Εφετείο 2433/2020: Δημόσιο κτ υπάλληλοι Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. που μεταφέρθηκαν λόγω κατάργησης στο Τελωνείο (Υπ. Οικονομικών) για μη καταβολή παροχής για υπερβάλλουσα μείωση από το άρθ. 29 παρ. 2 Ν. 4024/2011


Δημόσιο κτ υπάλληλοι Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. που μεταφέρθηκαν λόγω κατάργησης στο Τελωνείο (Υπ. Οικονομικών) για μη καταβολή παροχής για υπερβάλλουσα μείωση από το άρθ. 29 παρ. 2 Ν. 4024/2011


ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
4ο ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 



Αριθμός αποφάσεως 
2433/2020 



ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ - ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ) 



Αποτελούμενο από το Δικαστή Παύλο Μαυρομάτη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε με διοικητική Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και την γραμματέα Ελισσάβετ Τσιτσικάου. 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Μαρτίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: 

Του εκκαλούντος - εναγομένου: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη και ήδη από 1.1.2017 από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων με Α.Φ.Μ. ..., ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδ. Κ. Σ., αριθ. …), το οποίο εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η Δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ. Α. Σ. Κ.. 

Των εφεσιβλήτων - εναγόντων: 1) Θ. Π. του Κ., κατοίκου Φ. Α. (οδ. Κ., αριθ. …), 2) Σ. Μ. του Κ., κατοίκου Α. Θ. (οδ. Π. Γ. Ε΄, αριθ. 17), 3) Δ. Φ. του Η., κατοίκου Λ. (οδ. Ζ., αριθ. ..) και 4) Ρ. Χ. του Β., κατοίκου Α. Θ. (οδ. Π., αριθ. …), τους οποίους εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Σ. - Α. Φ. Κ. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ... και Α.Φ.Μ. ...), ο οποίος κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π.../24-2-20 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών. 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/12/14 και με αριθ. κατ. .../30-12-14 αγωγή καταβολής υπερβάλλουσας διαφοράς του άρθ. 29 του Ν. 4024/2011, την οποία άσκησαν οι ενάγοντες κατά του εναγομένου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησαν να γίνει αυτή δεκτή. Η συζήτηση της αγωγής ορίσθηκε να γίνει στις 23/11/15 με αριθ. πιν. …/.., και κατόπιν αναβολής στις 20/4/18, οπότε συζητήθηκε και εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων μερών, η υπ’ αριθ. 1137/24-5-19 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε εν όλω την αγωγή στην ουσία της. 

Το εκκαλούν - εναγόμενο με την από 4/10/19 έφεσή του (αριθ. έκθ. κατάθ. .../7-10-19), η οποία έλαβε αριθ. κατ. πράξεως προσδιορισμού δικασίμου .../8-11-2019 στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, και προσδιορίσθηκε για να εκδικασθεί στην επί της αρχής της παρούσας αναφερομένη ημερομηνία, με αριθ. πιν. …, ζήτησε την εξαφάνιση της προσβαλλομένης και την ολοσχερή απόρριψη της αγωγής των αντιδίκων του. 

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. 

Η Δικαστική πληρεξούσια του εκκαλούντος - εναγομένου δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αλλά κατέθεσε την από 27/2/20 δήλωση κατ’ άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε εμπρόθεσμα έγγραφες προτάσεις. 

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων - εναγόντων δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αλλά κατέθεσε την από 3/3/20 δήλωσή του κατ’ άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις. 


ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ


Ι. Η υπό κρίση από 4/10/19 (αριθ. εκθ. κατάθ. .../7-10-19) έφεση, του πρωτοδίκως ηττηθέντος εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, κατά των πρωτοδίκως νικησάντων εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων και της υπ’ αριθ. 1137/24-5-19 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 591 παρ. 1, 614 αριθ. 3, και 621 επ. ΚΠολΔ), αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθ. 1α΄, 3 παρ. 1, 19 όπως αντικ. με το άρθ. 4 παρ. 2 Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011), 495 παρ. 1 & 2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1, 522, 500 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την κατάργηση ή την αντικατάστασή τους, κατά περίπτωση, με το άρθ. 1 Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι πιστό αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε στο εκκαλούν με επιμέλεια των εφεσιβλήτων στην 1/7/19 (σχ. επισημείωση επί αντιγράφου της εκκαλουμένης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Γ. Κ. Σ.) και το δικόγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 7/10/19 (σχ. υπ’ αριθ. .../7-10-19 έκθεση κατάθεσης δικογράφου εφέσεως της γραμματέα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών) και η 30ήμερη προθεσμία για την άσκηση της έφεσης από το εκκαλούν Δημόσιο ανεστάλη κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, δηλαδή από 1 Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου, κατ' απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθ. 147 ΚΠολΔ, κατ' άρθ. 11 του ν.δ/τος της 26.6/10.7.1944, 1 του Ν. ΡΠΑ/1951 και 72 ΕισΝΚΠολΔ (ΑΠ 1079/2008 ΝοΒ 2008.2679). Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθ. 533 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της αφενός δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθ. 495 παρ. 4 εδαφ. τελευταίο και 614 §3 ΚΠολΔ, ως αυτά ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 - Κ. Ρίζο σε Ν. Λεοντή, Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, 2018, σσ. 239), αφετέρου έχει κατατεθεί από τον υπόχρεο προς τούτο πληρεξούσιου δικηγόρο των εφεσιβλήτων το παράβολο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων (άρθ. 61 παρ. 1 και 4 Ν. 4139/2013), ως αυτό αναφέρεται παραπάνω στα εισαγωγικά της παρούσας, ενώ το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο δεν υποχρεούται στην καταβολή τέτοιου παραβόλου (άρθ. 20 παρ. 2 Ν. 3086/2002, 18 και 19 §1 του ΝΔ 26-6/10-7-1944 ''Κώδικας Νόμων Δικών Δημοσίου'' και 61 παρ. 3γ Κώδικος Δικηγόρων). 

ΙΙ. Με την από 22/12/14 αγωγή τους προς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι ισχυρίσθηκαν ότι προσλήφθηκαν με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από το ΝΠΔΔ με την επωνυμία ''Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού'' (Ο.Δ.Δ.Υ.) κατά το έτος 1991 οι δυο πρώτοι και η τέταρτη και το έτος 1988 ο τρίτος, με τις ειδικότητες ΔΕ Διοικητικού ο πρώτος και η τέταρτη και ΥΕ εργατών ο δεύτερος και ΥΕ φυλάκων ο τρίτος. Ότι δυνάμει των διατάξεων του π.δ/τος 413/1998 το ως άνω το ΝΠΔΔ μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ''Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε.''. Ότι με την υπ' αριθ. 2/84797/0025/24-11-2011 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών η ''Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε.'' καταργήθηκε και το προσωπικό της, μεταξύ των οποίων και αυτοί (ενάγοντες) υπήχθη από 1/11/2011 με την υπ' αρ. 14303/2011 διαπιστωτική πράξη της προϊσταμένης της Δ/νσης Διοίκησης και Ανθρωπίνου Δυναμικού του Υπουργείου Οικονομικών στις τάξεις του εναγομένου, με περαιτέρω συνέπεια να υπαχθούν στις διατάξεις του κεφαλαίου Α' του Ν. 3429/2005 και επομένως και σε αυτές του Ν. 4024/2011. Ότι με το Ν. 4093/2012, με τον οποίο ανεστάλη η εφαρμογή των αναφερόμενων διατάξεων του Ν. 4024/2011, προβλέφθηκε ότι από 31/10/2011 μέχρι 31/12/2016 η μείωση των αποδοχών των εργαζομένων επιτρέπεται σε ποσοστό έως 25%. Ότι το εναγόμενο από τις 25/11/2011 παρανόμως εφάρμοσε τις διατάξεις του ως άνω νόμου, με αποτέλεσμα να υποστούν τις εκτιθέμενες στην αγωγή τους μειώσεις στις αποδοχές τους, οι οποίες υπερβαίνουν το ως άνω ποσοστό. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες, όπως νομοτύπως περιόρισαν το καταψηφιστικό αντικείμενο της αγωγής τους σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθ. 223, 295 παρ. 1β, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ - ΟλΑΠ 3/2008 ΑρχΝ 2009.172, ΟλΑΠ 30/2007 ΝοΒ 2007.2388, ΑΠ 1314/2009 ΝοΒ 2010.162), ζήτησαν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να τους καταβάλει, για την υπερβάλλουσα διαφορά του άρθ. 29 Ν. 4024/2011 κατά την οποία μειώθηκαν οι μηνιαίες μικτές αποδοχές τους για το χρονικό διάστημα από 25/11/11 έως και τις 30/4/14, στον πρώτο από αυτούς ποσό 27.394,46 €, στον δεύτερο ποσό 23.342,71 €, στον τρίτο ποσό 25.529,58 € και στην τέταρτη ποσό 26.329,89 €, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικαστεί αυτό στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε από το παραπάνω Δικαστήριο, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ως άνω ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η εκκαλουμένη απόφαση (υπ' αριθ. 1137/24-5-19), η οποία, αφού απέρριψε ρητώς τον περί αοριστίας της αγωγής ισχυρισμό του εναγομένου (άρθ. 216 ΚΠολΔ), έκρινε ορισμένη και νόμιμη αυτήν (αγωγή) επιστηρίζοντάς την στις διατάξεις των άρθ. 31 Ν. 4024/2011, 29 παρ. 2 Ν. 4024/2011, Παράγραφος Γ.. .Υποπαράγραφος Γ.1 Ν. 4093/2012, 90 παρ. 3, 93 περ. α' Ν. 2362/1995, 340, 345, 346, 648, 653, 655 ΑΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ, και μετ' εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε αυτήν ως ουσία βάσιμη, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στους ενάγοντες τα αιτηθέντα ποσά νομιμοτόκως από την επόμενη ημέρα από την επίδοσης της αγωγής και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων. Οι παραδοχές αυτές του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προκάλεσαν τα με τους λόγους της έφεσής του, στο σύνολό τους δυο (2), εισαγόμενα παράπονα του εναγομένου - εκκαλούντος, οι οποίοι στο σύνολό τους εκτιμώμενοι συνιστούν αιτιάσεις για ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, καθώς και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έτσι ώστε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της. Ειδικότερα δια του πρώτου λόγου εφέσεως η εκκαλουμένη ψέγεται για εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου και δη της διάταξης του άρθ. 29 παρ. 2 Ν. 4024/2011, καθώς και του άρθ. 4 του Σ., δυνάμει της οποίας πρώτης η αγωγή κρίθηκε ως νόμιμη, αλλά και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, συνεπεία των οποίων δέχθηκε τα ανωτέρω. Δια του δευτέρου λόγου εφέσεως εισάγεται παράπονο για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθ. 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (ΚΔ της 26-6/10-7-1944) και του άρθ. 45 Ν. 4607/2019, σχετικά με το ύψος της τοκοφορίας.

ΙΙΙ. Με τη διάταξη του άρθ. 4 παρ. 1 του Σ 1975/86/01/08/19 καθιερώνεται η αρχή της ισότητας η οποία αποτελεί νομικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, η δε παράβασή του ελέγχεται από τα δικαστήρια μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας τους. Κατά τον έλεγχο αυτό, που είναι έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος των καταρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, ο κοινός νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δύναται να ρυθμίσει κατά ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις ή σχέσεις, λαμβανομένων υπόψη των υφισταμένων κοινωνικών, οικονομικών, επαγγελματικών ή άλλων συνθηκών που συνδέονται με τις υπό ρύθμιση καταστάσεις ή σχέσεις, επί τη βάσει δε γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων να προβαίνει στη σχετική ρύθμιση μέσα στα όρια της αρχής της ισότητας που αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση, είτε υπό την μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε υπό τη μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή αντιθέτως, τη διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρομοίων καταστάσεων (ΣτΕ 2368/2017 ΤρΝομΠλ ''Νόμος'', ΣτΕ 1759/2014 ΤρΝομΠλ ''Νόμος''). Εξάλλου, με την παράγραφο 22 του άρθρου τρίτου του Ν. 3845/2010 (ΦΕΚ Α-65), όπως προστέθηκε με το άρθ. 2 του Ν. 3899/2010 (ΦΕΚ Α-212), ορίσθηκε ότι: ''Όσοι από 1/1/2010 έχουν μεταταχθεί ή μεταφερθεί, καθώς και όσοι μετατάσσονται ή μεταφέρονται εφεξής, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας από οποιονδήποτε φορέα του δημόσιου τομέα, σε άλλο φορέα του δημόσιου τομέα, δικαιούνται μόνον το σύνολο των αποδοχών της θέσης στην οποία μετατάσσονται ή μεταφέρονται, χωρίς να διατηρούν ως προσωπική διαφορά τυχόν επιπλέον αποδοχές που ελάμβαναν στο φορέα από τον οποίο μετατάχθηκαν ή μεταφέρθηκαν. Κάθε γενική ή ειδική διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το θέμα αυτό καταργείται. Αποδοχές που έχουν καταβληθεί ως προσωπική διαφορά μέχρι την έναρξη ισχύος της παραγράφου αυτής δεν αναζητούνται. Ως δημόσιος τομέας για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, νοείται αυτός που ορίζεται στην περίπτωση 1 του άρθ. 1Β του Ν. 2362/1995, συμπεριλαμβανομένων και των Ν.Π.Ι.Δ. που ελέγχονται και χρηματοδοτούνται κυρίως, από Ο.Τ.Α. και Ο.Κ.Α. Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1/1/2011.''. Στη συνέχεια, εκδόθηκε ο Ν. 4024/2011 (''Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο - βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015'', ΦΕΚ Α-226), με τις διατάξεις του άρθ. 6 του οποίου θεσπίσθηκε σύστημα βαθμολογικής κατάταξης και εξέλιξης των υπαλλήλων, με πρόβλεψη έξι βαθμών και ορισμένων προϋποθέσεων που λαμβάνονται υπόψη για την εξέλιξη των υπαλλήλων στους βαθμούς αυτούς, ενώ με τις διατάξεις του άρθ. 12 του εν λόγω νόμου θεσπίσθηκε σύστημα μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων, με την καθιέρωση μισθολογικών κλιμακίων σε κάθε βαθμό, στους οποίους (βαθμούς και κλιμάκια), σύμφωνα με το άρθ. 28, κατατάσσονται οι υπάλληλοι που υπηρετούσαν κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 4024/2011. Πέραν τoυ βασικού μισθού κάθε βαθμού, που ορίζεται στο άρθ. 13, με τα άρθ. 15 έως 19 προβλέφθηκε η χορήγηση μόνο τριών επιδομάτων και επιδόματος θέσης ευθύνης, καθώς και κινήτρου επίτευξης στόχων και κινήτρου επίτευξης δημοσιονομικών στόχων. Λόγω της κατάργησης των περισσοτέρων επιδομάτων του προγενέστερου μισθολογικού καθεστώτος και της καθιέρωσης νέων βασικών μισθών, στις περισσότερες περιπτώσεις των υπαλλήλων επήλθε μείωση των αποδοχών που ελάμβαναν κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3205/2003. Ως προς το ζήτημα αυτό, στο άρθ. 29 Ν. 4024/2011 ορίσθηκε ότι: ''1. Οι υπάλληλοι που εντάσσονται στους νέους βαθμούς, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθ., λαμβάνουν το βασικό μισθό του βαθμού αυτού, ενώ όσοι εξ αυτών έχουν πλεονάζοντα χρόνο στον ίδιο βαθμό εξελίσσονται στα μισθολογικά κλιμάκια του βαθμού αυτού, ... 2. Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του Κεφαλαίου αυτού προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μεγαλύτερες από αυτές που έπαιρναν οι δικαιούχοι τους κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Κεφαλαίου, η προκαλούμενη αύξηση καταβάλλεται ως εξής: α)...... γ). Εφόσον προκύπτει μείωση η οποία είναι μεγαλύτερη κατά ποσοστό του 25% των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, ''χωρίς στην ανωτέρω σύγκριση να λαμβάνεται υπόψη το ποσό που καταβάλλεται ως επίδομα θέσης ευθύνης'' [η εντός εισαγωγικών φράση προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθ. 3 της από 16.12.2011 πράξης νομοθετικού περιεχομένου (ΦΕΚ Α 262) και ισχύει από τότε που ίσχυσε ο Ν. 4024/2011], η συνολική μείωση κατανέμεται ως εξής: α) 25% μείωση επί των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου με την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, β) η υπερβάλλουσα μείωση ισόποσα σε χρονικό διάστημα δύο (2) ετών το οποίο αρχίζει ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου'', ενώ με την παράγραφο 2 της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α-222/12.11.2012) προβλέφθηκε ότι: ''Αναστέλλεται μέχρι 31/12/2016, η εφαρμογή των διατάξεων ... της περίπτωσης β’ του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθ. 29 του Ν. 4024/2011 (ΦΕΚ Α-226). Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν από 31/10/2012''. Εξάλλου, στο μεν άρθ. 14 του ιδίου ως άνω Ν. 4024/2011, όπως αντικαταστάθηκε, από τότε που ίσχυσε, με την παράγραφο 10 του άρθ. 9 Ν. 4111/2013, ορίζεται ότι οι μηνιαίες αποδοχές κάθε υπαλλήλου αποτελούνται από τον βασικό μισθό, τα επιδόματα και τις παροχές των άρθ. 15, 17, 18, 19 και 29, στη δε παράγραφο 5 του άρθ. 35 ότι από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, κατά τη διάρκεια εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, επιτρέπεται η μετάθεση ή μετάταξη υπαλλήλου, περιλαμβανομένων των μετατάξεων των άρθ. 69, 70 και 72 του Υπαλληλικού Κώδικα, και χωρίς να υπάρχει κενή οργανική θέση στην υπηρεσία, τον κλάδο ή τον φορέα που μετατάσσεται ή μετατίθεται, με ταυτόχρονη μεταφορά της θέσης που κατέχει ο υπάλληλος. Στη συνέχεια, με το άρθ. 188 Ν. 4261/2014 ορίσθηκε ότι: ''1. Για την κατάταξη στους βαθμούς, στα μισθολογικά κλιμάκια και τον υπολογισμό της υπερβάλλουσας μείωσης των υπαλλήλων της κατηγορίας ΠΕ του Υπουργείου Οικονομικών του διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. 8Κ/2008, που κυρώθηκε με την αριθ. 940/11.5.2010 απόφαση του Δ' Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π. (ΦΕΚ Γ-412), των υπαλλήλων της κατηγορίας ΠΕ του ίδιου Υπουργείου, του διαγωνισμού 2Ε/2007, που κυρώθηκε με την αριθ. 319/17.02.2010 απόφαση του Γ' Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π., των υπαλλήλων που διορίσθηκαν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2013 στο Υπουργείο Οικονομικών κατόπιν των αριθ. 30256/28.2.2002 και 1019/5-8-2003 αποφάσεων του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και των αριθ. 15/2Γ/2002 και 2/1Γ/2004 προκηρύξεων του Α.Σ.Ε.Π. σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθ. 3 του Ν. 2643/1998 και της παρ. 5 του άρθ. 11 του Ν. 3227/2004, καθώς και των αποφοίτων της ΚΑ' εκπαιδευτικής σειράς της Ε.Σ.Δ.Δ.Α., που τοποθετήθηκαν στο ίδιο Υπουργείο εφαρμόζονται αποκλειστικά από 1/5/2014 οι διατάξεις των άρθ. 28 και 29 του Ν. 4024/2011, χωρίς να είναι δυνατός ο υπολογισμός τυχόν πλασματικού χρόνου για την περαιτέρω βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και χωρίς να είναι δυνατή η αναδρομική λήψη διαφοράς αποδοχών για το προηγούμενο από την ημερομηνία αυτή χρονικό διάστημα πραγματικής υπηρεσίας. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή από 1/5/2014: α. Στο προσωπικό που μετατάχθηκε σε κενές οργανικές θέσεις του Υπουργείου Οικονομικών, του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. β. Στο προσωπικό του Υπουργείου Οικονομικών, που μεταφέρθηκε από τον Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. με την αριθ. Δ6Β1036140ΕΞ2012 (ΦΕΚ Β-606) κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών. ...''. Περαιτέρω, στο άρθ. 14β του Ν. 3429/2005 (ΦΕΚ Α-314), όπως προστέθηκε με το αρ. 66 παρ. 1 του Ν. 4002/2011 (ΦΕΚ Α-180/22.08.2011), ορίζεται ότι: ''1. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση εποπτεύοντος Υπουργού: α) οι ανώνυμες εταιρείες με την επωνυμία "Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου Α.Ε. (Κ.Ε.Δ. Α.Ε.)", "Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού Α.Ε. (Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε.)", "Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση Α.Ε. (Ε.Ρ.Τ. Α.Ε.)", "Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης Α.Ε.", "Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Α.Ε. (Ο.Σ.Κ. Α.Ε.)", "Δημόσια Επιχείρηση Ανέγερσης Νοσηλευτικών Μονάδων Α.Ε. (Δ.ΕΠ.Α.ΝΟ.Μ. Α.Ε.)", "ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.", "Ελληνικός Οργανισμός Μικρών - Μεσαίων Επιχειρήσεων και Χειροτεχνίας Α.Ε. (Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ. Α.Ε.)", … μπορεί, αν επιβαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό άμεσα ή έμμεσα ή αν επιδιώκουν παρεμφερή σκοπό ή για τον εξορθολογισμό του κόστους λειτουργίας τους: αα) να καταργούνται …''. Κατ’ εξουσιοδότηση της πιο πάνω διάταξης εκδόθηκε η Δ6Β 1036140/ΕΞ2012/05.03.2012 απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών ''Κατάργηση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού (Ο.Δ.Δ.Υ.) Α.Ε.'' (ΦΕΚ Β-606/05.03.2012), με τη οποία ορίσθηκαν τα εξής: ''Η υπ' αριθ. Οικ. 2/84797/0025/24.11.2011 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ''Κατάργηση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού (Ο.Δ.Δ.Υ.) Α.Ε.'' αντικαθίσταται, από της δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ως ακολούθως: ''Άρθ. 1. Κατάργηση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού (Ο.Δ.Δ.Υ.) και μεταφορά αρμοδιοτήτων. 1. Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού Ανώνυμη Εταιρεία, που συστάθηκε με το Π.Δ. 413/1998, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 2 του Ν. 2414/1996, μετά από μετατροπή σε ανώνυμη εταιρεία του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία ''Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού'', καταργείται. 2. Οι σκοποί και οι αρμοδιότητες του Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε., όπως προβλέπονται στο άρθ. 2 του Ν. 251/1976 και στο άρθ. 3 του Π.Δ. 413/1998, επιδιώκονται και ασκούνται εφεξής από το Υπουργείο Οικονομικών και ειδικότερα από τη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών. Ειδικότερα οι ανωτέρω αρμοδιότητες του καταργούμενου Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. περιέρχονται σε συνιστώμενες ή μετονομαζόμενες οργανικές μονάδες της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ε.Φ.Κ., σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθ. 2. … Άρθ. 5. Θέματα προσωπικού. 1) Το μόνιμο προσωπικό, καθώς και το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου της ανώνυμης εταιρείας ''Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού Α.Ε. (Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε.)'', μεταφέρεται με την ίδια σχέση εργασίας στη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και Ε.Φ.Κ. του Υπουργείου Οικονομικών, με ταυτόχρονη μεταφορά των θέσεων που κατείχαν στην καταργηθείσα ανώνυμη εταιρεία, οι οποίες παύουν να υφίστανται με την καθ` οιονδήποτε τρόπο αποχώρηση των μεταφερόμενων υπαλλήλων. Το εν λόγω προσωπικό διατηρεί και μετά τη μεταφορά του, τον κλάδο, την κατηγορία και την ειδικότητα που κατείχε στον Ο.Δ.Δ.Υ. στις κατωτέρω θέσεις: …, 5) Το μεταφερόμενο προσωπικό κατατάσσεται σε μισθολογικά κλιμάκια της οικείας κατηγορίας, ανάλογα με τα τυπικά του προσόντα και το συνολικό χρόνο υπηρεσίας και λαμβάνει τις αποδοχές της υπηρεσίας υποδοχής. Τυχόν πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές και ειδικά επιδόματα οποιασδήποτε ονομασίας δεν διατηρούνται ως προσωπική διαφορά …, 7) Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη κατάργηση της ανώνυμης εταιρείας ''Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε.'', με την αριθ. οικ. 2/84797/0025/24.11.2011 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ως την κοινοποίηση των πράξεων μεταφοράς και ανάληψης υπηρεσίας του προσωπικού, θεωρείται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας του προσωπικού αυτού στο φορέα υποδοχής, ο οποίος καταβάλλει και τις αντίστοιχες αποδοχές του, όπως προβλέπονται στην παρ. 5 του παρόντος άρθ., για το διάστημα αυτό, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων των άρθ. 33 και 34 του Ν. 4024/11 καθώς και την αριθ. 159840/0092/09.11.2011 Εγκύκλιο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΑΔΑ: 456ΖΗ-3Ν6) …''. Στην κρινόμενη περίπτωση, οι ενάγοντες, πρώην υπάλληλοι του ''Ο.Δ.Δ.Υ.'', ισχυρίζονται, ως ανωτέρω εκτέθηκε, ότι μεταφέρθηκαν από τις 24/11/2011, ημερομηνία κατάργησης του ως άνω Οργανισμού, στη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) του Υπουργείου Οικονομικών και ότι μη νομίμως δεν χορηγείται και σ’ αυτούς η προβλεπόμενη από το άρθ. 29 παρ. 2 Ν. 4024/2011 παροχή για υπερβάλλουσα μείωση, η οποία καταβάλλεται σε άλλους συναδέλφους τους που έχουν, κατά περίπτωση, την ίδια με αυτούς ειδικότητα και τα ίδια καθήκοντα. Υπό τα δεδομένα αυτά και λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη ότι στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθ. 29 παρ. 2 Ν. 4024/2011 εμπίπτουν υπάλληλοι οι οποίοι υπηρετούσαν ήδη κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του εν λόγω νόμου, ήτοι στις 27/10/2011 και των οποίων οι αποδοχές, λόγω της ένταξής τους στον νόμο αυτόν, μειώθηκαν κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 25%, οι ενάγοντες, η οποίοι μεταφέρθηκαν από τον Ο.Δ.Δ.Υ. στο Υπουργείο Οικονομικών στις 24/11/2011, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω διάταξης. Η μη υπαγωγή τους αυτή στις ως άνω διατάξεις δεν αντίκειται στην θεσπιζόμενη από το άρθ. 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, ούτε στη διάταξη του άρθ. 4 παρ. 5 του Συντάγματος, καθόσον εν προκειμένω δεν συντρέχει ταυτότητα περιπτώσεων, αφού οι ενάγοντες δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες με τους ήδη υπηρετούντες υπαλλήλους. Τα ως άνω δεν ανατρέπονται από την θέσπιση του άρθ. 188 Ν. 4261/2014, το οποίο δεν έχει αναδρομική ισχύ, καθώς αρχίζει να εφαρμόζεται από 1/5/2014 και εκείθεν. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, δεν έχει έδαφος εφαρμογής, εν προκειμένω, η διάταξη του άρθ. 29 παρ. 2 Ν. 4024/2011 και, ως εκ τούτου, οι ενάγοντες δεν δικαιούνται τα αιτούμενα ποσά, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών τους, τόσο κατά τη κύρια όσο και κατά τις επικουρικές τους αγωγικές βάσεις των διατάξεων περί αδικοπραξιών (άρθ. 914 ΑΚ, 105, 106 ΕισΝΑΚ) και του αδικαιολογήτου πλουτισμού (αρθ. 904 ΑΚ). Είναι άξιο επισημάνσεως ότι η διαφορά λόγω της υποκείμενης σχέσης είναι ιδιωτική και το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία προς εξέτασή της κατ' άρθ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ. Παρέλκει δε η εξέταση του δευτέρου λόγου εφέσεως, ο οποίος προϋποθέτει την απόρριψη του πρώτου, καθώς αφορά παρεπόμενο αίτημα του κυρίου της αγωγής (Ν. Νίκα, ΕγχΠολΔικ, έκδ. 2018, σσ. 74). Συνεπώς, η εκκαλουμένη, η οποία έκρινε νόμιμη την αγωγή και στη συνέχεια δέχθηκε αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και δη τις αμέσως ως άνω αναφερόμενες διατάξεις, όπως βάσιμα υποστηρίζεται με τον ως άνω λόγο εφέσεως. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος εφέσεως του εκκαλούντος και η έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί εν όλω η εκκαλουμένη, και αφού κρατηθεί η υπόθεση, να απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη. Τέλος, εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, κατά τις διατάξεις των άρθ. 535 παρ. 1, 176, 178, 183, 189 παρ. 1 περ. γ΄ και 191 ΚΠολΔ (ΑΠ 1567/2010 ΝοΒ 2011.592, ΕφΛαμ 36/2013 ΤρΝομΠλ ''Νόμος'', ΕφΠειρ 141/2012 ΤρΝομΠλ ''Νόμος'', ΕφΛαμ 15/2011 και 18/2011 ΤρΝομΠλ ''Νόμος''), τα δε δικαστικά έξοδα, πρέπει να συμψηφισθούν και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων μερών, λόγω των πραγματικών δυσχερειών ως προς την αληθινή έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων που αναφέρονται στη μείζονα πρόταση της παρούσας και ιδίως του άρθ. 29 παρ. 2 Ν. 4024/2011 [άρθ. 179, όπως αντικ. με το άρθ. 2 §2 Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ Α΄ 109/29-5-01) και 183 ΚΠολΔ], την εφαρμογή του οποίου άρθ. 179 ΚΠολΔ δεν αποκλείει η διάταξη του άρθ. 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την υπ' αριθ. 134423/8-12-1992 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθ. 5 § 12 Ν. 1738/1987), και αφορά τη μειωμένη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου (ΟλΑΠ 31/1993 ΔΕΝ 1994.394, ΟλΑΠ 32/1993 ΑρχΝ 1994.740, ΟλΑΠ 18/1993 ΔΕΝ 1994.140, ΑΠ 256/1996 ΕλλΔνη 1997.555, ΕφΑθ 1845/2017 αδ. στο νομ. τυπ., ΕφΑθ 2645/2016 αδ. στο νομ. τυπ., ΕφΘεσ 638/2010 Αρμ 2011.1519), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. 




ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 



Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. 

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση. 

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 1137/24-5-19 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. 

Κρατεί την υπόθεση. 

Δικάζει επί της αγωγής. 

Απορρίπτει την αγωγή. 

Συμψηφίζει στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αυτών και στους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας. 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι, στις 13 Απριλίου 2020. 


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ