Εφετείο 3421/2020: Παράλειψη προαγωγής - Ιονική και Alpha Bank καθολική διαδοχή, ισχύει ο τελευταίος Κανονισμός εργασίας


Υπάλληλος Alpha Bank - Παράλειψη προαγωγής - Ιονική και Alpha Bank καθολική διαδοχή, ισχύει ο τελευταίος Κανονισμός εργασίας της Alpha Bank που κατήργησε τον προηγούμενο της Ιονικής νμλγ


ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
4ο ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 

Αριθμός αποφάσεως
3421/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ - ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ)

Αποτελούμενο από το Δικαστή Παύλο Μαυρομάτη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε με διοικητική Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και την γραμματέα Ελισσάβετ Τσιτσικάου. 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στην 1 Οκτωβρίου 2019, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α. Στην υπ’ αριθ. κατ. .../4-1-19 έφεση (αριθ. πιν. 40): 
Της εκκαλούσας - ενάγουσας: Ε. Κ. του Γ. με Α.Φ.Μ. ..., κατοίκου A.. (οδός Κ. αρ. 22), την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της Π. Α. Π. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ... και Α.Φ.Μ. ...), η οποία κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π.../2-10-19 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών. 
Της εφεσίβλητης - εναγομένης: Ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ''Alpha Τράπεζα Α.Ε.'' με Α.Φ.Μ. 094014249, που εδρεύει στην Αθήνα (οδ. Σταδίου, αριθ. 40) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της Κωνσταντίνα Ρ. Σπυροπούλου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 027164 και Α.Φ.Μ. 069420660), η οποία κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π2164920/4-9-19 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών. 
Β. Στην υπ’ αριθ. κατ. .../14-2-19 έφεση (αριθ. πιν. 67): 
Της εκκαλούσας - εναγομένης: Ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ''Alpha Tράπεζα Α.Ε.'' με Α.Φ.Μ. 094014249, που εδρεύει στην Αθήνα (οδ. Σταδίου, αριθ. 40) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της Κωνσταντίνα Ρ. Σπυροπούλου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 027164 και Α.Φ.Μ. 069420660), η οποία κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π2164920/4-9-19 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών. 
Της εφεσίβλητης - ενάγουσας: Ε. Κ. του Γ. με Α.Φ.Μ. ..., κατοίκου Αθηνών (οδός Κ. αρ. …), την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της Π. Α. Π. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ... και Α.Φ.Μ. ...), η οποία κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π.../2-10-19 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών. 
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/12/08 και με αριθ. κατ. .../16-12-08 αγωγή αναγνώρισης παράνομης παράλειψης προαγωγής και καταβολής μισθολογικών διαφορών, την οποία άσκησε η ενάγουσα κατά της εναγομένης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Η συζήτηση της αγωγής ορίσθηκε να γίνει στις 10/11/09 με αριθ. πιν. ../.., και κατόπιν αναβολής στις 16/2/10, οπότε συζητήθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων μερών, και εκδόθηκε η υπ' αριθ. 973/13-4-10 εν μέρει οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης για το αίτημα της αγωγής περί αναγνώρισης των μισθολογικών διαφορών και διέταξε προς τούτο σχετική λογιστική πραγματογνωμοσύνη. Με την από 27/8/15 και αριθ. κατ. .../2015 κλήση - αίτηση ανάκλησης της ενάγουσας επαναφέρθηκε η ως άνω αγωγή προς συζήτηση για έκδοση οριστικής αποφάσεως και ορίσθηκε να εκδικασθεί στις 31/3/16 και κατόπιν αναβολής στις 30/1/18. Συζητηθείσης της αγωγής κατά την τελευταία ημερομηνία εκδόθηκε η υπ' αριθ. 2175/22-11-18 οριστική απόφαση η οποία δέχθηκε εν μέρει στην ουσία της την αγωγή κατά τα υπόλοιπα εναπομείναντα κεφάλαιά της. 
Η ενάγουσα - εκκαλούσα με την από 27/12/18 έφεσή της (αριθ. έκθ. κατάθ. .../4-1-19), η οποία έλαβε αριθ. κατ. πράξεως προσδιορισμού δικασίμου .../15-1-19 στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, και προσδιορίσθηκε για να εκδικασθεί στην επί της αρχής της παρούσας αναφερομένη ημερομηνία, με αριθ. πιν. 40, ζήτησε την εξαφάνιση της προσβαλλομένης και την αποδοχή της αγωγής της.
Η εναγομένη - εκκαλούσα με την από 14/2/19 έφεσή της (αριθ. έκθ. κατάθ. .../14-2-19), η οποία έλαβε αριθ. κατ. πράξεως προσδιορισμού δικασίμου .../19-2-19 στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, και προσδιορίσθηκε για να εκδικασθεί στην επί της αρχής της παρούσας αναφερομένη ημερομηνία, με αριθ. πιν. 67, ζήτησε την εξαφάνιση της προσβαλλομένης και την ολοσχερή απόρριψη της αγωγής της αντιδίκου της.
Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας - εφεσίβλητης - ενάγουσας, δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αλλά κατέθεσε την από 12/9/19 δήλωση κατ’ άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και προκατέθεσε εμπρόθεσμα έγγραφες προτάσεις.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας - εφεσίβλητης - εναγομένης, δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αλλά κατέθεσε την από 25/9/19 δήλωση κατ’ άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και προκατέθεσε εμπρόθεσμα έγγραφες προτάσεις.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες εφέσεις, ήτοι (κατά σειρά του πινακίου τους): α) η από 27/12/18 (αριθ. εκθ. καταθ. .../4-1-19) έφεση της ενάγουσας - εκκαλούσας - εφεσίβλητης και β) η από 14/2/19 (αριθ. εκθ. κατάθ. .../14-2-19) έφεση της εναγομένης - εκκαλούσας - εφεσίβλητης, που εν μέρει νίκησαν και ηττήθηκαν αντίστοιχα, κατά της υπ’ αριθ. 2175/22-11-18 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και της υπ' αριθ. 973/13-4-10 εν μέρει οριστικής αποφάσεως, οι οποίες εκδόθηκαν κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 663 επ. ΚΠολΔ, ως ίσχυαν πριν κατάργησή τους), ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, με νομότυπη κατάθεση των σχετικών δικογράφων τους στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 1α΄, 3 παρ. 1, 19 όπως αντικ. με το άρθ. 4 παρ. 2 Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011), 495 παρ. 1 & 2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1, 522, 500 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους ή την αντικατάστασή τους, κατά περίπτωση, με το άρθ. 1 Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι πιστό αντίγραφο της υπ’ αριθ. 2175/22-11-18 εκκαλουμένης επιδόθηκε στην εναγομένη - εκκαλούσα - εφεσίβλητη με επιμέλεια της ενάγουσας - εκκαλούσας - εφεσίβλητης στις 15/1/19 (σχ. επισημείωση επί αντιγράφου της εκκαλουμένης της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών Γ. Ι. Λ.) και τα δικόγραφα των εφέσεων κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 4/1/19 - ήτοι προ της ως άνω επίδοσης - και στις 14/2/19 (σχ. υπ’ αριθ. .../4-1-19 και .../14-2-19 εκθέσεις κατάθεσης δικογράφων εφέσεων της γραμματέα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών). Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές και αφού διαταχθεί η συνεκδίκασή τους, λόγω της πρόδηλης συνάφειας (άρθ. 31, 246, 524 §1, 591 ΚΠολΔ), διευκόλυνσης διεξαγωγής της δίκης, μείωσης των εξόδων και αποφυγής έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, αφού στρέφονται κατά των ιδίων ως άνω εκκαλουμένων αποφάσεων, ασκήθηκαν από και κατά των αυτών διαδίκων και υπάγονται στην ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, να εξεταστούν ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και εντός των ορίων των λόγων τους (άρθ. 522 §1 και 533 ΚΠολΔ), από το αρμόδιο προς αυτό καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστήριο τούτο (άρθ. 19 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό τους αφενός δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθ. 495 παρ. 4 εδαφ. τελευταίο και 614 §3 ΚΠολΔ, ως αυτά ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 - Κ. Ρίζο σε Ν. Λεοντή, Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, 2018, σσ. 239), αφετέρου έχουν κατατεθεί από τους υπόχρεους προς τούτο πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων τα παράβολα προκαταβολής εισφορών και ενσήμων (άρθ. 61 παρ. 1 και 4 Ν. 4139/2013), ως αυτά αναφέρονται παραπάνω στα εισαγωγικά της παρούσας. 

ΙΙ. Με την από 15/12/08 και με αριθ. κατ. .../16-12-08 αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι προσλήφθηκε στις 4/10/1982 από την πρώην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία Ι. και Λ. Τ.'' με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία (σύμβαση εργασίας της) διέπεται από τον Οργανισμό Προσωπικού της αντισυμβαλλομένης τράπεζας, που έχει καταρτισθεί με την από 11/11/1977 ΕΣΣΕ, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, κηρύχθηκε υποχρεωτική και είχε ισχύ νόμου. Ότι η ως άνω Τράπεζα συγχωνεύθηκε δι' απορροφήσεως από την εναγομένη, δυνάμει των από 11/4/00 και 18/4/00 αποφάσεων των Γενικών Συνελεύσεων αυτών και η εναγομένη εταιρεία υπεισήλθε αυτοδίκαια εκ του νόμου σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που πηγάζουν από την εργασιακή της σύμβαση, στη θέση της αρχικής εργοδότριάς της. Ότι είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και γνωρίζει πολύ καλά την αγγλική γλώσσα και μέτρια τη γαλλική γλώσσα. Ότι προήχθη βαθμολογικά κατ' εκλογήν χωρίς καθυστέρηση ή στασιμότητα μέχρι και το βαθμό του Εντεταλμένου Διεύθυνσης (Υποδιευθυντή Β') τον οποίο κατέχει από 1/1/1999. Ότι υπηρέτησε στις αναλυτικά αναγραφόμενες υπηρεσίες της ως άνω τράπεζας, ότι έχει παρακολουθήσει συνολικά δεκαεπτά (17) εκπαιδευτικά σεμινάρια και ότι έχει την αναλυτική βαθμολογία που αναγράφεται στις αναφερόμενες οικείες εκθέσεις αξιολόγησης. Ότι η εναγομένη, κατά τις προαγωγικές κρίσεις, που έλαβαν χώρα στις 1/1/03, 1/1/04, 1/1/05, 1/1/06, 1/1/07 και 1/1/08 για την προαγωγή ομοιόβαθμων υπαλλήλων στο βαθμό του Υποδιευθυντή Α΄, ενεργώντας κατά κατάχρηση δικαιώματος, παρέλειψε να προαγάγει την ίδια, ενώ προήγαγε κατ' εκλογήν τους αναφερόμενους στην αγωγή ομοιοβάθμους συναδέλφους της, έναντι των οποίων αυτή υπερείχε καταφανώς σε τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, όπως αυτά αναφέρονται στην αγωγή. Ότι η παράλειψη αυτή της εναγομένης συνιστά κατάχρηση δικαιώματος κατ' άρθ. 281 ΑΚ, άλλως παρακώλυση πληρώσεως εναντίον της καλής πίστης της αιρέσεως υπό την οποία τελούσε η προαγωγή της κατ' άρθ. 207 ΑΚ. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, κατόπιν παραδεκτής μετατροπής των καταψηφιστικών αιτημάτων της αγωγής σε αναγνωριστικά (άρθ. 223 και 295 παρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ), η ενάγουσα ζήτησε α) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη όφειλε να την προάγει στο βαθμό του Υποδιευθυντή Α΄ από 1/1/03, άλλως από 1/1/04, άλλως από 1/1/05, άλλως από 1/1/06, άλλως από 1/1/07, άλλως από 1/1/08, β) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει τις μισθολογικές διαφορές μεταξύ του βαθμού του Εντεταλμένου Διεύθυνσης (Υποδιευθυντή Β') και του Υποδιευθυντή, ήτοι το ποσό των 61.275,87 € για το χρονικό διάστημα από 1/1/03 έως 31/12/08, άλλως το ποσό των 53.466,21 € για το χρονικό διάστημα από 1/1/04 έως 31/10/08, άλλως το ποσό των 42.789,17 € για το χρονικό διάστημα από 1/1/05 έως 31/12/08, άλλως το ποσό των 31.375,73 € για το χρονικό διάστημα από 1/1/06 έως 31/12/08, άλλως το ποσό των 20.305,55 € για το χρονικό διάστημα από 1/1/07 έως 31/12/08, άλλως το ποσό των 10.593,47 € για το χρονικό διάστημα από 1/1/08 έως 31/12/08, νομιμοτόκως από τότε που το κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως, γ) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και καταχρηστική παράλειψη της να την προάγει το ποσό των 60.000 €, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως και δ) να καταδικασθεί η εναγομένη στην δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε από το παραπάνω Δικαστήριο, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ως άνω ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η υπ' αριθ. 973/13-4-10 εν μέρει οριστική συνεκκαλουμένη απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη αυτήν ως προς την κύρια βάση της επιστηρίζοντάς την στις διατάξεις των άρθ. 3, 4 §1, 9 και 10 §§1, 2 &11, 2, 8, 9, 10 παρ. 2, 13, 15 και 16 της από 1/12/1977 ΣΣΕ (ΦΕΚ 1315/29-12-1977), 57, 59, 299, 281, 914, 932 ΑΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ, και απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική της βάση με την αιτίαση ότι ο Οργανισμός Προσωπικού της εναγομένης έχει ισχύ νόμου, και ο δικαστικός έλεγχος της εξουσίας των οργάνων της εναγομένης για κατ' εκλογήν προαγωγή των υπαλλήλων της γίνεται κατ' άρθ. 281 ΑΚ, καθώς και το αίτημά της περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής με την αιτίαση ότι οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν εκτελούνται, δέχθηκε εν μέρει στην ουσία της την αγωγή και ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης για το αίτημα της αγωγής περί αναγνώρισης των μισθολογικών διαφορών διατάσσοντας προς τούτο σχετική λογιστική πραγματογνωμοσύνη. Η ενάγουσα με την από 27/8/15 (αριθ. κατ. .../2015) κλήση - αίτηση ανάκλησής της επανέφερε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την ως άνω αγωγή της, προς έκδοση οριστικής αποφάσεως για τα κεφάλαιά της που δεν είχαν κριθεί οριστικά. Επί της αγωγής για τα ως άνω κεφάλαια εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ως άνω ίδια διαδικασία από το ίδιο Δικαστήριο η υπ' αριθ. 2175/22-11-18 εκκαλουμένη οριστική απόφαση η οποία ανακάλεσε την διάταξη περί διενεργείας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης της υπ' αριθ. 973/2010 εν μέρει οριστικής ανωτέρω αποφάσεως και δέχθηκε εν μέρει ουσιαστικά την αγωγή αναφορικά με το κύριο αίτημά της περί αναγνώρισης των μισθολογικών διαφορών μεταξύ του βαθμού του Εντεταλμένου Διεύθυνσης (Υποδιευθυντή Β') και του Υποδιευθυντή για το χρονικό διάστημα από 1/1/04 έως 31/12/08. Οι παραδοχές αυτές του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προκάλεσαν τόσο τα με τους λόγους της έφεσης εισαγόμενα παράπονα της ενάγουσας - εκκαλούσας (τρεις), όσο και εκείνα της εναγομένης - εκκαλούσας (τρεις), οι οποίοι στο σύνολό τους εκτιμώμενοι συνιστούν αιτιάσεις για ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, αλλά και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έτσι ώστε κατά μεν εκείνη της ενάγουσας - εκκαλούσας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά τα κεφάλαια που απορρίφθηκε η αγωγή και να γίνει δεκτή η τελευταία και ως προς αυτά, κατά δε εκείνη της εναγομένης - εκκαλούσας να απορριφθεί η αγωγή και κατά τα υπόλοιπα, άλλως να μεταρρυθμισθούν οι εκκαλούμενες προς το βέλτιον αυτής. Ειδικότερα δια του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου εφέσεως της εκκαλούσας - εναγομένης, κατά το νοηματικό του περιεχόμενο, επαναφέρεται η ένσταση συμψηφισμού των μισθολογικών διαφορών της ενάγουσας με το επίδομα ''Συμπληρωματικές Αποδοχές'' που αυτή έλαβε και υπερκαλύπτει την διαφορά από τις αποδοχές των δύο βαθμών. Κατά τη διάταξη του άρθ. 591 παρ.1 ΚΠολΔ (όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρόνο, πριν δηλαδή από την αντικατάσταση της από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), "τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά [...] β) οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο, γ) όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά [...]". Κατά δε τη διάταξη του άρθ. 256 παρ.1 στοιχ. δ` ΚΠολΔ, τα συντασσόμενα από το γραμματέα πρακτικά συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν "όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως [...] τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σ' αυτές, [...]". Από την πρώτη από τις διατάξεις αυτές (άρθ. 591 παρ.1 ΚΠολΔ) σαφώς συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθ. 677 - 681 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους από το Ν. 4335/2015), όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, όπως είναι και η ένσταση συμψηφισμού κατ' άρθ. 440 ΑΚ, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθ. 262 παρ.1 ΚΠολΔ), εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί, προφορική προβολή των ισχυρισμών αυτών, που "ως γενόμενο κατά τη συζήτηση" σημειώνεται στα πρακτικά. Από τη δεύτερη δε από τις αμέσως πιο πάνω διατάξεις (άρθ. 256 παρ.1 στοιχ. δ` ΚΠολΔ) συνάγεται ότι η κατά την πρώτη διάταξη (άρθ. 591 παρ.1 στοιχ. β` ΚΠολΔ) σημείωση της προφορικής προβολής του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα αυτών (πρακτικών) και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προβολής του είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρημένων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλομένων εγγράφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005 ΕλλΔνη 2005.689, ΑΠ 378/2018 ΤρΝομΠλ ''ΔΣΑ'', ΑΠ 88/2018 ΤρΝομΠλ ''ΔΣΑ'', ΑΠ 611/2016 ΕΠολΔ 2017.96, ΑΠ 220/2014 ΤρΝομΠλ ''Νόμος'', ΑΠ 450/2013 ΝοΒ 2013.1912, ΑΠ 1414/2012 ΝοΒ 2013.754, ΑΠ 128/2008 ΝοΒ 2008.1291). Στην περίπτωση αυτή είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη των ισχυρισμών αυτών, εφόσον αυτοί δεν είχαν προταθεί πρωτοδίκως κατά τρόπο παραδεκτό ως άνω, εκτός εάν εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις του παραδεκτού της βραδείας προβολής κατά τα άρθ. 527 και 269 ΚΠολΔ, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί ο διάδικος που προβάλλει τους ισχυρισμούς αυτού (ΑΠ 88/2018 ΤρΝομΠλ ''ΔΣΑ'', ΑΠ 243/2015 ΤρΝομΠλ ''ΔΣΑ'', ΑΠ 9/2014 ΕΕμπΔ 2015.869, ΑΠ 902/2008 ΝοΒ 2008.2466, ΑΠ 128/2008 ΝοΒ 2008.1291). Για την παραδεκτή όμως προβολή κατά τα ανωτέρω των σχετικών ισχυρισμών ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, εφόσον έχουν κατατεθεί προτάσεις που περιέχουν έκθεση των πραγματικών περιστατικών που τους θεμελιώνουν, αρκεί η επιγραμματική καταχώριση αυτών στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, καθότι στην περίπτωση αυτή είναι δυνατή η εξέτασή τους στο ακροατήριο (ΑΠ 981/2018 ΤρΝομΠλ ''ΔΣΑ'', ΑΠ 221/2011 ΝοΒ 2011.1613, ΑΠ 175/2009 ΕΠολΔ 2010.866). Στην προκειμένη περίπτωση από την έρευνα των πρακτικών της συζήτησης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προκύπτει, ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν καταχωρήθηκε στα πρακτικά κατ' αρθ. 591 §1 δ΄ ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 1, άρθρο ένατο Ν. 4335/2015, και 256 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠολΔ, αλλά προτάθηκε και αναπτύχθηκε μόνο με τις προτάσεις αυτής στον πρώτο βαθμό. Επομένως δεν έγινε παραδεκτή προβολή του. Εξάλλου ο ισχυρισμός αυτός δεν εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις του παραδεκτού της βραδείας προβολής κατά τα άρθ. 527 και 269 ΚΠολΔ, τις οποίες και δεν επικαλείται η εκκαλούσα. Ενόψει δε του ότι το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο απέρριψε αυτόν, ως απαράδεκτο, ορθά το νόμο εφάρμοσε (ΟλΑΠ 2/2005 ό.α., ΑΠ 235/2019 ΤρΝομΠλ ''ΔΣΑ'', ΑΠ 622/2019, ΑΠ 456/2018 ΕλλΔνη 2019.95, ΑΠ 1147/2017 ΔΕΝ 2019.177) και ως εκ τούτου ο ως άνω λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Δια των λοιπών λόγων εφέσεως της εναγομένης, ως και δια απάντων των λόγων εφέσεως της ενάγουσας πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εν σχέσει προς την κατ’ ουσίαν εν μέρει παραδοχή της ιστορικής βάσεως της αγωγής (και δη έκαστος λόγος εφέσεως πλήττει αυτήν ως προς τις κατ’ ιδίαν παραδοχές της).

IΙΙ. Από τις διατάξεις των αρθ. 1 παρ. 1, 2, 2 παρ.1. και 21 παρ. 1, 2 Ν. 3239/1955, που ίσχυε πριν από το Ν. 1876/1990, σε συνδυασμό με το αρθ. 22 παρ. 2 του Συντάγματος, προκύπτει ότι περιεχόμενο των συλλογικών συμβάσεων είναι η ρύθμιση των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των εργαζομένων. Τα θέματα των όρων και συνθηκών εργασίας ανήκουν, κατά κανόνα, στο νόμιμο περιεχόμενο των κανονισμών εργασίας, χωρίς να αποκλείεται κανονισμοί εργασίας να αποτελούν αυτοτελώς περιεχόμενο συλλογικών συμβάσεων. Στην τελευταία, περίπτωση η ρύθμιση αυτή, δηλαδή, ο περιεχόμενος σε συλλογική σύμβαση κανονισμός, ανήκει στο κανονιστικό μέρος της συλλογικής συμβάσεως και επομένως έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου. Έτσι, κανονισμός εργασίας, που έχει αποτελέσει περιεχόμενο ειδικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, η οποία, σύμφωνα µε το αρθ. 2 παρ. 2 του πιο πάνω νόμου κατατέθηκε στο Υπουργείο Εργασίας και δημοσιεύθηκε µε απόφαση του Υπουργού Εργασίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως έχει ισχύ νόμου ουσιαστικού και όχι συμβάσεως. Οι κανονισμοί εργασίας, που καταρτίσθηκαν κατά τα παραπάνω, σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν ενιαία τάξη, ομοιομορφία και ίση μεταχείριση στην εκμετάλλευση, πράγμα, που επιτυγχάνεται µε τη ρύθμιση γενικών και αφηρημένων διατάξεων, που έχουν άμεση και αναγκαστική ενέργεια σε όλο το προσωπικό, χωρίς να απαιτείται σχετική συμφωνία των μερών. Οι ειδικές συλλογικές συμβάσεις, αν και καταρτίσθηκαν υπό την ισχύ του Ν. 3239/1955, υπάγονται ως προς τα αποτελέσματα τους και γενικώς την ισχύ τους στις διατάξεις του ισχύοντος ήδη Ν. 1876/1990, που είναι άμεσης εφαρμογής (ΑΠ 256/2016 ΤρΝομΠλ ''ΔΣΑ'', ΑΠ 1494/2010 ΝοΒ 2011.586, ΑΠ 280/2006 ΧρΙΔ 2006.659). Εξάλλου, και από το συνδυασμό των διατάξεων των αρθ. 2 παρ. 1, 6, 3 παρ. 1 γ, 5 και 8 παρ. 3 του τελευταίου αυτού νόμου ως και του αρθ. 12 του Ν. 1767/1988, προκύπτει ότι, και, κατά τα νυν ισχύοντα, στο δυνατό περιεχόμενο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ανήκει, πλην άλλων, η ρύθμιση σχετικά µε τη σύναψη, τους όρους λειτουργίας και τη λήξη των ατομικών συμβάσεων εργασίας, ως και ο κανονισμός εργασίας και ότι επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση, που, σημειωτέον, εισήχθη το πρώτον µε τον παραπάνω νόμο, είναι η συλλογική σύμβαση, που καταρτίζεται μεταξύ της συνδικαλιστικής οργανώσεως της επιχειρήσεως και του εργοδότη και η ισχύς της οποίας καταλαμβάνει όλους ανεξαιρέτως τους μισθωτούς της επιχειρήσεως. Αυτές οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις αντιστοιχούν στις ειδικές συλλογικές συμβάσεις του προϊσχύσαντος Ν. 3239/1955 και οι κανονιστικές τους διατάξεις έχουν ισχύ νόμου (πρβλ. ΑΠ 615/2018 ΔΕΕ 2019.762, ΑΠ 1645/2017 ΤρΝομΠλ ''ΔΣΑ'', ΑΠ 256/2016 ό.α., ΑΠ 251/2012 ΝοΒ 2012.1782, ΑΠ 860/2010 ΔΕΝ 2010.1061, ΑΠ 1437/2006 ΔΕΕ 2007.1108, ΑΠ 488/2006 Ε7 2006.2403). Περαιτέρω, στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, όπου ισχύει Κανονισμός ή Οργανισμός προσωπικού με ισχύ νόμου, η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου από τα αρμόδια όργανα του εργοδότη ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τη διάταξη του αρθ. 281 ΑΚ για κατάχρηση δικαιώματος, η οποία υφίσταται όταν, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης, παραλείφθηκε η προαγωγή εργαζομένου που καταφανώς υπερείχε κατά τα προβλεπόμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι άλλου συναδέλφου του, του οποίου καταχρηστικώς προκρίθηκε η προαγωγή. Στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός προσωπικού με συμβατική ισχύ, η παράλειψη προαγωγής εργαζόμενου ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τις διατάξεις των αρθ. 201 και 207 ΑΚ. Στις περιπτώσεις δηλαδή αυτές, η προαγωγή τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της συνδρομής των προς προαγωγή όρων και δη της συνδρομής στο πρόσωπο του εργαζόμενου των συμβατικώς προβλεπομένων στον κανονισμό ή τον οργανισμό προϋποθέσεων και προσόντων προς προαγωγή. Αν επομένως ο εργοδότης ή τα όργανά του που ορίζονται στον κανονισμό, παρέλειψαν αντίθετα προς την καλή πίστη, να προαγάγουν ορισμένο εργαζόμενο, μολονότι αυτός συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις και τα αναγκαία τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, η αίρεση λογίζεται ότι έχει πληρωθεί. Είναι δε αντίθετη προς την καλή πίστη η παράλειψη προαγωγής ορισμένου υποψηφίου αν αυτός υπερείχε καταφανώς έναντι έστω και ενός προκριθέντος συναδέλφου του. Εκ τούτων καθίσταται φανερό ότι, είτε εφαρμοστεί το αρθ. 281 ΑΚ (επί κανονισμού ή οργανισμού με ισχύ νόμου), είτε το αρθ. 207 ΑΚ (επί κανονισμού ή οργανισμού με συμβατική ισχύ), ο έλεγχος της παράλειψης προαγωγής γίνεται με το ίδιο νομικό κριτήριο της αντίθεσης ή μη αυτής προς τις αρχές της καλής πίστης και ειδικότερα με το κριτήριο της καταφανούς ή όχι υπεροχής του παραλειφθέντος, ως προς τα υπηρεσιακά προσόντα, έναντι προαχθέντος συναδέλφου του (ΟλΑΠ 32/2002 ΕλλΔνη 2002.1026, ΑΠ 212/2015 ΤρΝομΠλ ''ΔΣΑ'', ΑΠ 1723/2008 ΝοΒ 2009.643, ΑΠ 2169/2007 ΝοΒ 2008.983). Συνακόλουθα, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως βάσιμη αγωγική αξίωση για αναγνώριση δικαιώματος προαγωγής, όταν υπάρχει απλή και όχι καταφανής υπεροχή του υπαλλήλου, που παραλείφθηκε, σε σχέση με τον προαχθέντα συνάδελφό του και εντεύθεν η απόφαση του εργοδότη δεν είναι κατάφωρα άδικη (ΑΠ 801/2014 ΤρΝομΠλ ''ΔΣΑ'', ΑΠ 480/2007 ΝοΒ 2007.1651, ΑΠ 272/2006 ΤρΝομΠλ ''ΔΣΑ'', ΑΠ 1622/2006 ΝοΒ 2007.437, ΑΠ 571/2005, ΑΠ 1223/2004, ΑΠ 243/2003 ΤρΝομΠλ ''Νόμος''). Γι' αυτό προκειμένου να ερευνηθεί η ύπαρξη κατάφωρης αδικίας σε βάρος του παραλειφθέντος, δεν ενδιαφέρει αν οι προαχθέντες υπερείχαν καταφανώς του παραλειφθέντος, αλλά το αντίθετο, αν δηλαδή ο παραλειφθείς υπερείχε καταφανώς των προαχθέντων, ενώ η απλή υπεροχή δεν επηρεάζει την προαγωγική κρίση (ΑΠ 1650/1991 ΕΕργΔ 1993.160). Καταφώρως δε άδικη είναι η κρίση του υπόχρεου εργοδότη, όταν υπερβαίνει τα ακραία λογικά όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί ο τελευταίος κατά την εκτίμηση της υπηρεσιακής αποδόσεως και συμπεριφοράς του υπαλλήλου (ΑΠ 691/2001 ΕλλΔνη 2002.744). Σε παράλειψη προαγωγής, ο υπάλληλος που παραλείφθηκε έχει έννομο συμφέρον και δικαιούται να ασκήσει αγωγή προς αναγνώριση της καταχρηστικής άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη που παρέλειψε να τον προάγει (αρθ. 68, 70 ΚΠολΔ), οπότε με την τελεσιδικία της αποφάσεως, η προαγωγή λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε αυτοδικαίως (κατά πλάσμα δικαίου ΑΠ 248/2016 Ε7 2016.1003, ΑΠ 124/2011 ΤρΝομΠλ ''Νόμος'') από τον χρόνο στον οποίο έπρεπε να συντελεσθεί (αρθ. 12 Ν. 1082/1980), καθώς και για επιδίκαση αποζημίωσης, από τη σε βάρος του αδικοπραξία (ΑΠ 248/2016 Ε7 2016.1003, ΑΠ 122/2011 ΝοΒ 2011.1305, ΕφΠειρ 725/2014 ΤρΝομΠλ ''Νόμος''). Η αξίωση μισθωτού για καταβολή των μισθολογικών διαφορών, που θα ελάμβανε μέχρι την τελεσίδικη αναγνώριση του δικαιώματος του να προαχθεί στον επόμενο βαθμό, δεν αποτελεί αξίωση για καταβολή της διαφοράς αυτού τούτου του μισθού του ανώτερου βαθμού, αφού τέτοια αξίωση δεν είχε γεννηθεί μέχρι την αναγνώριση του άνω δικαιώματος του, αλλά αξίωση καταβολής αποζημίωσης, γιατί στερήθηκε τις ανωτέρω μισθολογικές διαφορές (ΑΠ 248/2016 ό.α., ΑΠ 230/2006 ΝοΒ 2006.1779) και κατά συνέπεια, για την ύπαρξη υποχρέωσης τοκοδοσίας επί της ανωτέρω αποζημιώσεως απαιτείται όχληση κατά τα άρθρα 340, 345, 346 ΑΚ ή συμβατικώς ορισμένη για την καταβολή της αποζημίωσης δήλη ημέρα, σύμφωνα με το αρθ. 341 Α.Κ., αφού στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατό να εφαρμοσθεί η διάταξη του αρθ. 655 εδ. α΄ ΑΚ (ΑΠ 230/2006 ΝοΒ 2006.1779, ΑΠ 222/1991 ΕΕργΔ 1992.165, βλ. και αποκλίνουσα άποψη ΑΠ 1522/2003 ΕλλΔνη 2005.1463). Τέλος, με την υπ’ αριθ. Κ2-5127/25.4.2000 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, (ΦΕΚ 2590/26.4.2000 τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) εγκρίθηκε η συγχώνευση της πρώην τραπεζικής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ι. και Λ. Τ. Α.Ε." με την τραπεζική εταιρία "Α. Τ. Π. Α.Ε.", η οποία μετονομάσθηκε σε "A. B. Α.Ε." με την από 28.3.2000 απόφαση της γενικής της συνελεύσεως, δι’ απορροφήσεως της πρώτης από τη δεύτερη. Με την από 26.6.2003 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ της "A. B. Α.Ε." και του συλλόγου των εργαζομένων σ’ αυτή, η οποία κατατέθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας την 30.6.2003 και έχει σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 1 και 6, 7 παρ. 1, 8 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 ισχύ ουσιαστικού νόμου, καταρτίσθηκε ο νέος οργανισμός προσωπικού της τραπεζικής αυτής εταιρίας. Σύμφωνα με το αρθ. 10 παρ. 2 του οργανισμού αυτού "οι προαγωγές από το βαθμό του υποτμηματάρχη και άνω διενεργούνται μία φορά το έτος, ήτοι κάθε 1η Ιανουαρίου, με πρόταση του Συμβουλίου Διευθυντών από το Διοικητικό Συμβούλιο, μόνον κατ’ εκλογή και εφόσον έχει συμπληρωθεί τουλάχιστον τριετία ευδοκίμου υπηρεσίας σε κάθε βαθμό". Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής προς τα άρθρα 1, 3, 4, 9 και 11 του εν λόγω οργανισμού προκύπτει ότι το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας, για να στηρίξει την περί της προαγωγής κρίση του, λαμβάνει υπ` όψη τα στοιχεία του ατομικού φακέλου του κρινόμενου, που περιλαμβάνει τα κατ` έτος συντασσόμενα δελτία αξιολογήσεως για τις γνώσεις του υπαλλήλου, την ειδικότητα, την επιμέλεια, την ευσυνειδησία και την επάρκεια στην εκτέλεση της υπηρεσίας, το ήθος και τη συμπεριφορά του, γενικώς, προς το προσωπικό και την πελατεία. Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, με την οποία παραλείφθηκε μισθωτός κατά τις προαγωγές στον ανώτερο βαθμό, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο μόνο με τις προϋποθέσεις του αρθ. 281 ΑΚ. Η παράλειψη προαγωγής του μισθωτού στον ανώτερο βαθμό είναι καταχρηστική όταν αυτός υπερτερεί καταφανώς του αντ` αυτού προαχθέντος συναδέλφου του και εντεύθεν η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου είναι κατάφωρα άδικη (ΑΠ 256/2016 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ). Από τα παραπάνω καθίσταται φανερό ότι οι προαγωγές στο βαθμό του Τμηματάρχη Β και άνω, σύμφωνα με την από 26.06.2003 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας της ''A. B. A.E.'' γίνονται από το αρμόδιο όργανο, δηλαδή το διοικητικό συμβούλιο, μετά από εισήγηση της Διεύθυνσης και μόνο κατ' εκλογή και εφόσον ο κρινόμενος έχει συμπληρώσει στον προηγούμενο βαθμό ευδόκιμη υπηρεσία τριών ετών (ΑΠ 615/2018 ΔΕΕ 2019.762, ΑΠ 1645/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ). 

ΙV. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος απόδειξης, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την συνεκκαλουμένη υπ' αριθ. 973/13-4-10 εν μέρει οριστική απόφαση πρακτικά, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, ενώπιον του πρωτοβάθμιου, αλλά και του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, έστω και για πρώτη φορά (αρθ. 529 παρ. 1α΄ ΚΠολΔ), ακόμη και αν όλα δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθ. 614 αριθ. 3, 621 επ. και 591 §1 ΚΠολΔ), τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (αρθ. 395, 591 §1 ΚΠολΔ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1045/2017 ΤρΝομΠλ Δ.Σ.Α., ΑΠ 471/2016 ΤρΝομΠλ Δ.Σ.Α.), καθώς και από τις υπ' αριθ. …/18-2-10, …./18-2-10 και …./26-1-2018 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Α. και ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Κ., αντιστοίχως, που επικαλούνται οι διάδικοι, οι οποίες συντάχθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου τους (σχ. υπ' αριθ. 973/13-4-10 πρακτικά της εν μέρει εκκαλουμένης οριστικής απόφασης, και υπ' αριθ. …Β/23-1-18 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Αθηνών Γ. Ι. Λ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μετά από επιτυχία σε διαγωνισμό πτυχιούχων για την πρόσληψη προσωπικού που διενήργησε η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία Ι. και Λ. Τ. της Ελλάδος Α.Ε.'', η ενάγουσα, ηλικίας τότε 35 ετών (γεν. 7/1/1947), προσελήφθη από αυτήν στις 4/10/1982 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης ορισμένου χρόνου προκειμένου να απασχοληθεί ως υπάλληλος του Λογιστικού της Κλάδου. Μετά τη λήξη της σχετικής δοκιμαστικής περιόδου ορισμένου χρόνου, η ως άνω σύμβαση μετατράπηκε από τα μέρη σε αορίστου χρόνου. Κατά το έτος 2000 η ως άνω τράπεζα, εργοδότρια της ενάγουσας, απορροφήθηκε από την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "Ά. Τ. Π. Α.Ε." και μετονομάσθηκε σε "A. B. Α.Ε.", ήτοι την εναγομένη, κατά τα εκτενώς εκτιθέμενα στην ως άνω μείζονα πρόταση. Έτσι η εναγομένη ως καθολική διάδοχος υπεισήλθε σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της αρχικής εργοδότριας της ενάγουσας. Αρχικά η εργασιακή σύμβαση της ενάγουσας διέπετο από τις διατάξεις του Οργανισμού Προσωπικού της ''Ι. και Λ. Τ.  Ελλάδος Α.Ε.'', που είχε καταρτισθεί με την από 1.12.1977 ΕΣΣΕ, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β` 1315/1977) με την 49468/10730/1977 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και κηρύχθηκε υποχρεωτική με την υπ' αριθ. 15868/1981 απόφαση του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ Β` 446/1981). Είχε δε ισχύ ουσιαστικού νόμου (όχι τυπικού - ΑΠ 1501/1997 ΕλλΔνη 1998.844, ΑΠ 1495/1998 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ). Μετά όμως την ως άνω διαδοχή, και από το έτος 2003 επί της συμβάσεώς της βρίσκει εφαρμογή η από 26.6.2003 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ της εναγομένης και του συλλόγου των εργαζομένων σ’ αυτή (Οργανισμός Προσωπικού), η οποία κατατέθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας στις 30.6.2003 και έχει σύμφωνα με τα άρθ. 2 παρ. 1 και 6, 7 παρ. 1, 8 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 ισχύ ουσιαστικού νόμου, και ως της αυτής ιεραρχικής βαθμίδος, κατήργησε την πρώτη κατά τις σχετικές της διατάξεις (ΑΠ 256/2016 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ), κατά τα εκτιθέμενα στον οικείο τόπο της ιδίας μείζονος προτάσεως. Σύμφωνα με το άρθ. 10 παρ. 2 του Οργανισμού αυτού ''οι προαγωγές από το βαθμό του υποτμηματάρχη και άνω διενεργούνται μία φορά το έτος, ήτοι κάθε 1η Ιανουαρίου, με πρόταση του Συμβουλίου Διευθυντών από το Διοικητικό Συμβούλιο, μόνο κατ' εκλογή και εφόσον έχει συμπληρωθεί τουλάχιστον τριετία ευδοκίμου υπηρεσίας σε κάθε βαθμό''. Το διοικητικό συμβούλιο της εναγομένης, για να στηρίξει την περί της προαγωγής κρίση του, λαμβάνει υπ’ όψη τα στοιχεία του ατομικού φακέλου του κρινόμενου, που περιλαμβάνει τα κατ’ έτος συντασσόμενα δελτία αξιολογήσεως για τις γνώσεις του υπαλλήλου, την ειδικότητα, την επιμέλεια, την ευσυνειδησία και την επάρκεια στην εκτέλεση της υπηρεσίας, το ήθος και τη συμπεριφορά του, γενικώς, προς το προσωπικό και την πελατεία (σχ. άρθ. 1, 3, 4, 9, 10 και 11 του εν λόγω Οργανισμού). Η ενάγουσα είναι πτυχιούχος Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.). Από τα στοιχεία του ατομικού της βιβλιαρίου προκύπτει ότι είχε την ακόλουθη εξέλιξη κατ' εκλογή στο Λογιστικό Κλάδο: στις 4/10/1982 έλαβε το βαθμό του δοκίμου Λογιστή, στην 1/1/1984 του βοηθού Λογιστή, στην 1/1/1986 του Υπολογιστή, στην 1/1/1988 του Λογιστή Β΄, στην 1/1/1990 του Λογιστή Α', στην 1/1/1991 του Βοηθού Τμηματάρχη, στην 1/1/1992 του Τμηματάρχη Β', στην 1/7/1995 του Τμηματάρχη Α' και στην 1/7/1999 του Υποδιευθυντή Β' /Εντεταλμένου Διευθύνσεως. Υπηρέτησε στις παρακάτω υπηρεσίες και έλαβε το δικαίωμα υπογραφής: Στην ''Ι. και Λ. Τ. της Ελλάδος Α.Ε.'' α) από την πρόσληψή της (4/10/1982) έως 12/3/1986 στο Κεντρικό Κατάστημα Β' με αντικείμενο το συνάλλαγμα, β) από 13/3/1986 έως 11/11/1990 στη Διεύθυνση Προσωπικού (μετονομασθείσα σε Διεύθυνση Διοικητικού) από 13/3/1986 έως 31/5/1988 ως υπάλληλος με αντικείμενο τις εργασιακές σχέσεις, και στη συνέχεια από 1/6/1988 έως 11/11/1990 ως Τομεάρχης Εργασιακών Σχέσεων της Διεύθυνσης Προσωπικού με δικαίωμα Β' κανονικής υπογραφής, γ) από 12/11/1990 έως 26/3/1995 στη Διεύθυνση Εποπτείας Πίστεως (μετονομασθείσα σε Διεύθυνση Πολιτικής) ως Τομεάρχης στην Υποδιεύθυνση Εμπορικών Πληροφοριών με δικαίωμα Β' κανονικής υπογραφής και με αρμοδιότητα τον έλεγχο χορηγήσεων και πιστώσεων, δ) από 27/3/1995 έως 5/10/1995 στη Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών ως Υποδιευθύντρια με δικαίωμα Α' κανονικής υπογραφής (σχ. υπ' αριθ. .../27.3.1995 Πράξη του Γενικού Διευθυντή της '' Ι.Λ.Τ.Ε.'' Γ. ...) και με αρμοδιότητα τη διαχείριση και τον έλεγχο των παγίων και αναλωσίμων υλικών της Τράπεζας, ε) από 6/10/1995 έως 26/7/1998 στη Διεύθυνση Διοικητικού ως Υποδιευθύντρια Προσωπικού με δικαίωμα Α' κανονικής υπογραφής και με αρμοδιότητα τη διαχείριση και αξιοποίηση ανθρωπίνου δυναμικού (αξιολογήσεις, μεταθέσεις, προαγωγές, μετατάξεις κλπ. - σχ. υπ' αριθ. …/4.10.1995 Πράξη), στ) από 27/7/1998 έως 11/3/2001 στη Διεύθυνση Προϊόντων & Marketing ως Υποδιευθύντρια με δικαίωμα Α' κανονικής υπογραφής και με αντικείμενο την προώθηση και τη χάραξη στρατηγικής πωλήσεων των τραπεζικών προϊόντων (σχ. υπ' αριθ. …/27.7.1998 Πράξη). Επίσης έλαβε δικαίωμα Β' προσωρινής υπογραφής από 26/8/1985 έως 16/9/1985, από 3/8/1987 έως 21/8/1987, από 26/2/1988 έως 30/4/1988 και από 2/5/1988 έως 30/6/1988 και δικαίωμα Α' προσωρινής υπογραφής από 11/8/1994 έως 31/8/1994. Μετά την ως άνω συγχώνευση των δύο Τραπεζών, η ενάγουσα από 12/3/2001 τέθηκε από την εναγομένη στη Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού και αποσπάσθηκε στο συνδικαλιστικό όργανο των εργαζομένων αυτής ''Σύλλογο Προσωπικού A. B.'' έως τις 26/2/2006. Μετά τη λήξη της απόσπασής της, η εναγομένη επανατοποθέτησε αυτήν στην Διεύθυνση Μάρκετινγκ, πλην όμως όχι με τα προηγούμενα καθήκοντα της Υποδιευθύντριας με δικαίωμα Α' υπογραφής, αλλά αυτά της απλής υπαλλήλου στην ως άνω Διεύθυνση, με δικαίωμα Β΄ υπογραφής. Για την ως άνω βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας, η τελευταία άσκησε κατά της εναγομένης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την από σχετική 31/5/2006 αγωγή της επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 973/2009 οριστική απόφασή του, η οποία αναγνώρισε την ως άνω βλαπτική μεταβολή και υποχρέωσε την εναγομένη να απασχολεί την ενάγουσα στην ίδια θέση και με τους όρους εργασίας που την απασχολούσε πριν την μεταβολή, με την απειλή χρηματικής ποινής. Η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη, καθώς η από 16/12/2009 (εκθ. κατ. …./17-12-2009) έφεση της εναγομένης κατά αυτής απορρίφθηκε με την υπ' αριθ. 3980/2012 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, πλην όμως δεν εφαρμόσθηκε αφού η ενάγουσα είχε ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία της στην 1/1/2010, λόγω συνταξιοδότησης. Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της, έχει παρακολουθήσει ως εκπαιδευόμενη τα ακόλουθα εκπαιδευτικά (8) σεμινάρια εντός της Τράπεζας: α) ''Πληροφορική'' (14.2.1985), β) ''Νέο-Χορηγήσεις Υπαλλήλων'' (4.2.1991), γ) Βασική Εκπαίδευση Διοίκησης Προσωπικού'' (19.2.1996), δ) Επεξεργασία κειμένου P.W. (14.10.1991), ε) ''Lotus 1-2-3 Επίπεδο Ι'' (18.11.1991), στ) ''Dbase IV Επίπεδο Ι'' (21.10.1991), ζ) ''Διάλεξη Ολικής Ποιότητας'' (27.3.1997) και η) ''Έργο ανασχεδιασμού Λειτουργιών'' (26.6.1999) καθώς και τα ακόλουθα (9) σεμινάρια εκτός της Τράπεζας: α) ''Οργάνωση και δομή Τομέα Προσωπικού'' (23.9.1987-7.10.1987), β) ''SBS Lotus 1-2-3 Επίπεδο Ι'' (18-22.11.1991), γ) ''SBS DBase IV Επίπεδο Ι'' (21-25.11.1991), δ) ''Βασική Εκπαίδευση Διοίκησης Προσωπικού'' (19.2.1996-9.3.1996, 40 ώρες), ε) ''Η Μεθοδολογία των χρηματοδοτήσεων στην τραπεζική πρακτική'' (13.10.1997-20.2.1998 σεμινάριο εξ αποστάσεως κατάρτισης της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών), στ) ''Αξιολόγηση Προσωπικού στις Τράπεζες'' (28-29.4.1998 - της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών), ζ) ''Βασικό Πρόγραμμα Marketing'' (19.10.1998-1.12.1998, 72 ώρες - της Ελληνικής Εταιρείας Διοίκησης Επιχειρήσεων), η) ''Μηχανισμοί Ανάπτυξης της Δημιουργικής Σκέψης'' (το της Ελληνικής Εταιρείας Διοίκησης Επιχειρήσεων) και θ) ''Αρχές Μάρκετινγκ και τεχνικές πωλήσεων για τη δημιουργία ικανοποιημένων πελατών'' (25.1.1999-29.5.1999 - της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών). Κατά τις λαβούσες χώρα στη διάρκεια της ενεργούς υπηρεσίας της στην ''Ι.Λ.Τ.Ε.'' αξιολογήσεις της έλαβε τις κάτωθι επιδόσεις: α) από 1.10.1982 έως 30.9.1983 ως ''εξαίρετη'' με την αιτιολογία: ''Εργατική. Πρόθυμη εις την εκτέλεση της εργασίας της. Μπορεί να την εμπιστεύεται ο Προϊστάμενός της για την ποιότητα της εργασίας της. Προτείνεται για κατ' εκλογήν προαγωνή'', β) από 1.10.1983 έως 30.9.1984 ως ''πολύ καλή'', γ) από 1.10.1984 έως 30.9.1985 ως ''εξαίρετη'' με την αιτιολογία: ''Είναι πολύ καλή, έξυπνη και αποδοτική υπάλληλος ... Από τη μέχρι σήμερα εμπειρία μας πρόκειται για καλή υπάλληλο που δύναται να εξελιχθεί. Τονίζω την καλή εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας'', δ) από 1.10.1985 έως 30.9.1986 ως "εξαίρετη" με την αιτιολογία: ''Διακρίνεται για την εργατικότητά της, τη φιλομάθειά της και για το ήθος της. Εξελίσσεται σε ικανό στέλεχος. Έχει πολύ καλή επαφή με τους συναδέλφους και η εχεμύθειά της είναι υψηλού βαθμού. Πρόκειται για σοβαρή και αξιόλογη υπάλληλο που πρέπει να αξιοποιηθεί'', ε) από 1.10.1986 έως 30.9.1987 ως "εξαίρετη" με τις αιτιολογίες: ''Είναι εργατική, πολύ φιλότιμη και ευγενική. Έχει δυνατότητα να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε εργασία της ανατεθεί. Προτείνεται για κατ' εκλογή προαγωγή'', στ) από 1.10.1987 έως 30.9.1988 ως "εξαίρετη" με τις αιτιολογίες: ''Διακρίνεται για το ήθος και την ποιότητα και ποσότητα εργασίας της. Προτείνεται για κατ' εκλογήν προαγωγή'', ζ) από 1.10.1988 έως 30.9.1989 ως "εξαίρετη" με τις αιτιολογίες: ''Άριστος στέλεχος της Τράπεζας. Προτείνεται για κατ' εκλογήν προαγωγή'', η) από 1.10.1989 έως 30.9.1990 ως "εξαίρετη" με τις αιτιολογίες: ''Εξαιρετική υπάλληλος'', θ) από 1.10.1990 έως 30.9.1991 ως "εξαίρετη" με τις αιτιολογίες: ''Εξαιρετική υπάλληλος. Με ήθος και αξιοπρέπεια'', ι) από 1.10.1991 έως 30.9.1992 ως "εξαίρετη" με τις αιτιολογίες: ''Ικανότατη, φιλότιμη, εργατική, με ενδιαφέρον για την εργασία της και την Τράπεζα. Προτείνεται για κατ' εκλογήν προαγωγή'', ια) από 1.10.1992 έως 30.9.1993 ως "εξαίρετη" με την αιτιολογία: "Εξαιρετική υπάλληλος. Με ήθος και ενδιαφέρον για την Τράπεζα. Προτείνεται η κατ' εκλογήν προαγωγή της'', ιβ) από 1.10.1993 έως 30.9.1994 ως "εξαίρετη" με τις αιτιολογίες: ''Άριστη υπάλληλος, έντιμη και πολύ εργατική. Προτείνεται για κατ' εκλογήν προαγωγή'' και ''Είναι άριστη υπάλληλος. Ανεπιφύλακτα προτείνεται η κατ' εκλογήν προαγωγή της'', ιγ) από 1.10.1994 έως 30.9.1995 ως "εξαίρετη" με τις αιτιολογίες: ''Άριστη υπάλληλος, έντιμη και πολύ εργατική. Προτείνεται για κατ' εκλογήν προαγωγή'' και ''Είναι ευγενής, συνεργάσιμη και άριστη υπάλληλος. Προτείνεται η κατ' εκλογήν προαγωγή της'', ιδ) από 1.10.1995 έως 30.9.1996 ως "εξαίρετη" με τις αιτιολογίες: ''Ικανή και δραστήρια. Ασκούσε τα καθήκοντά της με μεγάλη επιτυχία και δημιουργούσε τις βάσεις για αποτελεσματική εξέλιξη και προοπτική'', ιε) από 1.10.1996 έως 30.9.1997 ως "εξαίρετη" με τις αιτιολογίες: ''Διακρίθηκε για τις ικανότητές της και τις συνεχείς προσπάθειες της να προωθήσει το έργο της Υποδιεύθυνσης που προΐστατο'', ιστ) από 1.10.1997 έως 30.9.1998 ως ''εξαίρετη'' με τις αιτιολογίες: ''Ικανή, υπεύθυνη και μεθοδική. Εποπτεύει την Υποδιεύθυνση με επιτυχία δημιουργώντας κλίμα κατάλληλο για ομαδική και αποτελεσματική εργασία'' και ιζ) από 1.10.1998 έως 30.9.1999 ως "εξαίρετη" με τις αιτιολογίες: ''Πολύ ικανό, υπεύθυνο και αποτελεσματικό στέλεχος με δυνατότητες περαιτέρω εξέλιξης''. Μετά την από 26.4.2000 συγχώνευση των ως άνω τραπεζών και την από 12.3.2001 έως 26.2.2006 απόσπαση της ενάγουσας στο ''Σύλλογο Προσωπικού A. B.'' δεν αξιολογήθηκε από τα αρμόδια όργανα της εναγομένης. Τέλος, καθ' όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας της στην τέως ''Ι.Λ.Τ.Ε.'' και την εναγομένη δεν διώχθηκε, ούτε έχει τιμωρηθεί πειθαρχικώς. Οι πιο πάνω αξιολογήσεις και τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα της ενάγουσας ήταν γνωστά στα αρμόδια όργανα της εναγομένης που προέβησαν στις ένδικες προαγωγικές κρίσεις στις 7/11/2003. Περαιτέρω, κατά τις προαγωγικές κρίσεις του έτους 2003 το Διοικητικό Συμβούλιο της εναγομένης με την υπ' αριθ. ../7-11-2003 Πράξη του, βάσει των προτάσεων του Συμβουλίου Διευθυντών, προήγαγε κατ' εκλογή στο βαθμό του Υποδιευθυντή, ομοιοβάθμους συναδέλφους της ενάγουσας που είχαν συμπληρώσει στον προηγούμενο βαθμό ευδόκιμη υπηρεσία τριών ετών, μεταξύ των οποίων (και) τους: α) Ι. Σ., β) ..., γ) ... και δ) ..., έναντι των οποίων αυτή (ενάγουσα) ισχυρίζεται ότι υπερέχει καταφανώς. Εκ τούτων ο πρώτος (Ι. Σ.) διαθέτει τα ακόλουθα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, όπως αυτά προκύπτουν από το ατομικό του βιβλιάριο στην εναγομένη: Ο Ι. Σ. προσελήφθη ως κλητήρας Γ΄ στις 4/5/1970 βάσει συστάσεων, και είναι απόφοιτος Γενικού Λυκείου. Υπηρέτησε ως κλητήρας από 4/5/70 έως 11/3/74 στο Τμήμα Κινήσεως της Διεύθυνσης Προσωπικού της εναγομένης, από 12/3/74 έως 25/11/75 ως υπάλληλος στο Τμήμα Χορηγήσεων της Υποδιεύθυνσης Χρηματοδοτήσεων της εναγομένης στη Διεύθυνση Κεντρικού Καταστήματος, από 26/11/75 έως 2/4/78 τέθηκε σε διάθεση για την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, από 3/4/78 έως 24/10/79 ως υπάλληλος στο Τμήμα Λογιστηρίου της Υποδιεύθυνσης Γενικών Υπηρεσιών της εναγομένης στη Διεύθυνση Κεντρικού Καταστήματος, από 25/10/79 έως 31/1/86 ως υπάλληλος στο Τμήμα Λογιστηρίου του Καταστήματος Φιλελλήνων της εναγομένης, από 1/2/86 έως 14/11/00 ήταν υπό διάθεση στο Τμήμα Κινήσεως της Υποδιεύθυνσης Υποστηρίξεως της εναγομένης, από 15/11/00 έως 30/1/02 ήταν ξανά υπό διάθεση, και από 31/1/02 έως 31/10/14 ξανά σε διάθεση σε διάφορους φορείς. Εξελίχθηκε βαθμολογικά ως εξής: από τις 4/5/70 έως 30/6/73 Κλητήρας Γ΄, από 1/7/73 έως 30/6/77 Εισπράκτωρ Β΄, από 1/7/77 έως 30/6/80 Εισπράκτωρ Α΄, από 1/7/80 έως 30/6/84 Υπολογιστής και Λογιστής Β΄, από 1/7/84 έως 30/6/90 Λογιστής Α΄, από 1/7/90 έως 30/12/94 Υποτμηματάρχης, από 1/1/95 έως 31/12/96 Τμηματάρχης Β΄, από 1/1/97 έως 31/12/99 Τμηματάρχης Α΄, από 1/1/00 έως 31/12/02 Εντεταλμένος Διευθύνσεως, από 1/1/03 έως 31/12/07 Υποδιευθυντής, από 1/1/08 έως 31/10/14, οπότε και αποχώρησε συμμετέχοντας σε πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου της εναγομένης, Διευθυντής. Κατά τα ως άνω αναφερόμενα διαστήματα διάθεσής του σε άλλους φορείς, διετέλεσε κατά έτος 2003 Νομάρχης Αθηνών, Πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Άρσης Βαρών, Α' Αντιπρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Άρσης Βαρών, Αντιπρόεδρος και Γενικός Γραμματέας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Άρσης Βαρών. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του παρακολούθησε τα εξής εκπαιδευτικά ενδοεπιχειρησιακά προγράμματα: α) από 28/1/91 έως 15/2/91 ''Χορηγήσεων'', β) στις 19/11/91 ''ΝΛΣ Συστ. Τοπικού Συστ. Χρημ/σεως με Alphanet'', γ) από 30/1/92 ξέως 31/1/92 91 ''ΝΛΣ Εκπ. Υπαλλήλων Χρημ/σεων'' και γ) από 7/9/92 έως 11/9/92 ''Εφαρμογές Χρηματοδοτήσεων και Ε/Ε''. Τέλος γνωρίζει την καλά την Αγγλική γλώσσα κατέχοντας από 1/1/01 σχετικό τίτλο που προσκόμισε στην εναγομένη για τη λήψη σχετικού επιδόματος. Από τη συγκριτική αντιπαράθεση των ως άνω τυπικών και ουσιαστικών προσόντων της ενάγουσας και του ως άνω συγκρινόμενου συναδέλφου της, μέχρι τις κρίσιμες προαγωγές της 7/11/2003, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο συγκρινόμενος υπερείχε ελαφρώς στη γνώση ξένων γλωσσών, αφού ο γνωρίζει καλά την Αγγλική γλώσσα, και διαθέτει σχετική πιστοποίηση, εν αντιθέσει με την ενάγουσα η οποία γνωρίζει την Αγγλική όχι καλά και δεν διαθέτει σχετική πιστοποίηση, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις αξιολόγησης στις οποίες βαθμολογείται επί το πλείστον με βαθμό Β. Η γνώση αυτής δεν αποτελεί μεν καθοριστικό προσόν ανώτατης ποιότητας υπαλλήλου, πλην όμως, συνεκτιμάται ως ένα επιπλέον ειδικό προσόν και επηρεάζει τη συναγωγή του ποιοτικού χαρακτηρισμού. Η ενάγουσα υπερείχε στην κατοχή τίτλου σπουδών, αφού αυτή είναι πτυχιούχος Νομικής του Α.Π.Θ. και ο συγκρινόμενος απόφοιτος Γενικού Λυκείου, γεγονός που εκφράζει ανώτερο μορφωτικό επίπεδο της κατόχου του, πλην όμως μόνο αυτό δεν είναι ικανό να της προσδώσει το χαρακτηρισμό της καταφανώς υπερέχουσας, καθώς δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε την ύπαρξη ουσιαστικών προσόντων που δικαιολογεί την απρόσκοπτη προαγωγική εξέλιξή της και την κατοχή υπεύθυνων υψηλών θέσεων και την απορρέουσα εκ τούτου ικανότητα σε επιτελικό βαθμό (ΑΠ 175/2007 ΝοΒ 2007.1394, ΑΠ 460/2004 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ). Επίσης η ενάγουσα υπερείχε σημαντικά στην ειδική υπηρεσιακή αρχαιότητα στους βαθμούς. Ειδικότερα, ο συγκρινόμενος προήχθη στο βαθμό: α) του Υποδιευθυντή Β' (ήδη μετονομασθέντος σε Εντεταλμένου Διεύθυνσης) από 1.1.2000, ενώ η ενάγουσα από 1.7.1999 (ήτοι ο συγκρινόμενος είχε 6 μήνες μικρότερη ειδική υπηρεσιακή αρχαιότητα), β) του Τμηματάρχη Α' από 1.1.1998, ενώ η ενάγουσα από 1.7.1995 (ήτοι ο συγκρινόμενος είχε 2,5 έτη μικρότερη ειδική υπηρεσιακή αρχαιότητα) και γ) του Τμηματάρχη Β' από 1.1.1995, ενώ η ενάγουσα από 1.1.1992 (ήτοι είχε 3 έτη μικρότερη ειδική υπηρεσιακή αρχαιότητα). Υπερείχε όμως ο συγκρινόμενος ως προς τη γενική υπηρεσιακή αρχαιότητα, δεδομένου ότι προσλήφθηκε στις 4/5/1970, ενώ η ενάγουσα στις 4/10/1982, προσόν όμως το οποίο καθεαυτό δεν αρκεί για την υπεροχή του υπαλλήλου, αλλά συνεκτιμάται με τα λοιπά προσόντα, αφού από αυτό τεκμαίρεται η μεγαλύτερη τραπεζική εμπειρία του υπαλλήλου. Επιπλέον η ενάγουσα υπερείχε του συγκρινόμενου ως προς το δικαίωμα Β' και Α΄ υπογραφής δεδομένου ότι αυτός ουδέποτε είχε λάβει αυτό το δικαίωμα, αφού δεν έχει υπηρετήσει σε καμμία θέση ευθύνης. Η ενάγουσα υπερείχε και ως προς τον αριθμό και το αντικείμενο των επιμορφωτικών σεμιναρίων με αντικείμενο τραπεζικές εργασίες, αφού μέχρι τις κρίσιμες ως άνω προαγωγικές κρίσεις είχε παρακολουθήσει σε σύνολο δέκα επτά (17) με αντικείμενο κυρίως τραπεζικές εργασίες έναντι τεσσάρων (4) του συγκρινόμενου, προσόν που δεν αρκεί από μόνο του για να της προσδώσει σημαντική υπεροχή, αλλά συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα, καθώς δείχνει το ενδιαφέρον της ενάγουσας να επιμορφώνεται διαρκώς και να ενημερώνεται προς όφελος της εργοδότριας τράπεζας, για τις εξελίξεις του υπηρεσιακού αντικειμένου της (ΑΠ 1170/2007 ΝοΒ 2007.2446). Αμφότεροι (ενάγουσα και συγκρινόμενος) επίσης ισοδυναμούσαν ως προς την πειθαρχική τους κατάσταση, αφού δεν προκύπτει ποινή σε βάρος τους στο πειθαρχικό τους μητρώο. Προπάντων όμως, υπερείχε η ενάγουσα, ως προς την άσκηση αμιγώς τραπεζικών εργασιών, αφού ο συγκρινόμενος μέχρι τις κρίσιμες προαγωγικές κρίσεις είχε υπηρετήσει μόνο ως υπάλληλος στο Τμήμα Λογιστηρίου της εναγομένης και σε καμμία θέση ευθύνης, ενώ η ενάγουσα είχε υπηρετήσει σε διάφορα καταστήματα της πρώην εργοδότριας τραπεζικής εταιρείας και μετά τη συγχώνευση σε εκείνα της εναγομένης, από τα οποία απέκτησε σημαντική εμπειρία και εξοικείωση με μείζονος σημασίας τραπεζικά ζητήματα, και συνεπώς, με το κύριο αντικείμενο των τραπεζικών εργασιών, τις οποίες ποτέ δεν άσκησε ο συγκρινόμενος, δεδομένου ότι πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του βρισκόταν σε διάθεση σε άλλους εξωτραπεζικούς φορείς, πάντοτε υπό τη συναίνεση της εναγομένης. Το γεγονός όμως τούτο δεν τον εξαιρεί από τη σύγκρισή του με άλλους ομοιόβαθμούς του συναδέλφους κατά την προαγωγή τους (σχ. ΕφΑθ 3074/2019 αδ. στο νομ. τυπ., ΕφΑθ 953/2018 αδ. στο νομ. τυπ.). Το κριτήριο αυτό της απόκτησης εργασιακής εμπειρίας σε τραπεζικά θέματα, είναι σημαντικό ουσιαστικό προσόν, γιατί έχει σχέση με τη γνώση και εμπειρία του υπαλλήλου στις τραπεζικές εργασίες και την ως εκ τούτου, καταλληλότητα αυτού για την άσκηση των καθηκόντων ανώτερης θέσης και του προσδίδει σημαντική υπεροχή έναντι του συγκρινόμενου. Σημειωτέον ότι η κρίση του δικαστηρίου για τη σπουδαιότητα του προαναφερομένου προσόντος της απόκτησης ουσιαστικής εμπειρίας από την άσκηση αμιγώς τραπεζικών εργασιών με συναλλαγές της εναγομένης τράπεζας προς την πελατεία, δεν αναιρείται από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη ένορκη βεβαίωση του Π. Μ. του Κ., Υποδιευθυντού στη Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού της εναγομένης, ο οποίος εκφράζει απόψεις σχετικά με την αξιολόγηση των προσόντων προαγωγής των υπαλλήλων της εναγομένης και ειδικότερα της χρήσης του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη επί προαγωγής, οι οποίες βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με την παγία νομολογία σχετικώς με το θέμα. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι η ενάγουσα υπερτερούσε καταφανώς του άνω προαχθέντος συναδέλφου της, κυρίως ως προς την απόκτηση τραπεζικής εμπειρίας από την άσκηση αμιγώς τραπεζικών εργασιών, σε νευραλγικά καταστήματα της ''Ι.Λ.Τ.Ε.'' και της εναγομένης, έναντι του συγκρινόμενου, που δεν απέκτησε ποτέ τέτοια εμπειρία ευρισκόμενος σε πολύ μεγάλο διάστημα στη διάθεση άλλων φορέων. Συνεπώς, η ενάγουσα υπερείχε καταφανώς του ως άνω συγκρινόμενου ομοιοβάθμου συναδέλφου της, ως προς τα ουσιαστικά προσόντα, ενώ η ελαφρά υστέρησή της μόνο ως προς την ξένη γλώσσα και στη γενική αρχαιότητα, δε είναι ικανή από μόνη της να αναιρέσει την ως άνω καταφανή υπεροχή της έναντι του συγκρινόμενου. Επομένως, η μη προαγωγή της ενάγουσας εκ μέρους της εναγομένης στο βαθμό του Υποδιευθυντού από 1/1/2003 στις προαγωγικές κρίσεις, που διενήργησε στις 7/11/2003, το διοικητικό συμβούλιο της εναγομένης, ενώ αποδείχθηκε ότι αυτή υπερείχε καταφανώς του ανωτέρω ομοιοβάθμου συναδέλφου της Ι. Σ., που προήχθη στις ως άνω προαγωγικές κρίσεις, ήταν κατάφωρα άδικη, η δε εναγομένη δια του αρμοδίου οργάνου της, ενήργησε, προφανώς καθ’ υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος της κρίσεως και προαγωγής, υπό την έννοια της αξιοποιήσεως των ικανοτέρων υπαλλήλων προς το συμφέρον του εργοδότη (άρθ. 281 ΑΚ). Εφόσον δε το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι η ενάγουσα υπερείχε καταφανώς κατά ως άνω στις προαγωγικές κρίσεις του έτους 2003 για το βαθμό του Υποδιευθυντού, του προταθέντος προς σύγκριση από την ενάγουσα ομοιοβάθμου συναδέλφου της Ι. Σ., ο οποίος προήχθη στις προαγωγικές κρίσεις της 7/11/2003, παρέλκει η έρευνα της βασιμότητας του αγωγικού ισχυρισμού περί καταφανούς υπεροχής της ενάγουσας, έναντι των λοιπών προαχθέντων συναδέλφων της και προταθέντων από αυτήν προς σύγκριση στις προαγωγικές κρίσεις έτους 2003, για το βαθμό του Υποδιευθυντού, δεδομένου ότι η εναγομένη δεν προέβαλε πρωτοδίκως σχετική διακωλυτική ένσταση, που καταργεί την ενεργητική νομιμοποίηση της ενάγουσας, ότι δηλαδή έπρεπε να προαχθεί ο αντιπροτεινόμενος έτερος υπάλληλος και συνεπώς, αρκεί η καταφανής υπεροχή της ενάγουσας και έναντι μόνο ενός των προταθέντων συναδέλφων της (ΑΠ 1690/2012 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 1726/2010 ΝοΒ 2011.1001, ΑΠ 1321/2010 ΝοΒ 2011.389, ΑΠ 419/2010 ΝοΒ 2010.2050, ΑΠ 446/2009 ΝοΒ 2009.1437, ΑΠ 184/2008 ΝοΒ 2008.1572). Ενόψει δε του ότι η παραδοχή της κυρίας βάσεως της αγωγής συνεπάγεται κατάφαση του σχετικού αιτητικού της, παρέλκει η έρευνα των λοιπών επικουρικών αυτής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από την άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, δοθέντος ότι συντρέχει και πρόθεση των αρμοδίων οργάνων της, τα οποία γνωρίζοντας τα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα τόσο της ενάγουσας, όσο και του άνω προαχθέντος, την παρέλειψαν, η ενάγουσα υπέστη αρνητική υλική ζημία, που συνίσταται στα διαφυγόντα κέρδη, (άρθ. 297-298 ΑΚ), τα οποία προσδοκούσε με πιθανότητα και σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και συνίστανται στις διαφορές αποδοχών, τις οποίες θα ελάμβανε αν δεν είχε μεσολαβήσει η υπαίτια και καταχρηστική παράλειψή της από την εναγομένη και είχε προαχθεί στο βαθμό του Υποδιευθυντού σε σχέση με εκείνες που έλαβε, ως Εντεταλμένου Διεύθυνσης και δικαιούται να λάβει ως αποζημίωσή της (άρθ. 297, 298 και 914 ΑΚ). Ειδικότερα, οι καταβληθείσες στην ενάγουσα μικτές αποδοχές του βαθμού Εντεταλμένου Διεύθυνσης (συνυπολογιζομένων των επιδομάτων εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων, επιδόματος ισολογισμού και επιδόματος αδείας), κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/2003 έως 31/12/2003, όπως τούτο προκύπτει από τα αντίγραφα ανάλυσης μηνιαίας μισθοδοσίας της ενάγουσας ανήλθαν σε 27969,27 € (1888,66 € + 1888,66 € + 1888,66 € + 1905,66 € + 1905,66 € + 1905,66 € + 1905,66 € + 1905,66 € + 1905,66 € + 1919,71 € + 2022,42 € + 1919,71 € + 1999,7 €+ 944,35 €+ 1110,59 €+ 952,85 €), ενώ για το ίδιο χρονικό διάστημα οι μικτές αποδοχές του βαθμού Υποδιευθυντού (συνυπολογιζομένων ομοίως ως ανωτέρω των σχετικών κονδυλίων) ανέρχονταν σε 34051,83 € (2333,18 € + 2333,18 € + 2333,18 € + 2333,18 € + 2333,18 € + 2333,18 € + 2333,18 € + 2333,18 € + 2333,18 € + 1215,2 € + 2351,71 € + 2351,71 € + 2351,71 € + 2449,7 €). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από 1/2/2018 έγγραφο της Διευθύνσεως Ανθρωπίνου Δυναμικού της εναγομένης που περιέχει τους πίνακες του Τμήματος Μισθοδοσίας της Διευθύνσεως Ανθρωπίνου Δυναμικού αυτής, οι καταβληθείσες στην ενάγουσα αποδοχές και επιδόματα που αντιστοιχούν στο βαθμό του Εντεταλμένου Διευθύνσεως από 1/1/2004 έως 31/12/2008 ανέρχονταν σε 165.181,52 € [69.258,98 € (βασικός μισθός) + 28.483,69 € (επίδομα πολυετίας) + 6.925,97 € (επίδομα συζύγου) + 17.314,93 € (επίδομα πτυχίου) + 9.320,90 € (επίδομα παραστάσεως θέσεως) + 7.653,67 € (ειδικό επίδομα) + 17.448,83 € (επίδομα βαθμού) + 8.774,56 € (επίδομα παραστάσεως βαθμού)]. Επίσης από το ίδιο ως άνω έγγραφο προκύπτει ότι οι δικαιούμενες από την ενάγουσα αποδοχές αντιστοιχούσες στο βαθμό του Υποδιευθυντή για το ίδιο χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε 209.758,80 € [89.510,50 € (βασικός μισθός) + 36.787,02 € (επίδομα πολυετίας) + 8.951,05 € (επίδομα συζύγου) + 22.377,63 € (επίδομα τέκνου) + 9.525 € (επίδομα παραστάσεως θέσεως) + 7.659,63 € (ειδικό επίδομα) + 21.755,95 € (επίδομα βαθμού) + 13.192,05 € (επίδομα παραστάσεως βαθμού)]. Συνεπώς η συνολική διαφορά αποδοχών που δικαιούται η ενάγουσα για το επίδικο χρονικό διάστημα από 1/1/03 έως 31/12/08 ανέρχεται στο ποσό των 50659,84 € [(209.758,80 € + 34051,83 €) - (165.181,52 € + 27969,27 €)]. Έτι περαιτέρω, από τα ίδια ως πάνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα από την παράνομη και καταχρηστική παράλειψη της προαγωγής της στο βαθμό του Υποδιευθυντή το έτος 2003 εκ μέρους των αρμοδίων οργάνων της εναγομένης, υπέστη μείωση της τιμής και της υπόληψής της στο οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον της, αφού δόθηκε στους τρίτους η εντύπωση ότι η παράλειψή της οφείλεται σε μειωμένη επαγγελματική της απόδοση και ικανότητα και συνεπώς, εκτός από την υλική της ζημία, που αντιστοιχεί στην απώλεια των επιδομάτων και εξόδων του επόμενου βαθμού, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ως αποζημίωση το ποσό των 50659,84 €, υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς της και εντεύθεν ηθική βλάβη. Για την χρηματική ικανοποίησή της, το δικαστήριο κρίνει ως εύλογο χρηματικό ποσό το ποσό των 2.000 €, λαμβανομένων υπόψη του ύψους της υλικής ζημίας, δηλαδή των διαφυγόντων κερδών εκ ποσού 50659,84 €, του βαθμού υπαιτιότητας των αρμοδίων οργάνων της εναγομένης (πρόθεση), των συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η ιστορούμενη αδικοπραξία (κατάδηλη υπεροχή της ενάγουσας που παραλείφθηκε κατά τις προαγωγικές κρίσεις του έτους 2003 έναντι του προαχθέντος συναδέλφου της και καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, που έθιξε την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας), της οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών και της κοινωνικής κατάστασης του εκ τούτων φυσικού προσώπου (της ενάγουσας), κατά τον κρίσιμο χρόνο (16/2/10) της συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, οπότε η ενάγουσα ήταν ήδη από 1/1/2010, συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος. Ο πιο πάνω προσδιορισμός του ποσού των 2.000 €, ως εύλογης χρηματικής ικανοποίησης της ενάγουσας, δεν παραβιάζει ούτε την αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρο 2 παρ.1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος, αλλά ούτε και το δικαίωμα της εναγομένης για δίκαιη δίκη (άρθ. 6 της ΕΣΔΑ), με την έννοια της πλήρους αιτιολογίας της απόφασης, με έρευνα όλων των ισχυρισμών και των αποδεικτικών στοιχείων στην υπόθεση, αφού κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, το άνω χρηματικό ποσό δεν είναι ούτε μεγαλύτερο, ούτε μικρότερο από το επιδικαζόμενο σε παρόμοιες περιπτώσεις ποσό (ΑΠ 78/2014 ΝοΒ 2014.1425). Συνολικά δε για όλες τις ως άνω αιτίες οφείλεται στην ενάγουσα το ποσό των 52659,84 € (50659,84 € + 2000 €), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατόπιν τούτων πρέπει η ως άνω αγωγή της ενάγουσας να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική άποψη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να προάγει στο βαθμό του Υποδιευθυντή την ενάγουσα από 1/1/2003, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει για τις ως άνω αναφερόμενες αιτίες στην ενάγουσα το ποσό των 52659,84 € , νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Συνεπώς οι εκκαλούμενες, οι οποίες δέχθηκαν εν μέρει την αγωγή ως ουσία βάσιμη, και αναγνώρισαν την ως άνω υποχρέωση της εναγομένης να προάγει αυτήν από 1/1/04, καθώς και την υποχρέωση της ίδιας να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό 46.577,28 € (44.577,28 € + 2000 €), εσφαλμένα εκτίμησαν τις αποδείξεις κατά τον βάσιμο περί τούτου λόγου εφέσεως της ενάγουσας. Ως εκ τούτων πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση της ενάγουσας ως ουσιαστικά βάσιμη, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη εκείνη της εναγομένης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, και αφού κρατηθεί η υπόθεση, και εξετασθεί κατ' ουσίαν η αγωγή, να απορριφθεί ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη κατά ένα μέρος και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να προάγει στο βαθμό του Υποδιευθυντού την ενάγουσα από 1/1/2003, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 52659,84 €, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση, (συν)εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, κατά τις διατάξεις των άρθ. 535 παρ. 1, 176, 178, 183, 189 παρ. 1 περ. γ΄ και 191 ΚΠολΔ (ΑΠ 1567/2010 ΝοΒ 2011.592, ΕφΛαμ 36/2013 ΤρΝομΠλ ''Νόμος'', ΕφΠειρ 141/2012 ΤρΝομΠλ ''Νόμος'', ΕφΛαμ 15/2011, ΕφΛαμ 18/2011 ΤρΝομΠλ ''Νόμος''). Τα δε δικαστικά έξοδα, πρέπει να συμψηφισθούν και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων μερών και στα δυο ένδικα μέσα, λόγω των πραγματικών δυσχερειών ως προς την αληθινή έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων που αναφέρονται στη μείζονα πρόταση της παρούσας [άρθ. 179, όπως αντικ. με το άρθ. 2 §2 Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ Α΄ 109/29-5-01) και 183 ΚΠολΔ], κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 27/12/18 (αριθ. εκθ. καταθ. .../4-1-19) και από 14/2/19 (αριθ. εκθ. κατάθ. .../14-2-19) εφέσεις. 
Δέχεται τυπικά τις ως άνω εφέσεις.
Απορρίπτει ουσιαστικά την από 14/2/19 (αριθ. εκθ. κατάθ. .../14-2-19) έφεση.
Δέχεται ουσιαστικά την από 27/12/18 (αριθ. εκθ. καταθ. .../4-1-19) έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 973/13-4-10 εν μέρει οριστική απόφαση κατά τις οριστικές της διατάξεις και την υπ' αριθ. 2175/22-11-18 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κρατεί την υπόθεση.
Δικάζει επί της αγωγής.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει αυτήν.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης να προάγει την ενάγουσα στο βαθμό του Υποδιευθυντή από 1/1/2003. 
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό ύψους πενήντα δυο χιλιάδων εξακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (52659,84 €), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αυτών και στα δυο ένδικα μέσα και στους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι, στις       Μαΐου 2020. 

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΣ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ