλογία επιδόματος αδείας έτους 2014, αμοιβές από υπερωριακή απασχόληση, και αμοιβές από απασχόληση κατά τις Κυριακές και τα Σάββατα. Ως ημέρα συζήτησης της διαφοράς ορίσθηκε η 6/2/14. Κατά την ημερομηνία αυτή η συζήτηση της διαφοράς αναβλήθηκε για τις 24/2/14 με αίτημα του πληρεξουσίου δικηγόρου της εναγομένης. Με αφορμή την ως άνω προσφυγή του ενάγοντος στην Επιθεώρηση Εργασίας η εναγομένη στις 5/2/14 απέστειλε στον ενάγοντα την από ιδίας ημερομηνίας εξώδικη δήλωση - πρόσκληση (σχ. υπ' αριθ. ..../5-2-14 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Π. Ν. Ν.) με την οποία διαμαρτυρόταν α) για το αναληθές υποστηριζόμενο από τον ενάγοντα περί καταγγελίας της σύμβασής του, β) για την άρνηση του ενάγοντος να παράσχει εξηγήσεις για το και ποινικού ενδιαφέροντος περιστατικό της 18/11/13, γ) για την παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις της κατ' εξακολούθηση μη εμφάνισή του στον τόπο εργασίας και δ) για το αναληθές των φερόμενων αξιώσεων του ενάγοντος στην Επιθεώρηση Εργασίας. Ταυτόχρονα με αυτήν δήλωσε στον ενάγοντα ότι ουδόλως έχει προβεί σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, ότι το ως άνω περιστατικό αποτελεί συνέχεια παρεμφερών περιστατικών απωλείας υλικών τα οποία επίσης εξετάζει και τον κάλεσε να εμφανισθεί στον τόπο εργασίας προκειμένου να δώσει εξηγήσεις στον νόμιμο εκπρόσωπό της Γ. Ψ. για το περιστατικό της 18/11/13, διαφορετικά θα προσέφευγε στα αρμόδια Ποινικά και Πολιτικά Δικαστήρια για κάθε ζημία που έχει υποστεί. Μετά την παρέλευση εβδομάδος από την επίδοση του ως άνω εξωδίκου και μη εμφανιζομένου του ενάγοντος στο εργοτάξιο για προσφορά των υπηρεσιών του, η εναγομένη στις 12/2/14, κατέθεσε ιδιόχρονη αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του ενάγοντος από την εργασία στον ΟΑΕΔ. Μετά δε το παραπάνω εξώδικο της εναγομένης και αφού ο ενάγων είχε λάβει γνώση των ισχυρισμών αυτής, κατά τη συζήτηση στις 24/2/14 της εργατικής διαφοράς στην ως άνω Επιθεώρηση Εργασίας η εναγομένη παρέστη δια του νομίμου εκπροσώπου της Π. Χ. και ο ενάγων αυτοπροσώπως. Ο ενάγων δήλωσε ότι βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την εναγομένη για τις αξιώσεις του περί αποδοχών αδείας και τη συνέχιση της εργασίας του και ζήτησε την άμεση καταβολή του μισθού του Δεκεμβρίου του έτους 2013, ο δε εκπρόσωπος της εναγομένης δήλωσε ότι αυτός θα του καταβαλλόταν αυθημερόν. Για τα ανωτέρω συντάχθηκε το υπ' αριθ. 2/8-1-14 δελτίο εργατικής διαφοράς της ανωτέρω Επιθεώρησης. Δυο ημέρες μετά την ως άνω συζήτηση της διαφοράς ο ενάγων απέστειλε στην εναγομένη την από 11/2/14 εξώδικη απάντησή του (σχ. υπ' αριθ. 4206/26-2-14 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Μ. - Ζ. Φ. Κ.) στο από 5/2/14 εξώδικο της εναγομένης. Με αυτήν ισχυρίσθηκε ότι στις 3/1/14 συναντήθηκε με τον εκπρόσωπο της εναγομένης Γ. Ψ. στο εργοτάξιό της στις Α.. Αττικής, ο οποίος του δήλωσε ότι τον θεωρεί υπεύθυνο για τα ελλείμματα υλικών της εταιρείας και του ζήτησε να μην προσέλθει ξανά στην εργασία. Επίσης ισχυρίσθηκε ότι στις 7/1/14 εμφανίσθηκε στο εργοτάξιο για εργασία, αλλά διαπίστωσε ότι είχε αντικατασταθεί από τον Π. Σ.. Τέλος ζήτησε να αποφασίσει η εναγομένη για την τύχη της συμβάσεως εργασίας του, είτε αποδεχόμενη τις υπηρεσίες του, είτε καταγγέλλοντάς την νομίμως, καθώς και την καταβολή των δεδουλευμένων των μηνών Δεκεμβρίου 2013, Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2014, και τις αποζημιώσεις των αδειών των ετών 2011, 2012 και 2013. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στα πλαίσια της εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, τα διάδικα μέρη προήλθαν στη σύναψη του από 31/3/14 ιδιωτικού συμφωνητικού στο οποίο ο ενάγων δήλωσε ότι οικειοθελώς απεχώρησε από την εργασία του ήδη από τις 31/12/13, και ότι η εναγομένη γνωστοποίησε τυπικά την οικειοθελή αποχώρηση του στον ΟΑΕΔ στις 12/2/14 και αυτός υπέγραψε το σχετικό έγγραφο αναγγελίας της οικειοθελούς του αποχώρησης. Λόγω της αποχώρησής του αυτής η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα ποσό 2000 € σε μετρητά. Επίσης με το ως άνω συμφωνητικό ο ενάγων θεώρησε κάθε διαφορά με την εναγομένη λυμένη και επιβεβαίωσε ότι ουδέποτε έχει εργασθεί υπερωριακά, νυκτερινές ώρες, Σάββατα, Κυριακή ή αργία και έχει λάβει το σύνολο της αδείας του και τις νόμιμες προς τούτο αποδοχές του. Παράλληλα τα διάδικα μέρη συμφώνησαν στην πρόσληψη του ενάγοντος στη θυγατρική εταιρεία της εναγομένης με την επωνυμία ''Τ. Τ. και Ε. Α. Ε.'' (ΑΦΜ ...) στις 31/3/14 και την απόλυσή του στις 4/4/14 (σχ. έντυπο καταγγελίας της σύμβασης του ενάγοντος υπογραφέν και από τα δυο μέρη). Τέλος η εναγομένη υπέβαλε κατά του ενάγοντος και της εργαζομένης στο ίδιο εργοτάξιο Χ. Π. του Γ…, την από 26/8/14 (ΑΒΜ Α ...) μήνυση για την πράξη της απώλειας των στύλων και για άλλες αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας άνω των 120.000 €, το οποίο του το είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, και μετά τη διενέργεια κυρίας ανακρίσεως ο ως άνω Εισαγγελέας υπέβαλε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών την με αριθ. .../19 παραπεμπτική πρότασή του. Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι η εναγομένη ουδέποτε προέβη σε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος και ότι ο ενάγων ήταν εκείνος που αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, όπως τούτο επιβεβαίωσε ο ίδιος υπογράφοντας το από 31/3/14 ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό. Το υποστηριζόμενο από τον ίδιο ότι υπέγραψε το ως άνω έγγραφο χωρίς να έχει επίγνωση του περιεχομένου του εγγράφου και ότι έθεσε την υπογραφή στο έγγραφο της αναγγελίας της οικειοθελούς αποχώρησής του το οποίο, όπως υποστηρίζει, ήταν κρυμμένο κάτω από άλλα έγγραφα τα οποία του ενεχείρισε ''εκ του πονηρού'' ο εκπρόσωπος της εναγομένης Γ. Ψ., χωρίς να του επιτραπεί να τα μελετήσει, δεν αποδείχθηκε. Τούτο ενισχύεται αφενός από το ότι ο ενάγων υπέγραψε στο από 31/3/14 έγγραφο ''με επιφύλαξη'' και αφετέρου από το γεγονός ότι οι σχέσεις των δυο μερών είχαν ήδη διαρραγεί από το τέλος του έτους 2013 με αφορμή τη φερομένη υπεξαίρεση των ως άνω 53 στύλων, αιτία που επέφερε πλήγμα και στην εκατέρωθεν πίστη. Η τρώση του περί δικαίου συναισθήματός του, αλλά και η βαρεία προσβολή της προσωπικότητός του, δεν επέτρεπαν στον ενάγοντα να ενεργεί έκτοτε ''ελαφρά τη καρδία'', ώστε να υπογράφει μηχανικά έγγραφα της αντιπάλου του. Εξάλλου ο ενάγων κατά το χρόνο της κατάρτισης του ως άνω εγγράφου διένυε το 50ό έτος της ηλικίας του (γεν. στις 10/1/1963) και πριν να συνεργασθεί με την εναγομένη, είχε ανάλογη εργασιακή εμπειρία και σε προηγούμενο εργοδότη. Το γεγονός δε ότι ο ίδιος είχε επιλεγεί ως εργοδηγός ολοκλήρου εργοταξίου με τέτοια υψηλή αμοιβή δεν ήταν τυχαίο. Αντιθέτως η ανάληψη και εκτέλεση των ως άνω αναφερομένων πολλαπλών καθηκόντων εργασίας αποδεικνύει ότι αυτός ήταν ικανότατος στην εργασία του, εύστροφος και οξυδερκής. Διαφορετικά στο διάβα του χρόνου της υπηρεσίας του θα είχε απορριφθεί ως προς αυτήν όχι μόνο από την εναγομένη, αλλά και από τον ίδιο του τον εαυτό, με την έννοια της παραιτήσεως. Γνώριζε επομένως ο ενάγων τι ακριβώς υπέγραφε, και ο υπονοούμενος περί προκληθείσης πλάνης από το όργανο της εναγομένης ισχυρισμός του (άρθ. 140 επ. ΑΚ) πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Περαιτέρω ομοίως ως αβάσιμος τυγχάνει και ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι στις 3/1/14 συναντήθηκε στο εργοτάξιο με τον εκπρόσωπο της εναγομένης Γ. Ψ. και εκείνος αφού τον κατηγόρησε για την ως άνω πράξη, τον απέπεμψε απαιτώντας να μην προσέλθει άλλη φορά στην εργασία του και ότι τον υποχρέωσε να παραδώσει την κατοχή του αυτοκινήτου που του είχε παραχωρήσει για τις ανάγκες της εργασίας του, καθώς και τα σκαριφήματα των εργασιών που επρόκειτο να εκτελεστούν για λογαριασμό της ΔΕΗ, στο μέτρο που δεν διασταυρώνεται από αντίστοιχα αποδεικτικά μέσα, ιδίως ως προς τα τελευταία για τα οποία προς ασφάλεια του παραδίδοντος απαιτείται έγγραφο (πρωτόκολλο) παράδοσης - παραλαβής και μάλιστα σε περίοδο κρίσης και έντασης των διαδίκων. Τα περί του αντιθέτου κατατεθέντα της μάρτυρος απόδειξης Χ. Π., κρίνονται αναξιόπιστα, καθώς και αυτή φέρεται ως συμμέτοχος στην ποινικά κολάσιμη πράξη του ενάγοντος και μάλιστα έχει ασκήσει αγωγή κατά της εναγομένης για φερόμενες εργασιακές της αξιώσεις. Απορριπτέος επίσης τυγχάνει και ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί ''κατασκευασθέντος'' περιστατικού από τα όργανα της εναγομένης, προκειμένου η τελευταία να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της που απέρρεαν από την σύμβαση εργασίας του πρώτου, μεταξύ των οποίων και η καταβολή αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας της συμβάσεως. Η εναγομένη, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, αποτελεί μεγάλη ανώνυμη τεχνική εταιρεία στον κατασκευαστικό τομέα και διέθετε αυτοτελή δική της νομική υπηρεσία. Γνώριζε επομένως μέσω αυτής τη δυνατότητα καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος λόγω υποβολής μηνύσεως για το παραπάνω περιγραφόμενο περιστατικό, χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως καταγγελίας (άρθ. 6 παρ. 2 β.δ. της 16/18 Ιουλίου 1920, και 5 παρ. 1 και 2 Ν. 2112/1920). Δεν έπραξε όμως έτσι και προτίμησε την συναινετική οδό, την οδό της συνεργασίας με τον ενάγοντα στην αποκάλυψη της αλήθειας και την δυνατή επαναφορά του ενάγοντος στην εργασία του λόγω των ικανοτήτων του. Πλην όμως διαψεύσθηκε. Η μομφή του ενάγοντος ότι η εναγομένη δεν εμφάνιζε στα αρμόδια όργανα το αληθές ύψος της αμοιβής του, αλυσιτελώς προβάλλεται ως προς αυτόν, διότι συνομολογεί ότι αυτή ουδέποτε του κατέβαλε μειωμένες κάτω των 3500 € μηνιαία ''καθαρές'' αποδοχές. Τυχόν δεν ποινικές ευθύνες (αποφυγή καταβολής φόρου, καταβολή λιγότερων ασφαλιστικών εργοδοτικών εισφορών κλπ), οι οποίες συνιστούν πλημμελήματα έχουν ήδη παραγραφεί για το ερευνώμενο επίδικο διάστημα (2011 έως 31/3/14), καθώς έχει ήδη παρέλθει πενταετία (άρθ. 111 §3, 112 ΠΚ). Αντίθετα η το πρώτον μετά την αποκάλυψη της φερόμενης ποινικά κολάσιμης πράξης του ενάγοντος, διεκδίκηση των φερόμενων ως οφειλομένων αγωγικών απαιτήσεων προκαλεί την κρίση ότι αυτές ''γεννήθηκαν'' προς αντιπερισπασμό της άσκησης του δικαιώματος της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του από την εναγομένη. Ως εκ τούτων πρέπει τα σχετικά κεφάλαια της αγωγής περί αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος και περί καταβολής μισθών υπερημερίας από 3/1/14 και μέχρι τις 31/3/14, να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμα. Δεν έσφαλε επομένως η εκκαλουμένη κατ' αποτέλεσμα που απέρριψε τα ως άνω κεφάλαια, και ως εκ τούτου δεν θα εξαφανισθεί, διότι διαφορετικά περιάγεται ο εκκαλών - ενάγων σε χειρότερη θέση, άνευ ασκήσεως από την εφεσίβλητη αυτοτελούς εφέσεως ή αντεφέσεως (άρθ. 536 § 1 ΚΠολΔ) κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα στην εξέταση του πρώτου λόγου εφέσεως. Περαιτέρω από τα ίδια ανωτέρω αποδεικτικά μέσα ως προς τις λοιπές αγωγικές αξιώσεις του ενάγοντος προέκυψε ότι πράγματι συμφωνήθηκε στην αμοιβή των ''καθαρών'' 3500 € μηνιαία να περιλαμβάνεται και η αμοιβή από εργασία του κατά δυο (2) Σαββατοκύριακα το μήνα. Το γεγονός αυτό συνομολογείται από τον ενάγοντα. Από τις ανυπόγραφες σημειώσεις του ενάγοντος, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς από την εναγομένη, και οι οποίες ως έγγραφα κατ' αρχήν, δεν έχουν αποδεικτική ισχύ υπέρ του εκδότη τους, σύμφωνα με τα άρθ. 443, 447 ΚΠολΔ, ωστόσο δεν παύουν να έχουν τα τυπικά χαρακτηριστικά του εγγράφου και είναι υποστατές, ως έγγραφα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθ. 340 §1, 591 §1, 614 αριθ. 3, 621 ΚΠολΔ - ΟλΑΠ 15/2003 ΕλλΔνη 44.937, ΑΠ 1595/2005 ΝοΒ 2006.405), προκύπτει ανενδοίαστα ότι αυτός λόγω της φύσης της εργασίας του βρισκόταν και μετά το νόμιμο ωράριό του σε ετοιμότητα. Ήτοι κατά το διάστημα αυτό ο ενάγων ως εκ της φύσεως της εργασίας του ανέμενε αρκετό χρόνο καθημερινά (ενίοτε και ώρες) δυνάμενος να ευρίσκεται οπουδήποτε παρέχοντας τις οδηγίες του για την εξυπηρέτηση των αναγκών του εργοταξίου με τη χρήση του κινητού του τηλεφώνου, χωρίς να υποχρεούται να έχει σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις και έχοντας τη δυνατότητα να αναπαύεται και να διαθέτει το χρόνο του κατά το δοκούν. Ήτοι ο ενάγων βρισκόταν σε "μη γνήσια ετοιμότητα ή ετοιμότητα κλήσης".  Όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί συμφωνήθηκε με την εναγομένη να βρίσκεται σε ετοιμότητα εργασίας σε 24ωρη βάση. Είναι όμως φυσικώς αδύνατο στον άνθρωπο να προσφέρει τις υπηρεσίες του επί μακρό σε 24ωρη βάση, χωρίς ενδιάμεση ανάπαυση. Στην ως άνω όμως περίπτωση δεν έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις του εργατικού δικαίου και ειδικότερα οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις για παροχή νυκτερινής, ή υπερωριακής εργασίας, ή άλλης εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες (ΑΠ 1000/2014 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ), χωρίς να αποκλείεται χαμηλότερη αμοιβή με ειδική συμφωνία. Εν προκειμένω λόγω των υψηλότατων αποδοχών του ενάγοντος, συμφωνήθηκε η αμοιβή του ενάγοντος για τη "μη γνήσια αυτή ετοιμότητά του'' να συμπεριλαμβάνεται στο ποσό της μηνιαίας του ''καθαρής'' αμοιβής των 3500 €. Άλλη ειδικότερη συμφωνία μεταξύ των μερών δεν αποδείχθηκε ότι συνήφθη. Διαφορετικά το ύψος των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος θα εκτοξευόταν σε αδιανόητα ύψη για εργαζόμενο της ειδικότητάς του. Επομένως χρόνος αυτός δεν συνυπολογίζεται για την εξεύρεση του ωραρίου της καθημερινής του εργασίας, και βεβαίως δεν θεμελιώνει αξιώσεις για αμοιβή υπερεργασίας, υπερωριακής (κατ' εξαίρεση) απασχόλησης, και απασχόλησης κατά τις Κυριακές και τα Σάββατα πέραν των συμφωνηθέντων [(σχ. επί κρίσεως περιπτώσεων ότι πρόκειται για "σύμβαση μη γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία" (απλής ετοιμότητας ή ετοιμότητας κλήσης) ΑΠ 1065/2018 ΔΕΕ 2019.1193, ΑΠ 613/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 938/2015 ΝοΒ 2016.1197, ΑΠ 814/2014 ΕΕργΔ 2014.900]. Τέλος από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν έλαβε τις άδειες και τα υπόλοιπα των αδειών που αιτείται. Κατόπιν όλων των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν και τα υπόλοιπα κεφάλαια της αγωγής ως ουσία αβάσιμα. Το Δικαστήριο οδηγείται στην ως άνω κρίση επί του συνόλου των κεφαλαίων της αγωγής από την προσήκουσα αξιολόγηση του όλου αποδεικτικού υλικού και ιδιαίτερα από την εκτίμηση των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται τα διάδικα μέρη κατά τα ανωτέρω. Οι δε περί του αντιθέτου καταθέσεις των ενόρκως βεβαιούντων μαρτύρων απόδειξης και της εξετασθείσης ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρος απόδειξης Χ. Π. δεν δύνανται από μόνες τους να άγουν σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα το δικανικό συλλογισμό του Δικαστηρίου, στο μέτρο που δεν ενισχύονται και από άλλα αποδεικτικά σύστοιχα στοιχεία. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσία αβάσιμη, παρέλκει δε η έρευνα των ισχυρισμών της εναγομένης επί της ουσίας τους. Στο αυτό δε αποδεικτικό πόρισμα ως προς το ουσία βάσιμο της αγωγής του ενάγοντος που κατέληξε και η εκκαλουμένη, αν και με λιγότερες και εν μέρει διάφορες αιτιολογίες, οι οποίες συμπληρώνονται και αντικαθίστανται αντιστοίχως δια εκείνων της παρούσας (άρθ. 534 ΚΠολΔ), ορθά το νόμο εφάρμοσε και ερμήνευσε, και τις αποδείξεις εκτίμησε, και διέλαβε ορθό διατακτικό, γι' αυτό θα πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι της έφεσης και η τελευταία ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Η δικαστική δαπάνη των διαδίκων μερών του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθεί εν όλω μεταξύ αυτών, επειδή η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων διατάξεων είναι ιδιαίτερα δυσχερής [άρθ. 179, όπως αντικ. με το άρθ. 2 § 2 Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ Α΄ 109/29-5-01) και 183 ΚΠολΔ]. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει αυτήν κατ' ουσία. 
Συμψηφίζει στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αυτών του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι, στις  13 Απριλίου 2020. 

 Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ