Εφετείο 3972/2020: Μη νόμιμη η αγωγή για χορήγηση της παροχής επικούρησης


Λογαριασμός Επικούρισης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας - Αναγνωριστική αγωγή - Μη νόμιμη η αγωγή για χορήγηση της παροχής επικούρησης


ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
4ο ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 

Αριθμός αποφάσεως
3972/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ - ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ)

Αποτελούμενο από το Δικαστή Παύλο Μαυρομάτη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε με διοικητική Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και την γραμματέα Ελισσάβετ Τσιτσικάου. 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Μαρτίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων - εναγόντων: 1) Ευσταθίας Φίλη του Σαράντου με Α.Φ.Μ. 029556403, κατοίκου Θρακομακεδόνων Αττικής (οδ. Εμ. Παππά αρ. 14), 2) Αικατερίνης Στάϊκου του Χρήστου με Α.Φ.Μ. 064111801, κατοίκου Αθηνών (οδ. Σάρδεων αρ. 11-13), 3) Ευαγγελίας Βασιλείου του Ιωάννη με Α.Φ.Μ. 138497450, κατοίκου Αθηνών (οδ. Ζαφειροπούλου αρ. 36-38), 4) Ελένης Μανιά του Ιωάννη με Α.Φ.Μ. 067133294, κατοίκου Βάρης (Ηρακλείτου αρ. 10Α), 5) Αναστασίας Μπαντούνα του Κωνσταντίνου με Α.Φ.Μ. 032972409, συνταξιούχου κατοίκου Βύρωνα Αττικής (οδ. Επταπύργου αρ. 27), 6) Βασιλικής Γιαννακέλου - Κάτσαρη του Κωνσταντίνου με Α.Φ.Μ. 104840136 κατοίκου Ηλιούπολης Αττικής (οδ. Ταϋγέτου αρ. 33), 7) Γιαννίτσας Θαλασσινού του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 077587693, κατοίκου Αθηνών (οδ. Αρ. Οικονόμου αρ. 43-45), 8) Αγγελικής Τσινού του Χριστόδουλου με Α.Φ.Μ. 108671770, κατοίκου Τρικάλων (οδ. Μαυροκορδάτου αρ. 20), 9) Ελένης Μανωλάτου του Κωνσταντίνου με Α.Φ.Μ. 023928382, κατοίκου Ιλίου Αττικής (οδ. Χρυσολωρά αρ. 34), 10) Καίτης Βάντζιου του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 061440664, κατοίκου Αθηνών (οδ. Επτανήσου αρ. 68), 11) Μαρίας Χάνιου του Χαραλάμπους με Α.Φ.Μ. 029756763, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (οδ. Νίκης αρ. 27), 12) Αικατερίνης Μανώλη του Αθανασίου με Α.Φ.Μ. 069301310, κατοίκου Θρακομακεδόνων Αττικής (οδ. Ορφέως αρ. 21), 13) Δήμητρας-Βασιλικής Ζαραφέτα του Διονυσίου με Α.Φ.Μ. 069698356, κατοίκου Κηφισιάς Αττικής (οδ. Εσπέρου αρ. 22), 14) Ευαγγελίας-Γεωργίας Πετινάρη του Σταύρου με Α.Φ.Μ. 026899074, κατοίκου Βριλησσίων Αττικής (οδ. Νέστου αρ. 1), 15) Μαίρης Μπέικα του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 079898651, κατοίκου Αθηνών (οδ. Αγ. Θωμά αρ. 4), 16) Ελπίδας Λογοθέτη του Χρήστου με Α.Φ.Μ. 028371576, κατοίκου Ν. Ψυχικού Αττικής (οδ. Αγ. Γεωργίου αρ. 45), 17) Γαρυφαλλιάς Τσίτσα του Παναγιώτη με Α.Φ.Μ. 079805440, κατοίκου Αθηνών (οδ. Αρκτίνου αρ. 14-16), 18) Γεωργίου Δημολίτσα του Ιωάννη με Α.Φ.Μ. 003204303, κατοίκου Φιλοθέης Αττικής (οδ. Δ. Ακρίτα αρ. 21), 19) Μαρίνας Θαγγοπούλου του Αργυρίου με Α.Φ.Μ. 064986316, κατοίκου Ξάνθης (οδ. Μιχ. Καραολή αρ. 61), 20) Αναστασίας Καζαντζίδου του Ανδρέα με Α.Φ.Μ. 062682190, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Παπαφλέσσα αρ. 4), 21) Μιχαήλ Μαμουζέλλου του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 009787921, κατοίκου Πανόρμου Καλύμνου (Ελιές), 22) Ευφροσύνης Μαυρομιχάλη του Ηλία με Α.Φ.Μ. 028988841, κατοίκου Αθηνών (οδ. Αγ. Ζώνης αρ. 23Α), 23) Πηνελόπης Ζαφειροπούλου του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 015524074, κατοίκου Αθηνών (οδ. Χατζηκωνσταντή αρ. 5-7), 24) Μαριγούς Πριγγούρη του Δημητρίου με Α.Φ.Μ. 023645382, κατοίκου Βριλησσίων Αττικής (οδ. Κύπρου αρ. 25), 25) Βασιλικής Ρηγοπούλου του Αθανασίου με Α.Φ.Μ. 018663497, κατοίκου Βούλας Αττικής (οδ. Λ. Πορφύρα αρ. 38), 26) Ελένης Σηφάκη του Παναγιώτη με Α.Φ.Μ. 025149806, κατοίκου Ν. Ψυχικού Αττικής (οδ. Ν. Παρίτση αρ. 91), 27) Ιωάννας Σηφάκη του Σοφοκλή με Α.Φ.Μ. 112643558, κατοίκου Ν. Ψυχικού Αττικής (οδ. Ξάνθου αρ. 2), 28) Διονυσίου Μαγγίτα του Αθανασίου με Α.Φ.Μ. 022315069, κατοίκου Αθηνών (οδ. Εκαταίου αρ. 75), 29) Χρήστου Κελένη του Δημητρίου με Α.Φ.Μ. 022340078, κατοίκου Λυκόβρυσης Αττικής (οδ. Ύδρας αρ. 26), 30) Γλυκερίας Κατσίμπρα του Ηλία με Α.Φ.Μ. 039905025, κατοίκου Λυκόβρυσης Αττικής (οδ. Ύδρας αρ. 26), 31) Μαρίας Παντολιού του Νικολάου με Α.Φ.Μ. 065023509, κατοίκου Σύρου (οδ. Υψηλάντου αρ. 9), 32) Χρήστου Καλύβα του Δημητρίου με Α.Φ.Μ. 028080773, κατοίκου Δραπετσώνας Αττικής (οδ. Μισαηλίδη αρ. 38-40), 33) Κωνσταντίνου Σίμου του Νικολάου με Α.Φ.Μ. 018375101, κατοίκου Π. Φαλήρου Αττικής (οδ. Ανδρομάχης αρ. 36), 34) Παναγιώτας Διαμάντη του Κωνσταντίνου με Α.Φ.Μ. 024671348, κατοίκου Γλυφάδας Αττικής (οδ. Ήρας αρ. 32), 35) Στυλιανής Καρανάνου του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 048361273, κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης (οδ. Κύπρου αρ. 27), 36) Ορέστη Σαρανταένα του Νικολάου με Α.Φ.Μ. 015573124, κατοίκου Χανίων (οδ. Μετεώρων αρ. 14), 37) Ευφροσύνης Σαρανταένα του Ανάργυρου με Α.Φ.Μ. 067552464, κατοίκου Ζωγράφου Αττικής (οδ. Πολυδώρου αρ. 16-18), 38) Γεωργίου Κανελάκη του Δημητρίου με Α.Φ.Μ. 018987210, κατοίκου Χανίων (οδ. Καντάνου αρ. 59), 39) Παναγιώτας Σταμούλη του Αθανασίου με Α.Φ.Μ. 046880410, κατοίκου Αλίμου Αττικής (οδ. Πινδάρου αρ. 5), 40) Επαμεινώνδα Σουφλάκου του Βασιλείου με Α.Φ.Μ. 028742318, κατοίκου Καρδίτσας (οδ. Παπαρρηγοπούλου αρ. 33), 41) Μαρίας Κατσαπουίκη του Διονυσίου με Α.Φ.Μ. 121670221, κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης (οδ. Εθνικής Αντίστασης αρ. 10), 42) Διονυσίου Θεοφιλόπουλου του Θεόφιλου με Α.Φ.Μ. 022477962, κατοίκου Αθηνών (οδ. Λασκάρεως αρ. 10), 43) Ιωάννας-Ευαγγελίας Γωνιοτάκη του Ελευθερίου με Α.Φ.Μ. 119723174, κατοίκου Αθηνών (οδ. Περικλέους αρ. 37), 44) Θεοδώρας Λασκαρίδου του Κωνσταντίνου με Α.Φ.Μ. 028690680, κατοίκου Θεσσαλονίκης (πάροδος Τζαβέλα αρ. 40Β), 45) Ναπολέοντα Σφέικου του Αριστείδη με Α.Φ.Μ. 003011799, κατοίκου Καρδίτσας (οδ. Δ. Μουσδρά αρ. 22Α), 46) Αικατερίνης Συλαΐδη του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 130518301, κατοίκου Παλλήνης Αττικής (οδ. Ολυμπίας αρ. 4), 47) Βασιλείου Γκιπατίδη του Ιωάννη με Α.Φ.Μ. 018964337, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Πεστών αρ. 69), 48) Παρασκευής Αγγελοπούλου του Κωνσταντίνου με Α.Φ.Μ. 112071970, κατοίκου Γλυφάδας Αττικής (οδ. Ιάσωνος αρ. 17), 49) Ελένης Μαυροκεφάλου του Αναστασίου με Α.Φ.Μ. 031121710, κατοίκου Λευκάδας (οδ. Αγ. Σικελιανού αρ. 11), 50) Αλεξάνδρας Μικρώνη του Ιωάννη με Α.Φ.Μ. 028557635, κατοίκου Λευκάδας (Ε.Ο. Λευκάδας-Καρυάς), 51) Κωνσταντίνου Κτενά του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 027201485, κατοίκου Λευκάδας (Ε.Ο. Λευκάδας - Καρυάς), 52) Νεοπτόλεμου Κουμουνδούρου του Σπύρου με Α.Φ.Μ. 006232589, κατοίκου Λευκάδας (οδ. Καποδιστρίου αρ. 6), 53) Χρήστου Μάλφα του Τηλέμαχου με Α.Φ.Μ. 029187680, κατοίκου Λευκάδας (περιοχή Τσιχλίμπου), 54) Παρασκευής Χαλκιοπούλου του Δημητρίου με Α.Φ.Μ. 022307440, κατοίκου Λευκάδας (οδ. Βύρωνος αρ. 16), 55) Βασιλείου Γεωργάκη του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 011946661, κατοίκου Λευκάδας (οδ. Κ. Γεωργάκη αρ. 3), 56) Αναστασίας Μαυροκεφάλου του Αναστασίου με Α.Φ.Μ. 016750456, κατοίκου Γαλατσίου Αττικής (οδ. Σαπφούς αρ. 18), 57) Αναστασούλας Ροντογιάννη του Ευάγγελου με Α.Φ.Μ. 128493128, κατοίκου Λευκάδας (οδ. Φιλοσόφων αρ. 14), 58) Ευτυχίας Παπαδάτου του Ιωάννη με Α.Φ.Μ. 027260621, κατοίκου Λευκάδας (περιοχή Καρυώτες), 59) Σοφίας Παπουτσοπούλου του Σωτηρίου με Α.Φ.Μ. 301386827, κατοίκου Λευκάδας (οδ. Καποδιστρίου αρ. 6), 60) Μαρίνου Γαζή του Στράτου με Α.Φ.Μ. 023836414, κατοίκου Νυδρίου Λευκάδας, 61) Ιωάννη Ροντογιάννη του Νικολάου με Α.Φ.Μ. 021689531, κατοίκου Λευκάδας (1η Πάροδος Ξεν. Γλήγορη), 62) Μαρίας Λιάκου του Κωνσταντίνου με Α.Φ.Μ. 106139687, κατοίκου Παλλήνης Αττικής (οδ. Σπετσών αρ. 22), 63) Ελένης Κουνδουράκη του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 064811910, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (οδ. Πανδώρας αρ. 12Α), 64) Μαρίας Λαγογιάννη του Παναγιώτη με Α.Φ.Μ. 064595053, κατοίκου Χαϊδαρίου Αττικής (οδ. Σκύρου αρ. 24), 65) Πέτρου Βασιλείου του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 025148883, κατοίκου Αγίου Δημητρίου Αττικής (οδ. Φαίδωνος αρ. 42), 66) Χρυσούλας Αλατσατιανού του Ανδρέα με Α.Φ.Μ. 028414507, συνταξιούχου Ε.Τ.Ε., κατοίκου Λευκάδας (Περιγιάλι), 67) Κωνσταντίνας Κουρή του Χρήστου με Α.Φ.Μ. 068691486, κατοίκου Αγ. Δημητρίου Αττικής (οδ. Παμίσσου αρ. 8), 68) Σάββα Παπαδάκη του Ιωάννη με Α.Φ.Μ. 010659569, κατοίκου Αγ. Ιωάννη Ρέντη Αττικής (οδ. Μιχ. Σταυράκη αρ. 7), 69) Μαρίκας Κόντη του Κλεάνθη με Α.Φ.Μ. 064310709), κατοίκου Ραφήνας Αττικής -Ντράφι (οδ. Ξάνθου αρ. 4), 70) Θεοδόσιου Ζηρούνη του Μικέ με Α.Φ.Μ. 015546816, κατοίκου Καλύμνου (Ενορία Αναλήψεως), 71) Βασιλικής Πλιακοστάθη του Παράσχου με Α.Φ.Μ. 112124389, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (οδ. Σαχτούρη αρ. 3), 72) Θεοδώρας Καραμπέτσου - Μιχαηλίδου του Αριστοτέλη με Α.Φ.Μ. 007672218, κατοίκου Πικερμίου (οδ. Αιολέων αρ. 22), 73) Στυλιανής Σωτηροπούλου του Θεόδωρου με Α.Φ.Μ. 101473707, κατοίκου Χαϊδαρίου Αττικής (οδ. Συντ. Δαβάκη αρ. 4), 74) Θωμά Γκιόρτου του Αναστασίου με Α.Φ.Μ. 024270530, κατοίκου Αργυρούπολης Αττικής (οδ. Αθ. Διάκου αρ. 43), 75) Μάρκου Βάλβη του Ελευθερίου με Α.Φ.Μ. 016868735, κατοίκου Πειραιά (οδ. Αγίου Δημητρίου αρ. 37), 76) Σοφίας Κοντοράβδη του Ελπιδοφόρου με Α.Φ.Μ. 116472098, κατοίκου Αλίμου Αττικής (οδ. Δημοσθένους αρ. 8), 77) Μαρίας Λέκου - Τσόλια του Παναγιώτη με Α.Φ.Μ. 069341982, κατοίκου Φιλοθέης Αττικής (οδ. 25ης Μαρτίου αρ. 8), 78) Σωτηρίου Τσόλια του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 013161226, κατοίκου Φιλοθέης Αττικής (οδ. 25ης Μαρτίου αρ. 8), 79) Στυλιανού Συμεωνίδη του Αναστασίου με Α.Φ.Μ. 012983875, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (οδ. Δωδεκανήσου αρ. 14Β), 80) Νικολάου Καλαμπαλίκη του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 021921293, κατοίκου Αργυρούπολης Αττικής (οδ. Διγ. Ακρίτα αρ. 80), 81) Στέφανου Αναγνώστου του Βασιλείου με Α.Φ.Μ. 028991464, κατοίκου Αργυρούπολης Αττικής (οδ. Διγ. Ακρίτα αρ. 80), 82) Γεωργίου Κουτρουμπούχου του Νικολάου με Α.Φ.Μ. 022340171, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (οδ. Κοιμήσεως Θεοτόκου αρ. 23), 83) Σουσάνας Σταφυλά του Στέφανου - Βρασίδα με Α.Φ.Μ. 028454345, κατοίκου Πόρτο Ράφτη Αττικής (Αυλάκι), 84) Βικτωρίας Μακρή του Παναγιώτη με Α.Φ.Μ. 025167180, κατοίκου Γέρακα Αττικής (οδ. Γρ. Ξενόπουλου αρ. 14), 85) Ειρήνης Ζεμπίλλα του Μιχαήλ με Α.Φ.Μ. 049541534, κατοίκου Καλύμνου (Πάνορμος), 86) Εμμανουήλ Κλαδίτη του Αναστασίου με Α.Φ.Μ. 024827612, κατοίκου Καλύμνου (Άγιος Νικόλαος), 87) Αλεξάνδρας Τζινιέρη του Βασιλείου με Α.Φ.Μ. 106132164, κατοίκου Ραφήνας Αττικής -Ντράφι (οδ. Λεοντίου αρ. 109), 88) Μαρίας Γρηγοράκη του Χρήστου με Α.Φ.Μ. 026291857, κατοίκου Αθηνών (οδ. Διδότου αρ. 55), 89) Μαρίας Βιζυηνού του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 106789788, κατοίκου Ν. Ιωνίας Αττικής (οδ. Μποδοσάκη αρ. 13), 90) Γεωργίου Αγγελάκη του Χαραλάμπους με Α.Φ.Μ. 023180353, κατοίκου Αιγάλεω Αττικής (οδ. Παπανικολή αρ. 4), 91) Ελευθέριου Παπάζογλου του Κωνσταντίνου με Α.Φ.Μ. 010059435, κατοίκου Μυλοποτάμου Δράμας), 92) Νικολάου Θεοφανίδη του Δημητρίου με Α.Φ.Μ. 009326680, κατοίκου Πεύκης Αττικής (οδ. Κανάρη αρ. 12), 93) Νικολάου Πανοπούλου του Κωνσταντίνου με Α.Φ.Μ. 024100343, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (οδ. Αισχύλου αρ. 22), 94) Γρηγορίου Καϊφά του Θεοφάνη με Α.Φ.Μ. 034282246, κατοίκου Άνοιξης Αττικής (οδ. Θησέως αρ. 16), 95) Αγγελικής Γκέλη του Κωνσταντίνου με Α.Φ.Μ. 107089420, κατοίκου Άνοιξης Αττικής (οδ. Θησέως αρ. 16), 96) Πέτρου Ρωμανά του Νικολάου με Α.Φ.Μ. 018794577, κατοίκου Γλυφάδας Αττικής (οδ. Ασκληπιού αρ. 112), 97) Ειρήνης Μπακογιάννη του Επαμεινώνδα με Α.Φ.Μ. 102289902, κατοίκου Αγίου Στεφάνου Αττικής (οδ. Σόλωνος αρ. 4), 98) Δημητρίου Κανελλοπούλου του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 009425123, κατοίκου Πατρών (Πάροδος Αρόης 23 αρ. 6-8), 99) Ιωάννας Κώτσου του Παναγιώτη με Α.Φ.Μ. 112070045, κατοίκου Γλυφάδας Αττικής (οδ. Κύθνου αρ. 8), 100) Χρυσούλας Λάιου του Αριστοτέλη με Α.Φ.Μ. 102291774, κατοίκου Αθηνών (οδ. Κουρμούλη αρ. 34-36), 101) Φίλιππου Αντωνοπούλου του Αποστόλου με Α.Φ.Μ. 013027166, κατοίκου Σπάρτης (οδ. Αρχιδάμου αρ. 102), 102) Ανδρονίκης Αθανασίου του Χριστόδουλου με Α.Φ.Μ. 065614414, κατοίκου Ιωαννίνων (οδ. Α. Καναλάκη αρ. 4), 103) Σοφίας Κούτρα του Ιωάννη με Α.Φ.Μ. 030240031, κατοίκου Αγ. Δημητρίου Αττικής (οδ. Κισσάμου αρ. 18), 104) Αναστασίας Θεοφύλακτου του Αθανασίου με Α.Φ.Μ. 120997613, κατοίκου Ηλιούπολης Αττικής (οδ. Αριστείδου αρ. 5), 105) Βασιλικής Κραββαρίτου του Παναγιώτη με Α.Φ.Μ. 038454273, κατοίκου Ηλιούπολης Αττικής (οδ. Κοτζιά αρ. 25), 106) Αγγελικής Παναγιωτόπουλου του Ανδρέα με Α.Φ.Μ. 051638740, κατοίκου Βριλησσίων Αττικής (οδ. Αγιάσου αρ. 6), 107) Ελένης Χάνου του Ιωάννη με Α.Φ.Μ. 061764498, κατοίκου Ν. Σμύρνης Αττικής (οδ. Αιγαίου αρ. 181), 108) Δέσποινας Χαχολού του Κωνσταντίνου με Α.Φ.Μ. 064217632, κατοίκου Πεδινής Ιωαννίνων), 109) Χρυσαυγής Μπαλατσούκα του Δημητρίου με Α.Φ.Μ. 026125996, κατοίκου Ν. Ιωνίας Αττικής (οδ. Χρυσοβίτσης αρ. 4), 110) Ελένης Σίμου του Ευαγγέλου με Α.Φ.Μ. 034915564, κατοίκου Σύρου (οδ. Ηρώων Πολυτεχνείου και Καρνάγιο), 111) Θεόδωρου Γιαχαλή του Παναγιώτη με Α.Φ.Μ. 027662799, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (οδ. Χαραυγής αρ. 16), 112) Θεόδωρου Παπαϊωάννου του Ιωάννη με Α.Φ.Μ. 008275481, κατοίκου Βόλου (οδ. Ι. Καρτάλη αρ. 104), 113) Αγγελικής Παππή του Εμμανουήλ με Α.Φ.Μ. 065648626, κατοίκου Διονύσου Αττικής (οδ. Περγάμου αρ. 27Β), 114) Κωνσταντίνας Παναγιωτοπούλου του Παναγιώτη με Α.Φ.Μ. 068560007, κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής (οδ. Απόλλωνος αρ. 30), 115) Μάρθας Ιερωνυμάκη του Σάββα με Α.Φ.Μ. 070644610, κατοίκου Πικερμίου Αττικής (οδ. Αγ. Παρασκευής αρ. 8), 116) Αικατερίνης Παραρά του Ιωάννη με Α.Φ.Μ. 011984296, κατοίκου Ν. Φιλαδέλφειας Αττικής (οδ. Γ. Λαμπράκη αρ. 7), 117) Γεωργίου Χαραλαμπίδη του Βασιλείου με Α.Φ.Μ. 025878843, κατοίκου Πειραιά (οδ. Καλλέργη αρ. 185), 118) Γεωργίου Μητρόπουλου του Παναγιώτη με Α.Φ.Μ. 021092517, κατοίκου Αλίμου Αττικής (οδ. Νίκης αρ. 40-42), 119) Γεωργίου Γκαλάκου του Αλεξάνδρου με Α.Φ.Μ. 032651050, κατοίκου Αλυκών Βόλου (οδ. Καλλικράτη αρ. 28), 120) Ελένης Βαρελά του Αναστασίου με Α.Φ.Μ. 104887252, κατοίκου Άργους (ΓΘ 03 Κατσικανιά), 121) Παναγιώτη Νικολάου του Νικολάου με Α.Φ.Μ. 009669793, κατοίκου Άργους (οδ. Π. Μπακογιάννη αρ. 5), 122) Κωνσταντίνας Ράλλη του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 028104935, κατοίκου Άργους (οδ. Π. Μπακογιάννη αρ. 5), 123) Αναστασίας Λακιώτη του Παναγιώτη με Α.Φ.Μ. 0267613178, κατοίκου Άργους (οδ. Κοφινιώτου αρ. 20), 124) Ιωάννη Αγγέλη του Εμμανουήλ με Α.Φ.Μ. 024560661, κατοίκου Αθηνών (οδ. Εμ. Λυκούδη αρ. 1), 125) Λυδίας Αγγέλη του Δημητρίου με Α.Φ.Μ. 069692500, κατοίκου Αθηνών (οδ. Εμ. Λυκούδη αρ. 1), 126) Αντωνίου Αντωνοπούλου του Νικολάου με Α.Φ.Μ. 023659130, κατοίκου Αγ. Αναργύρων Αττικής (οδ. Μαυρογένους αρ. 34), 127) Ελπίδος Μυριδάκη του Μιχαήλ με Α.Φ.Μ. 027760812, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (οδ. Ελευθερίας αρ. 23), 128) Ελένης Καλογεροπούλου του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 128241970, κατοίκου Ιλίου Αττικής (οδ. Αριστείδου αρ. 29), 129) Μαρίας Ανέστη του Ιωάννη με Α.Φ.Μ. 026853489, κατοίκου Ν. Κηφισιάς Αττικής (οδ. Κορίνθου αρ. 26), 130) Ελισσάβετ Ζανιδου του Αριστείδη με Α.Φ.Μ. 028332944, κατοίκου Αθηνών (οδ. Αμεινίου αρ. 3), 131) Γεωργίου Δημητροπούλου του Κωνσταντίνου με Α.Φ.Μ. 007248407, κατοίκου Γλυφάδας Αττικής (οδ. Σ. Λαζαρίδη 5Α), 132) Σοφίας Σκρέτα του Ευαγγέλου με Α.Φ.Μ. 036873030, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (οδ. Θάσου αρ. 5), 133) Ελένης Πλιάκα του Δημητρίου με Α.Φ.Μ. 114937279, κατοίκου Αργούς (οδ. Τημένου αρ. 17), 134) Κωνσταντίνου Βίλλα του Ιωσήφ με Α.Φ.Μ. 026163454, κατοίκου Αργυρούπολης Αττικής (οδ. Κωνσταντινουπόλεως αρ. 19), 135) Αικατερίνης Ταπούρη του Αλεξάνδρου με Α.Φ.Μ. 024004226, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Ομήρου αρ. 2), 136) Ελισάβετ Νικηφορίδου του Δημητρίου με Α.Φ.Μ. 119102947, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Ι. Πολυλά αρ. 13), 137) Δημητρίου Χαραλαμπίδη του Κωνσταντίνου με Α.Φ.Μ. 021318050, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Π. Λεβαντή αρ. 51), 138) Ευφροσύνης Ασλανίδου του Λεωνίδα με Α.Φ.Μ. 079501535, κατοίκου Πεύκων Θεσσαλονίκης (οδ. Αγίων Πάντων αρ. 12), 139) Στυλιανού Ζευγώλη του Εμμανουήλ με Α.Φ.Μ. 020568317, κατοίκου Ψυχικού Αττικής (οδ. Ανθέων αρ. 28), 140) Γεωργίου Παντελίδη του Παναγιώτη με Α.Φ.Μ. 022638909, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Μεταμορφώσεως Σωτήρος αρ. 5), 141) Λάμπρου Ευαγγελόπουλου του Αθανασίου με Α.Φ.Μ. 014303681, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Γ. Στρατήγη αρ. 12), 142) Ασημίνας Θεοδοσίου του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 030534346, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Στουγιαννάκη αρ. 14), 143) Σοφίας Καμαριανού του Κωνσταντίνου με Α.Φ.Μ. 066021502, κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης (οδ. Αριστοφάνους αρ. 7-9), 144) Μαρίας Σαλούβαρδου του Δημοσθένη με Α.Φ.Μ. 064529326, κατοίκου Γέρακα Αττικής (οδ. Θήρας αρ. 15), 145) Ιωάννη Μουντούφαρη του Χαρίτωνος με Α.Φ.Μ. 011200168, κατοίκου Ρόδου (οδ. Πατρ. Αθηναγόρα αρ. 39), 146) Φίλιππου Διακονικολάου του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 011556578, κατοίκου Ρόδου (οδ. Στ. Καζούλη αρ. 76), 147) Ειρήνης Μανίσκα του Αντωνίου με Α.Φ.Μ. 052205722, κατοίκου Ρόδου (οδ. Πατρ. Αθηναγόρα αρ. 39), 148) Νικολάου Πολύζου του Θεμιστοκλή με Α.Φ.Μ. 009085591, κατοίκου Αθηνών (οδ. Αγίου Μελετίου αρ. 16-18), 149) Ηρούς Ζιούτα του Ανδροκλή με Α.Φ.Μ. 109778811, κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης (οδ. Ι. Πασαλίδη αρ. 146), 150) Ιωάννη Αγαπίου του Αλεξάνδρου με Α.Φ.Μ. 011443105, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Κασσάνδρου αρ. 141), 151) Πέτρου Πάϊκου του Σωκράτη με Α.Φ.Μ. 023374633, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Θ. Νάτσινα αρ. 55), 152) Μαρίας Τοπσακαλίδου του Ιωάννη με Α.Φ.Μ. 113509773, κατοίκου Αθηνών (οδ. Αμεινίου αρ. 1Α), 153) Βασιλικής Παπακώστα του Ιωάννη με Α.Φ.Μ. 024150438, κατοίκου Ιωαννίνων (οδ. Πάφου αρ. 3), 154) Κωνσταντίνου Κωτσάκη του Βασιλείου με Α.Φ.Μ. 008768423, κατοίκου Αθηνών (οδ. Αργολίδος αρ. 41), 155) Λευκοθέας - Αλκίππης Γραμματικόπουλου του Αρη με Α.Φ.Μ. 023999092, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Πυλαίας αρ. 21), 156) Αρτέμιδος Γραμματικόπουλου του Αρη με Α.Φ.Μ. 023999080, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Πρωτομαγιάς αρ. 61), 157) Αθανασίου Δημητρόπουλου του Κωνσταντίνου με Α.Φ.Μ. 022093917, κατοίκου Αθηνών (οδ. Αμερικής αρ. 21), 158) Βασιλικής Γιαννακούλια του Ηλία με Α.Φ.Μ. 037016195, κατοίκου Βραχατίου Κορινθίας (οδ. Γ. Παπανδρέου αρ. 8), 159) Κωνσταντίνου Μπρεντά του Δημητρίου με Α.Φ.Μ. 022376087, κατοίκου Καρδίτσας (οδ. Παπαρηγοπούλου αρ. 120), 160) Χρήστου Τσούτσουρα του Αποστόλου με Α.Φ.Μ. 020965808, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Αθ. Διάκου αρ. 2), 161) Μάρκου Ταμίσογλου του Μυρώδη με Α.Φ.Μ. 012260532, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Βασ. Κωνσταντίνου αρ. 20), 162) Βασιλείου Κουκουλιάκου του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 030146153, κατοίκου Καρδίτσας (οδ. Μακεδονίας αρ. 37Β), 163) Εμμανουήλ Σεβδαλή του Μιχαήλ με Α.Φ.Μ. 010052772, κατοίκου Καρπάθου), 164) Θωμά Περπινιώτη του Νικολάου με Α.Φ.Μ. 019034746, κατοίκου Αθηνών (οδ. Θάλειας αρ. 33), 165) Διονυσίου Μεσολώρα του Ευαγγέλου με Α.Φ.Μ. 026532184, κατοίκου Ελληνικού Αττικής (οδ. Κερασούντος αρ. 4), 166) Μιχαήλ Αντύπα του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 055928390, κατοίκου Παλλήνης Αττικής (οδ. Ιπποκράτους αρ. 8), 167) Άννας Καπετανάκη του Σταύρου με Α.Φ.Μ. 100191988, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Επιδαύρου αρ. 49), 168) Αννας Τσίκουρα του Ανδρέα με Α.Φ.Μ. 118061963, κατοίκου Αγίας Παρασκευής (οδ. Αγαμέμνονος αρ. 17), 169) Δημητρίου Κολιοπούλου του Κυριάκου με Α.Φ.Μ. 022244240, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (οδ. Φιλικής Εταιρείας αρ. 22Γ), 170) Δέσποινας Κουραντίδου του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 105729260, κατοίκου Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης (οδ. Δ. Σολωμού αρ. 11), 171) Δέσποινας Παπαδοπούλου του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 104408398, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Πολυγύρου αρ. 8), 172) Ευαγγελίας Προσηλιακού του Θωμά με Α.Φ.Μ. 113362076, κατοίκου Σερρών (οδ. Πρ. Χριστόφορου αρ. 1), 173) Σουζάνας Αγγελίδου του Αποστόλου με Α.Φ.Μ. 127129486, κατοίκου Σερρών (οδ. Κερασούντος αρ. 7), 174) Χρήστου Γασπαράτου του Ανδρέα με Α.Φ.Μ. 022669081, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Ολυμπιάδος αρ. 18), 175) Σωτηρίου Ρουμάνη του Χρήστου με Α.Φ.Μ. 024774990, κατοίκου Αγίας Κυριακής Μονεμβασιάς Λακωνίας, 176) Κωνσταντίνου Μπιζανίδη του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 021068855, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Αγ. Βασιλείου αρ. 49), 177) Πέτρου Βελίδη του Αλεξάνδρου με Α.Φ.Μ. 016031923, κατοίκου Πολίχνης Θεσσαλονίκης (οδ. Χίου αρ. 6), 178) Γεωργίου Καβρουλάκη του Εμμανουήλ με Α.Φ.Μ. 018164819, κατοίκου Τριλόφου Θέρμης (οδ. Κ. Καβάφη αρ. 12), 179) Νέστωρα Δίνα του Κωνσταντίνου με Α.Φ.Μ. 019520122, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδ. Εθνικής Αντιστάσεως αρ. 17), 180) Νικολάου Ζεάκη του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 010183108, κατοίκου Ηρακλείου Κρήτης (οδ. Σμπώκου αρ. 79), 181) Μαρίας Τσιτίνη του Δημητρίου με Α.Φ.Μ. 022757093, κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής (οδ. Αχαιών αρ. 14), 182) Σάββα Θολοένου του Ιωάννη με Α.Φ.Μ. 013047699, κατοίκου Ρόδου (οδ. Εργάνης Αθηνάς αρ. 29), 183) Βύρωνα Κουτσογιάννου του Ηρακλή με Α.Φ.Μ. 016426761, κατοίκου Γλυφάδας Αττικής (οδ. Γούναρη αρ. 161), 184) Βαλασίας Κοντολέοντος του Ιωάννη με Α.Φ.Μ. 112995770, κατοίκου Ρόδου (οδ. Ολ. Καρπάθου αρ. 5), 185) Ευαγγελίας Κοντολέοντος του Μόσχου με Α.Φ.Μ. 021794030, κατοίκου Ρόδου (οδ. Ολ. Καρπάθου αρ. 5), 186) Ιωάννη Στάμου του Γεωργίου με Α.Φ.Μ. 026917465, κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής (οδ. 25ης Μαρτίου αρ. 5Α), 187) Ειρήνης Ράπτη του Θωμά με Α.Φ.Μ. 101189087, κατοίκου Περιστερίου Αττικής (οδ. Αττικής αρ. 24), και 188) Ευθυμίου Χαλκιοπούλου του Όθωνα με Α.Φ.Μ. 014342011, κατοίκου Καλλιθέας Αττικής (οδ. Ματζαγριωτάκη αρ. 83), τους οποίους εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Γεώργιος Ζ. Χανιώτης (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 015317 και Α.Φ.Μ. 043670747), ο οποίος κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π2418227/20-1-20 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορώ ν και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών.
Της εφεσίβλητης - εναγομένης: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία ''Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος'' με Α.Φ.Μ. 094014201, η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδ. Αιόλου, αριθ. 86) και εκπροσωπείται, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Πέτρος Κ. Τσαντίνης (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 017909 και Α.Φ.Μ. 043953148), ο οποίος κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π2422803/21-1-20 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών. 
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 1/6/18 και με αριθ. κατ. 53080/1628/4-6-18 και από 10/10/18 και με αριθ. κατ. 96286/2555/17-10-18 αγωγές αναγνώρισης χρηματικής παροχής ως μετεργασιακού ανταλλάγματος από το Λογαριασμό Επικούρισης Εθνικής Τράπεζας (''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'') και υποχρέωσης καταβολής αυτής, την οποία άσκησαν οι ενάγοντες των αγωγών αυτών κατά της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησαν να γίνει αυτή δεκτή. Η συζήτηση της πρώτης αγωγής ορίσθηκε να γίνει στις 4/10/18 με αριθ. πιν. ΚΒ/10 και κατόπιν αναβολής στις 26/11/18 και της δεύτερης στις 26/11/18 με αριθ. πιν. ΚΑ/12. Συνεκδικασθέντων των ως άνω αγωγών αντιμωλία των διαδίκων κατά την ως άνω τελευταία ημερομηνία, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1224/12-6-19 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε αυτές ως ουσία αβάσιμες.
Οι εκκαλούντες - ενάγοντες με την από 22/7/19 έφεσή τους (αριθ. εκθ. κατάθ. 68349/5338/29-7-19), η οποία έλαβε αριθ. κατ. πράξεως προσδιορισμού δικασίμου 7234/5888/29-7-19 στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, και προσδιορίσθηκε για να εκδικασθεί στην επί της αρχής της παρούσας αναφερομένη ημερομηνία με αριθ. πιν. 36, ζήτησαν την εξαφάνιση της προσβαλλομένης και την ολοσχερή αποδοχή της αγωγής τους. 
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων - εναγόντων δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αλλά κατέθεσε την από 20/1/20 δήλωσή του κατ’ άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις. 
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης - εναγομένης δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αλλά κατέθεσε την από 17/1/20 δήλωσή της κατ’ άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις. 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 22/7/19 (αριθ. εκθ. κατάθ. 68349/5338/29-7-19) έφεση, των πρωτοδίκως ηττηθέντων εναγόντων και ήδη εκκαλούντων, κατά της πρωτοδίκως νικήσασας εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης και της υπ’ αριθ. 1224/12-6-19 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 591 παρ. 1, 614 αριθ. 3, και 621 επ. ΚΠολΔ), αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθ. 1α΄, 3 παρ. 1, 19 όπως αντικ. με το άρθ. 4 παρ. 2 Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011), 495 παρ. 1 & 2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1, 522, 500 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την κατάργηση ή την αντικατάστασή τους, κατά περίπτωση, με το άρθ. 1 Ν. 4335/2015), δεδομένου ότι πιστό αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε στους ενάγοντες - εκκαλούντες με επιμέλεια της εναγομένης - εφεσίβλητης στις 11/7/19, όπως τούτο προκύπτει από την σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δημητρίου Π. Ανδριανόπουλου, επί αντιγράφου της εκκαλουμένης, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εκκαλούντες και δεν αμφισβητεί η εφεσίβλητη και το δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 29/7/19. Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθ. 533 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της αφενός δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθ. 495 παρ. 4 εδαφ. τελευταίο και 614 §3 ΚΠολΔ, ως αυτά ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 - Κ. Ρίζο σε Ν. Λεοντή, Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, 2018, σσ. 239), αφετέρου έχουν κατατεθεί από τους υπόχρεους προς τούτο πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων τα παράβολα προκαταβολής εισφορών και ενσήμων (άρθ. 61 παρ. 1 και 4 Ν. 4139/2013), ως αυτά αναφέρονται παραπάνω στα εισαγωγικά της παρούσας.

ΙΙ. Με τις από 1/6/18 και με αριθ. κατ. 53080/1628/4-6-18 και από 10/10/18 και με αριθ. κατ. 96286/2555/17-10-18 αγωγές τους προς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οι ενάγοντες αυτών και ήδη εκκαλούντες ισχυρίσθηκαν ότι όλοι τους είναι πρώην εργαζόμενοι της εναγομένης και νυν συνταξιούχοι. Ότι οι εργαζόμενοι στην εναγομένη ως προς την ασφάλισή τους, από της προσλήψεώς τους αυτοδικαίως εντάσσονταν κατά την κύρια ασφάλισή τους στο Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού αυτής, παράλληλα δε κατά την επικουρική, εντασσόταν υποχρεωτικά και αυτοδικαίως στο Λογαριασμό Επικούρησης Προσωπικού της ιδίας (''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.''). Ότι η πρακτική αυτή της υποχρεωτικής ασφάλισης στο ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'', ίσχυε έως το 2005, οπότε δυνάμει του Ν. 3371/2005 οι προσληφθέντες μετά την 14/07/2005 υπάλληλοι της εναγομένης ασφαλίζονταν υποχρεωτικά στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Ότι ο ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'' συστάθηκε με τη συλλογική συμφωνία της 13ης συνεδρίασης της 18/11/1949, ανάμεσα στους εκπροσώπους της εναγομένης και του Συλλόγου Υπαλλήλων αυτής (ΣΥΕΤΕ) και αποτελεί συγκέντρωση περιουσίας για συγκεκριμένο σκοπό (παροχή επικουρήσεων), δεν είναι ασφαλιστικό ταμείο, δεν τυγχάνει λειτουργικά και οργανωτικά ανεξάρτητος, δεν έχει νομική προσωπικότητα και ικανότητα διαδίκου. Ότι για τη λειτουργία του ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'' η εναγομένη κατέβαλε την προβλεπόμενη από τον Κανονισμό του εισφορά, και αντίστοιχη οι εργαζόμενοι. Ότι η σχετική ως άνω συλλογική συμφωνία εναγομένης - προσωπικού για τη σύσταση του ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'' είχε συγχρόνως ως αποτέλεσμα την ένταξη των σχετικών όρων της στις ατομικές εργασιακές σχέσεις του προσωπικού και διαμορφώθηκε αντίστοιχος γενικός όρος εργασίας. Ότι η εναγομένη υποχρεούται, να καλύπτει τα ελλείμματα ρευστότητας που τυχόν παρουσιάζονται στα αποθεματικά του ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'', ώστε πράγματι να εξασφαλίζεται η εις το διηνεκές χορήγηση της προβλεπόμενης στον Κανονισμό του παροχής-επικούρησης. Ότι ο ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'' και τα μέλη του έχουν απαίτηση απ' ευθείας από την εναγομένη, για καταβολή των ελλειμμάτων χρήσης, και σε αντίθετη περίπτωση στοιχειοθετείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας των υπαλλήλων της, καθώς αυτή δεν εκπληρώνει συμβατικές της δεσμεύσεις και υποχρεώσεις, απορρέουσες από τις συμβάσεις εργασίας που τη συνδέουν με τους εργαζομένους της. Ότι από το χρόνο συστάσεως του ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'', αυτός έχει υποστεί διαδοχικές τροποποιήσεις στον Κανονισμό του, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται και η αύξηση του ποσοστού εισφοράς που καταβάλλει η εναγομένη για το σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου, κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (έχει δηλαδή πλέον διαμορφωθεί σε 9%), ενέργεια στην οποία προέβη, αποσκοπώντας, με το σχηματισμό επαρκούς ασφαλιστικού κεφαλαίου και τη δημιουργία βιώσιμου ταμείου, αλλά και στην αύξηση της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητάς της. Ότι από τον ως άνω Κανονισμό του ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'' (άρθ. 9) προβλέπεται ο τρόπος υπολογισμού της μηνιαίας παροχής-επικούρησης που δικαιούται κάθε συνταξιούχος, όπως αυτός λεπτομερώς περιγράφεται στην αγωγή. Ότι όλοι τους ως πρώην εργαζόμενοι και νυν συνταξιούχοι ελάμβαναν μέχρι πρόσφατα, ανά μήνα τη δικαιούμενη κατά τα ανωτέρω παροχή - επικούρηση από την εναγομένη μέσω του ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'', και δη τα ποσά που λεπτομερώς εκτίθενται. Ότι λίαν προσφάτως και σε αντίθεση με την μέχρι τότε επί μακρόν σταθερή και πάγια πρακτική της, η εναγομένη δια των αρμοδίων οργάνων της αρνείται ότι ο ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'' φέρει το χαρακτήρα των προκαθορισμένων παροχών και δη του μετεργασιακού ανταλλάγματος, ήτοι τη φύση του κατά κυριολεξία μισθού, διατείνεται δε ότι δεν υποχρεούται σε καταβολή του ποσού που κάθε φορά τυχόν υπολείπεται, ώστε να αποδίδεται στους συνταξιούχους του η χορήγηση της παροχής που έχουν θεμελιώσει μετά από έτη παροχής εργασίας σε αυτήν σύμφωνα με τον Κανονισμό του. Ότι σε κάθε περίπτωση η εναγομένη κάλυπτε τα ταμειακά ελλείμματα του ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'', με αποτέλεσμα να τους καταβάλλεται η ως άνω παροχή, δημιουργώντας έτσι επιχειρησιακή συνήθεια και πρακτική εκμετάλλευσης. Ότι πρόθεση της εναγομένης είναι από τον Νοέμβριο του 2017 να παύσει να καταβάλει προς το ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'' το ποσοστό εισφοράς της που απαιτείται ανά μήνα προκειμένου να καταβάλλεται η οφειλόμενη παροχή προς τους δικαιούχους της. Ότι ο ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'' βρίσκεται σε κακή οικονομική κατάσταση εξαιτίας πράξεων και παραλείψεων της εναγομένης. Ότι ήδη η εναγομένη έχει παύσει να καλύπτει, ως όφειλε, τα ανά μήνα ταμειακά ελλείμματα του ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'' με αποτέλεσμα την μη καταβολή της παροχής του ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'' από το Δεκέμβριο του 2017 και εντεύθεν. Με βάση το ιστορικό αυτό των αγωγών, όπως η πρώτη από αυτές περιορίστηκε κατ' αρθ. 223 ΚΠολΔ ως προς την ένδικη παροχή που αντιστοιχεί στο επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2017 και η δεύτερη διορθώθηκε κατ' αρθ. 224 ΚΠολΔ, οι ενάγοντες ζήτησαν 1) να αναγνωριστεί ότι η παροχή μέσω του ''Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας (Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.)'' αποτελεί μετεργασιακό αντάλλαγμα, 2) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε έκαστο αυτών τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, τα οποία αντιστοιχούν στη μηνιαία επικούρησή τους στο ύψος που έκαστος τη λάμβανε πριν από τη διακοπή της και δη για την πρώτη αγωγή για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Οκτώβριο του 2018, για δε την δεύτερη αγωγή για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2018 μέχρι και το Νοέμβριο του έτους 2018, με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής εκάστου κονδυλίου, άλλως από την επίδοση της αγωγής, 3) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό που αντιστοιχεί στην επίδικη μηνιαία επικούρηση, τα σχετικό επιδόματα εορτών και το αντίστοιχο επίδομα άδειας για το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του 2018 (στην πρώτη αγωγή, και από το Δεκέμβριο του 2018 στην δεύτερη αγωγή) μέχρι την άρση της υπερημερίας της, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής τους και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά τους έξοδα. Επί των αγωγών αυτών, εκδόθηκε από το παραπάνω Δικαστήριο, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ως άνω ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η εκκαλουμένη απόφαση (υπ' αριθ. 1224/12-6-19), η οποία, αφού απέρριψε ρητώς τον περί αοριστίας των αγωγών ισχυρισμό της εναγομένης (άρθ. 216 ΚΠολΔ), έκρινε ορισμένες και νόμιμες αυτές (αγωγές) επιστηρίζοντάς τες στις διατάξεις των άρθ. 22 παρ. 2 του Συντάγματος, 10 Ν. 1902/1990, 18 παρ. 3 Ν. 1902/1990, 2 Ν. 2084/1992, 341, 345, 346, 361, 648 ΑΚ, 70, 176, 907 ΚΠολΔ, και μετ' εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε αυτήν ως ουσία αβάσιμη και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων. Οι παραδοχές αυτές του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προκάλεσαν τα με τους λόγους της έφεσής τους, στο σύνολό τους τρεις (3), εισαγόμενα παράπονα των εναγόντων - εκκαλούντων, οι οποίοι στο σύνολό τους εκτιμώμενοι συνιστούν αιτιάσεις για ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, καθώς και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έτσι ώστε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της. 

ΙΙΙ. Στο άρθ. 22 παρ. 2 και 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι "Με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία" και ότι "Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει". Με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνονται οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ως μέσο για την ελεύθερη διαμόρφωση των όρων εργασίας και αμοιβής των μισθωτών, υπό την έννοια ότι οι όροι αυτοί, εκτός από τους γενικούς, δεν επιτρέπεται να ρυθμιστούν δια νόμου με αποκλειστικό τρόπο (δηλαδή να αφαιρεθούν από την ύλη των συλλογικών συμβάσεων), εκτός αν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, συνδεόμενους με τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας (ΟλΑΠ 9/2012 ΧρΙΔ 2012.685 =ΔΕΕ 2012.1196, ΟλΑΠ 2/1996 ΕλλΔνη 1996.1038). Με τη δεύτερη διάταξη, από τους όρους εργασίας και αμοιβής των μισθωτών, διαχωρίζονται τα θέματα της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, όπως είναι η σύσταση ασφαλιστικού οργανισμού, η υπαγωγή στην ασφάλιση, ο καθορισμός πόρων, η είσπραξη ασφαλιστικών εισφορών, η καταβολή ασφαλιστικών παροχών κλπ και καθορίζεται ότι όλα αυτά εμπίπτουν στο αντικείμενο της κρατικής μέριμνας, που εκδηλώνεται με κανόνες αναγκαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 9/2012 ό.α.). Σε ακολουθία προς τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις, στο άρθ. 2 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 ορίσθηκε ότι η συλλογική σύμβαση εργασίας μόνο σε περιορισμένη έκταση μπορεί να ρυθμίζει ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης εφ' όσον αυτά δεν έρχονται σε αντίθεση με τη συνταγματική τάξη και την πολιτική των δημοσίων φορέων κοινωνικής ασφάλισης και, πάντως, εφόσον δεν πρόκειται για ζητήματα συνταξιοδοτικά. Ακολούθως, με το άρθ. 43 παρ. 3 του Ν. 1902/1990 διευκρινίσθηκε ότι στην έννοια των συνταξιοδοτικών θεμάτων, που δεν μπορούν να αποτελέσουν περιεχόμενο συλλογικής σύμβασης εργασίας, περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η σύσταση ειδικών ταμείων ή λογαριασμών που χορηγούν περιοδικές παροχές ή εφ' άπαξ βοήθημα με επιβάρυνση του εργοδότη. Κατά το έτος 1949, όμως, που για την κρινόμενη υπόθεση θεωρείται κρίσιμος χρόνος, ως εκ της ημερομηνίας ίδρυσης του ως άνω Λογαριασμού (1ου ενάγοντος), ο τότε ισχύων Α.Ν. της 16/21-11-1935 προσδιόριζε μεν ως δυνατό περιεχόμενο συλλογικής σύμβασης εργασίας τον καθορισμό του πλαισίου εντός του οποίου οι συμβαλλόμενοι ήταν υποχρεωμένοι να συνάπτουν και να εκτελούν τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, αλλά δεν απαγόρευε ρητά τη ρύθμιση θεμάτων κοινωνικής και, μάλιστα, επικουρικής ασφάλισης. Ως εκ τούτου, είχε γίνει δεκτό ότι στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων μπορούσε να συμφωνηθεί μεταξύ του εργοδότη και των εργαζομένων σε μία επιχείρηση ή υπηρεσία η συγκέντρωση περιουσίας σε ειδικό λογαριασμό για ορισμένο ασφαλιστικό σκοπό (όπως η παροχή εφ' άπαξ βοηθημάτων, συντάξεων κλπ), διότι τέτοιους ειδικούς λογαριασμούς δεν τους απέκλειε η νομοθεσία, αλλά αντίθετα τους προέβλεπε ειδικά στο πλαίσιο ασφαλιστικών οργανισμών, για ασφαλιστικές παροχές (άρθ. 361 ΑΚ, 4 παρ. 7 του Ν. 1022/1946 - ΟλΑΠ 9/2012 ό.α., ΟλΑΠ 25/2008). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθ. 1 του Ν. 2992/2002, ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση της ημεδαπής έννομης τάξης προς τον Κανονισμό 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 19/7/2002 " Για την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων" (E.E.E.L 243/1) και τον Κανονισμό 1725/2003 της Επιτροπής της 19/9/2003" Για την υιοθέτηση ορισμένων Διεθνών Λογιστικών Προτύπων σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (E.E.E.L 261/1) των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων του Οργανισμού Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις, όπως είναι και οι τράπεζες, υποχρεούνται από το έτος 2005 να εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και ιδίως το Λογιστικό Πρότυπο 19, το οποίο επιβάλλει την ακριβή λογιστική αποτύπωση όλων των παροχών του εργοδότη προς το προσωπικό του (ημερομίσθια, μισθούς, εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων, μελλοντικά προγράμματα παροχών μετά την απασχόληση), ακόμη και των μη ληξιπρόθεσμων. Με την εφαρμογή των ανωτέρω λογιστικών προτύπων τα πιστωτικά ιδρύματα που, με βάση ιδιωτικές συμφωνίες, καλύπτουν τα ελλείμματα των ταμείων επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού τους για την καταβολή συντάξεων, υποχρεώνονται να καταγράφουν στους ισολογισμούς τους τις υποχρεώσεις αυτές ως υποχρεώσεις προς οποιαδήποτε ιδιωτική ασφάλιση, τούτο δε έχει ως αποτέλεσμα να εμφανίζουν μεγαλύτερο παθητικό και χαμηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Το αποτέλεσμα αυτό δεν θα υπήρχε αν το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων ασφαλιζόταν και για τις επικουρικές παροχές σε κρατικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης, διότι τότε οι σχετικές υποχρεώσεις θα αντιμετωπίζονταν ως υποχρεώσεις του αρμόδιου κρατικού φορέα και, κατ' επέκταση, του κοινωνικού συνόλου, αλλά όχι των πιστωτικών ιδρυμάτων, που θα περιορίζονταν στις εργοδοτικές εισφορές και θα απαλλάσσονταν από την κάλυψη των ελλειμμάτων. Προκειμένου να αποσοβηθούν οι κίνδυνοι, τους οποίους τα πιστωτικά ιδρύματα θα αντιμετώπιζαν ως προς την περαιτέρω λειτουργία τους από την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και την εξ αυτής λογιστική μείωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας και, παράλληλα, προκειμένου να ενοποιηθεί η κρατική μέριμνα στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, με το Ν. 3371/2005 "Θέματα Κεφαλαιαγοράς και άλλες διατάξεις" (ιδίως με τις διατάξεις του Η' Κεφαλαίου, άρθ. 57-64) ρυθμίστηκαν θέματα ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ειδικότερα, με το άρθ. 57 του Ν. 3371/2005 προβλέφθηκε η υπαγωγή του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ- ΕΤΑΜ) μέχρι 31/12/2005, εφόσον μέχρι την ημερομηνία αυτή τα ταμεία επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων του Ν. 2076/1992 θα έχουν ενταχθεί στην ασφάλιση του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ). Η προθεσμία αυτή παρατάθηκε στη συνέχεια μέχρι τις 31/3/2006. Με το άρθ. 58 του ίδιου νόμου προβλέφθηκε η υποχρεωτική και αυτοδίκαιη υπαγωγή των προσλαμβανόμενων στα πιστωτικά ιδρύματα από 1/1/2005 στην επικουρική ασφάλιση του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ). Προβλέφθηκε, επίσης, η υπαγωγή στην υποχρεωτική ασφάλιση του αυτού Ταμείου των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των ταμείων επικουρικής ασφάλισης των ανωτέρω πιστωτικών ιδρυμάτων μετά τη διάλυσή τους, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις και τα καταστατικά των ταμείων. Ο χρόνος ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκε στα ταμεία λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε στο ΕΤΕΑΜ (παρ. 3). Το άρθ. 59 του νόμου αυτού ρυθμίζει την οικονομική κάλυψη της επιβάρυνσης του ΕΤΕΑΜ μετά από ειδική οικονομική μελέτη. Με το άρθ. 60 του Ν. 3371/2005 ιδρύεται το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΑΤ), το οποίο είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων και έχει έδρα την Αθήνα. Κατά το άρθ. 61 του ίδιου νόμου σκοπός του ΕΤΑΜ είναι: α) η καταβολή της διαφοράς των ποσών της σύνταξης με βάση τις καταστατικές διατάξεις του ΕΤΕΑΜ και τις καταστατικές διατάξεις των ταμείων του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων για όσους έχουν ασφαλισθεί σε αυτά μέχρι 31/12/1992, β) η καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν σε συστήματα προσυνταξιοδότησης, που χορηγούνται στους μέχρι 31/12/1992 ασφαλισμένους μέχρι τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κα το ΕΤΕΑΜ, γ) η καταβολή πρόσθετης συνταξιοδοτικής παροχής για τους ασφαλισμένους στα εν λόγω ταμεία για το χρονικό διάστημα από 1/1/1993 μέχρι την υπαγωγή τους στο ΕΤΑΤ, για το οποίο έχουν καταβάλει πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές από εκείνες που προβλέπονται για το ΕΤΕΑΜ, δ) η είσπραξη εισφορών εργαζομένων και εργοδότη, ε) η απονομή των συντάξεων που δικαιούται το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων από το ΕΤΑΤ, στ) η λειτουργία ως φορέα σύνδεσης και διαμεσολάβησης μεταξύ του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, του ΕΤΑΤ, του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και του ΕΤΕΑΜ και ζ) η παροχή συντάξεων που προκύπτουν από καταστατικές διατάξεις δευτερεύοντος ταμείου. Στην περίπτωση αυτή το προσωπικό του πιστωτικού ιδρύματος υπάγεται στο ΕΤΑΤ για τη δευτερεύουσα αυτή επικουρική ασφάλιση και εξαιρείται από την ασφάλιση στο ΕΤΕΑΜ. Περαιτέρω, στο άρθ. 62 του Ν. 3371/2005, ορίζονται τα εξής: 1. Στην ασφάλιση του ΕΤΑΤ υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που εργάζονται στα πιστωτικά ιδρύματα του Ν. 2076/1992 και ασφαλίζονται για επικουρική ασφάλιση του προσωπικού τους μετά τη διάλυσή τους σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από την επόμενη παράγραφο. 2. Η υπαγωγή στο ΕΤΑΤ πραγματοποιείται μετά από αίτημα των αρμόδιων οργάνων των ενδιαφερομένων μερών, εργοδότη ή εργαζομένων, που υποβάλλεται στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΤΑΤ μετά τη διάλυση των επικουρικών ταμείων ... Το ποσό της επιβάρυνσης του πιστωτικού ιδρύματος και του ταμείου προσδιορίζεται μετά από εκπόνηση ειδικής οικονομικής μελέτης. 3) Το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας των εντασσόμενων ταμείων ή των κλάδων επικουρικής ασφάλισης αυτών περιέρχεται στο ΕΤΑΤ, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, ΟΤΑ ή άλλων. 4)...5)...6) Εάν δεν αποφασισθεί η διάλυση των επικουρικών ταμείων ή των κλάδων σύνταξης των ανωτέρω ταμείων ή ενώσεων προσώπων ή ειδικών λογαριασμών με τις προβλεπόμενες διαδικασίες και προκύψουν δικαστικές αντιδικίες μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων στο πλαίσιο των ιδιωτικών συμφωνιών που έχουν καταρτίσει, το ΕΤΑΤ, με αίτημα του αρμόδιου οργάνου του εργοδότη ή των εργαζομένων ή του ταμείου, που υποβάλλεται στο Διοικητικό του Συμβούλιο μέσα σε έναν μήνα από την έναρξη των δικαστικών διενέξεων, αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση και διαχείριση των κάθε φύσεως υποθέσεων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των οικείων επικουρικών ταμείων που αφορούν ασφαλιστικά ή συνταξιοδοτικά τους ζητήματα, όπως είσπραξη εισφορών ή απονομή και καταβολή συντάξεων. Σε καμία περίπτωση στο ΕΤΑΤ δεν ανατίθενται θέματα σχετικά με δικαστικές αντιδικίες, που προκύπτουν μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων στο πλαίσιο των ιδιωτικών συμφωνιών που έχουν καταρτίσει. Στην περίπτωση αυτή το ταμείο δεν διαλύεται ούτε θίγεται η περιουσία του. Ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει προς το ΕΤΑΤ το ποσό δαπάνης που του αναλογεί. Το ποσό της δαπάνης προσδιορίζεται μετά από ειδική οικονομική μελέτη, η οποία ανατίθεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και εκπονείται μέσα σε έναν μήνα από την ανάθεσή της. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με την πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, μετά γνώμη του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης, καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις διαχείρισης και διεκπεραίωσης των θεμάτων, ο τρόπος κατανομής χρονικά του ποσού της δαπάνης που θα καταβάλλει ο εργοδότης και κάθε θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής. Έως την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος η διαχείριση και η διεκπεραίωση των υποθέσεων ασφαλισμένων και συνταξιούχων, καθώς και η είσπραξη των εισφορών, πραγματοποιούνται από το οικείο ταμείο ή ένωση προσώπων ή ειδικό λογαριασμό. 7) Εάν το αρμόδιο όργανο ενός από τα μέρη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 έχει υποβάλλει ή υποβάλλει μονομερώς αίτημα για υπαγωγή του προσωπικού του πιστωτικού ιδρύματος στο ΕΤΑΤ, το ταμείο ζητά εγγράφως τη γνώμη του αρμόδιου οργάνου και του ετέρου μέρους. Σε περίπτωση υποβολής αρνητικής γνώμης ή γνώμης υπό επιφύλαξη, καθώς και μη υποβολής αυτής εντός μηνός από την κοινοποίηση του ανωτέρω εγγράφου, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 6. Στην περίπτωση αυτή ή της υποβολής σύμφωνης γνώμης και εφόσον το αίτημα υποβληθεί έως την 30/4/2006, πληρούται η προϋπόθεση της παραγράφου 1 του άρθ. 57, της άνω καταληκτικής ημερομηνίας λαμβανομένης υπόψη μόνο για την υποβολή του αιτήματος στο ΙΚΑ και στο ΕΤΑΤ. Με το άρθ. 63 του ίδιου ως άνω νόμου καθορίστηκαν οι πόροι του ΕΤΑΤ και με το άρθ. 64 καθορίστηκαν οι αρμοδιότητες αυτού. Ακολούθησε η έκδοση του π.δ. 209/2006, κατ' επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθ. 62 παρ. 6 του Ν. 3371/2005. Με το διάταγμα αυτό καθορίστηκαν η διαδικασία διαχείρισης και διεκπεραίωσης των πάσης φύσεως υποθέσεων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων από το ΕΤΑΤ και η διαδικασία απονομής ασφαλιστικών παροχών από αυτό. Οι ανωτέρω διατάξεις αφορούν στα αλληλοβοηθητικά ταμεία των τραπεζών, τα οποία είναι ασφαλιστικοί φορείς ιδιωτικού δικαίου ποικίλης μορφής (νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ενώσεις προσώπων ή σύνολα περιουσίας), οι οποίοι συνεστήθησαν μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και του προσωπικού τους και οι οποίοι παρέχουν επικουρική ασφάλιση στους τραπεζοϋπαλλήλους κατόπιν συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή συλλογικών ενοχικών συμφωνιών. Εξάλλου, ο νομοθέτης τα ταμεία που στηρίζονται στην ιδιωτική βούληση άλλοτε μεν τα ανήγαγε σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (άρθ. 3 παρ. 2 του Α.Ν. 1495/1938), άλλοτε δε, χωρίς να τα αναγάγει σε ν.π.δ.δ, τα αντιμετώπισε ως ασφαλιστικούς οργανισμούς, ομολόγους προς τους φορείς της δημόσιας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Ενδεικτικά, με το άρθ. 12 του Ν. 1405/1983 τα ταμεία αυτά εντάσσονται στο νομοθετικό καθεστώς της διαδοχικής ασφάλισης, στο οποίο μετέχουν ισότιμα με τους φορείς που είναι ν.π.δ.δ, με το άρθ. 10 του Ν. 1902/1990 καθιερώνονται ενιαίοι κανόνες ως προς το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης και το χρόνο θεμελίωσης σύνταξης γήρατος των ασφαλισμένων σε αυτά, με το άρθ. 18 του ίδιου νόμου τα πρόσωπα που ασφαλίζονται στα ταμεία αυτά εξαιρούνται από την ασφάλιση στο ΙΚΑ- ΤΕΑΜ και με το άρθ. 2 παρ. 4 του Ν. 2084/1992 τα εν λόγω ταμεία θεωρούνται φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Με τους νόμους αυτούς, με τους οποίους επιχειρήθηκαν σημαντικές αλλαγές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας, εισάγονται ενιαίοι κανόνες, οι οποίοι ισχύουν τόσο για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς που είναι ν.π.δ.δ., όσο και για τους ασφαλιστικούς φορείς που είναι ν.π.ι.δ, όπως είναι τα αλληλοβοηθητικά ταμεία των τραπεζών (ΟλΣτΕ 2197, 2198, ΟλΣτΕ 2199/2010 ΕΔΚΑ 2010.1109, και 2200/2010). Σύμφωνα, εξάλλου, με την εισηγητική έκθεση του Ν. 3371/2005, με τις προεκτεθείσες ρυθμίσεις ο νομοθέτης απέβλεψε στην επέκταση του δημόσιου, καθολικού και υποχρεωτικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθ. 22 παρ. 5 του Συντάγματος και της συνταγματικής αρχής της ισότητας, ούτως ώστε η επιβαλλόμενη από το άρθ. 22 παρ. 5 του Συντάγματος κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων να μην υπολείπεται της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των λοιπών εργαζομένων. Τη νομοθετική αυτή παρέμβαση υπαγόρευσε, κατά την εισηγητική έκθεση, η ανάγκη άρσεως της παθογένειας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης των τραπεζοϋπαλλήλων, χαρακτηριστικότερη δε έκφραση της παθογένειας αυτής είναι ο κατακερματισμός του σε πολλούς φορείς, καθένας από τους οποίους διέπεται από δικό του καθεστώς, η αποκατάσταση της ίσης μεταχείρισης και κοινωνικής αλληλεγγύης των τραπεζοϋπαλλήλων και μεταξύ αυτών και μεταξύ των υπολοίπων μισθωτών, ο σεβασμός κεκτημένων δικαιωμάτων κοινωνικής ασφάλισης και η εγκαθίδρυση όρων ισοτιμίας μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και αποφυγής του μεταξύ αυτών αθέμιτου ανταγωνισμού. Κατά την ίδια εισηγητική έκθεση, ο λόγος ασφαλισμένων και συνταξιούχων των τραπεζών επιδεινώνεται σε βάρος των ασφαλισμένων, λόγω του περιορισμού των προσλήψεων που έχουν επιβάλλει, εν τοις πράγμασι, στα πιστωτικά ιδρύματα οι συνθήκες του διεθνούς εντόνου ανταγωνισμού. Η επιδείνωση αυτή, στο πλαίσιο του διανεμητικού συστήματος ασφάλισης, το οποίο ισχύει σε όλα τα ταμεία ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας, θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των ταμείων αυτών και ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος αυτού είναι η συμμετοχή των τραπεζοϋπαλλήλων σε ευρύτερες ομάδες ασφαλισμένων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι κλάδοι σύνταξης των ασφαλιστικών ταμείων κύριας ασφάλισης των πιστωτικών ιδρυμάτων εντάσσονται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, εντός του προβλεπόμενου σε αυτές χρόνου, εφόσον, εν τω μεταξύ, τα επικουρικά ταμεία του προσωπικού των εν λόγω ιδρυμάτων έχουν ενταχθεί στο ΕΤΑΤ, μετά τη διάλυσή τους, σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις των ταμείων αυτών. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις, προκύπτει ότι στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ υπάγονται: α) οι τραπεζικοί υπάλληλοι οι οποίοι προσλαμβάνονται στις τράπεζες από 1/1/2005 και β) οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι των πιο πάνω ταμείων, υπό την προϋπόθεση όμως τα ταμεία αυτά θα έχουν διαλυθεί, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ή τα καταστατικά τους. Η υπαγωγή των τραπεζοϋπαλλήλων στο ΕΤΕΑΜ δεν θίγει τους εξ αυτών ήδη συνταξιούχους και τους μέχρι 31/12/1992 ασφαλισμένους, διότι αυτοί θα λαμβάνουν μεν την επικουρική σύνταξη του ΕΤΕΑΜ, η οποία θα υπολογίζεται κατά το άρθ. 58 παρ. 4 του Ν. 3371/2005, πλην ο νέος ασφαλιστικός φορέας (ΕΤΑΤ) αναλαμβάνει να καταβάλει τη διαφορά των ποσών των συντάξεων που προκύπτουν από τον υπολογισμό αυτών με βάση τη νομοθεσία του ΕΤΕΑΜ και τον υπολογισμό αυτών με βάση τις καταστατικές διατάξεις των επικουρικών ταμείων. Τούτο δεν ισχύει για τους ασφαλισμένους στα ταμεία τραπεζοϋπαλλήλων από 1/1/1993, οι οποίοι θα λαμβάνουν και αυτοί επικουρική σύνταξη από το ΕΤΕΑΜ, όμως προβλέπεται απλώς η καταβολή πρόσθετης συνταξιοδοτικής παροχής για το χρονικό διάστημα από 1/1/1993 μέχρι την υπαγωγή τους στο ΕΤΑΤ, εφόσον είχαν καταβάλει στα ταμεία τους εισφορές υψηλότερες από τις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία του ΕΤΕΑΜ. Στην περίπτωση διαλύσεως του αλληλοβοηθητικού ταμείου και υπαγωγής του στο ΕΤΑΤ, το σύνολο της περιουσίας του περιέρχεται στο ΕΤΑΤ, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, ΟΤΑ ή άλλων προσώπων. Εξ άλλου, σε περίπτωση που τα μέρη, τράπεζες και τραπεζοϋπάλληλοι, δεν συμφωνήσουν στη λύση των συμβάσεων, από τις οποίες δεσμεύονται, ως και στην κατάργηση των επικουρικών ταμείων και προκύψει σχετική δικαστική διένεξη, το ΕΤΑΤ, μετά από αίτημα των μερών ή του ίδιου του αλληλοβοηθητικού ταμείου, καθίσταται αρμόδιο για την είσπραξη των εισφορών, τη χορήγηση και την απονομή των συντάξεων και, γενικότερα, τη διεκπεραίωση και διαχείριση των υποθέσεων των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών ζητημάτων του αλληλοβοηθητικού ταμείου. Όπως ρητά αναφέρεται στην παράγραφο 6 του άρθ. 62 του Ν. 3371/2005, στην περίπτωση αυτή το ταμείο ούτε διαλύεται ούτε θίγεται η περιουσία του, ενώ ουδεμία ανάμειξη έχει το ΕΤΑΤ στις δικαστικές αντιδικίες. Συνάγεται περαιτέρω από τα παραπάνω, ότι με τις ρυθμίσεις αυτές ο νομοθέτης απέβλεψε κυρίως στην επέκταση του δημόσιου, καθολικού και υποχρεωτικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης και στο προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθ. 22 παρ. 5 του Συντάγματος και της συνταγματικής αρχής της ισότητας, ούτως ώστε η επιβαλλόμενη από αυτές κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων να μην υπολείπεται εκείνης για την κοινωνική ασφάλιση των λοιπών εργαζομένων (ΟλΣΤΕ 2197- 2200/2010). Ταυτόχρονα, όμως, η παρέμβασή του υπαγορεύτηκε από τη σπουδαιότητα την οποία ο ίδιος αναγνώρισε στο γεγονός ότι η εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων από τα πιστωτικά ιδρύματα του Ν. 2076/1992, σε συνδυασμό αφενός με τη διαιώνιση της υποχρέωσής τους να εξασφαλίζουν στα οικεία επικουρικά ταμεία τους πόρους που απαιτούνται για την από τα ταμεία πληρωμή των οφειλομένων ασφαλιστικών παροχών και αφετέρου με την αναμενόμενη σημαντική μείωση των προς τα ταμεία ασφαλιστικών εισφορών μετά την από 1/1/2005 υποχρεωτική υπαγωγή των νέων ασφαλισμένων στο ΕΤΕΑΜ, θα έθετε σε κίνδυνο την κεφαλαιακή τους επάρκεια, εφόσον δε η έλλειψη κεφαλαιακής επάρκειας οδηγούσε στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας ενός ή περισσοτέρων πιστωτικών ιδρυμάτων, θα ετίθετο ζήτημα που ενδέφερε γενικότερα την εθνική οικονομία (ΟλΑΠ 9/2012 ο.α.). Περαιτέρω, στο άρθ. 12 παρ. 1-3 του Συντάγματος ορίζεται ότι: 1. "Οι Έλληνες έχουν δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν αν εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια. 2. Το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση. 3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και σε ενώσεις προσώπων που δεν συνιστούν σωματεία, ενώ στο άρθ. 23 αυτού ορίζεται ότι "Το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου". Περαιτέρω, με το άρθ. 11 της από 4/11/1950 Σύμβασης της Ρώμης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το άρθ. πρώτο του Ν.Δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, όπως προαναφέρθηκε, "1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και εις την ελευθερίαν συνεταιρισμού, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως μετ' άλλων συνδικάτων και προσχωρήσεως εις συνδικάτα επί σκοπώ προασπίσεως των συμφερόντων του. 2. Η άσκησις των δικαιωμάτων τούτων δεν επιτρέπεται να υπαχθεί εις ετέρους περιορισμούς πέραν των υπό του νόμου προβλεπομένων και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία, δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν ...". Σύμφωνα με το άρθ. 12 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα των Ελλήνων να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, αλλά και σύμφωνα με το άρθ. 11 της ΕΣΔΑ, η σύσταση αλληλοβοηθητικών ταμείων για την ασφαλιστική κάλυψη των μελών τους είναι ελεύθερη, η ελευθερία δε αυτή δεν περιορίζεται από το άρθ. 22 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο, κατά τα προεκτεθέντα, αναφέρεται μόνο στην υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, την οποία και εξαιρεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, δεν απαγορεύει δε η τελευταία αυτή διάταξη του Συντάγματος τη συμμετοχή σε αλληλοβοηθητικά ταμεία και γενικά την προαιρετική ασφάλιση, την οποία αφήνει στη διάθεση των ενδιαφερομένων (ΟλΣτΕ 2197-2200/2010, ΟλΣτΕ 5024/1987 ΔΕΝ 1988.482 = Δ 1991.1027, ΑΠ 1330/2018, ΑΠ 1373/2017 ΔΕΝ 2018.1290). Εξάλλου, κατά τα ήδη εκτεθέντα, με το άρθ. 22 παρ. 5 του Συντάγματος περιεβλήθη με συνταγματικό κύρος η αρχή της κοινωνικής ασφάλισης και ανατέθηκε στον κοινό νομοθέτη η εξειδίκευσή της, ανάλογα με τις περιστάσεις, η μόνη δε δέσμευση που επιβλήθηκε σχετικά με τη μορφή του ασφαλιστικού φορέα, εκεί που ο νομοθέτης καθιερώνει την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, είναι η παροχή κοινωνικής ασφάλισης από το Κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, που και αυτά είναι δημόσιες υπηρεσίες καθ' ύλην αποκεντρωμένες. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο νομοθέτης μπορεί να δημιουργεί ασφαλιστικούς φορείς, υπάγοντας υποχρεωτικά σε αυτούς κατηγορίες εργαζομένων και συνταξιούχων, έστω και αν αυτοί καλύπτονται ασφαλιστικά από ταμεία, στηριζόμενα στην ιδιωτική βούληση και μάλιστα ανεξάρτητα από τις συμφωνίες μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, εφόσον όμως τα ταμεία αυτά ούτε διαλύονται με νόμο, ούτε αφαιρείται η περιουσία τους και ως εκ τούτου μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους, σύμφωνα καταρχήν με τις ειδικότερες συμφωνίες των μερών. Εξάλλου, στο άρθ. 1 του από 20/3/1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, τα οποία (Πρωτόκολλο και Σύμβαση) κυρώθηκαν με το Ν.Δ. 53/1974 και έχουν υπερνομοθετική ισχύ, κατ' άρθ. 28 του Συντάγματος, ορίζεται ότι "Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού, ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμενοι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους, ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων". Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται γενικός και απόλυτος κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Στην προστασία αυτή εντάσσεται, καταρχήν, και το δικαίωμα παντός ενδιαφερομένου προς λήψη ασφαλιστικών παροχών, εφόσον, όμως, συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις που τάσσονται εκάστοτε από το εσωτερικό δίκαιο κάθε συμβαλλόμενου κράτους, ενώ η περιέλευση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των επικουρικών ταμείων στο ΕΤΑΤ πραγματοποιείται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 62 παρ. 3 του Ν. 3371/2005, μόνο μετά την οικειοθελή διάλυσή του, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις ή το καταστατικό τους, ενώ επί υπαγωγής των ταμείων των τραπεζοϋπαλλήλων στο ΕΤΑΤ στην περίπτωση των παραγράφων 6 και 7 του εν λόγω άρθ. η περιουσία τους παραμένει στη διάθεση των ταμείων (ΟλΣτΕ 2197-2200/2010, Όλ. Αγγελοπούλου, Όρια επίδρασης της νομοθεσίας για την επικουρική ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων στη δυνατότητα σύναψης συμφωνιών για συμπληρωματικές παροχές – Σχόλιο στην ΜΠρΑθ 873/2018,  ΕΕργΔ 2019.171). Έτι περαιτέρω κατά την έννοια του άρθ. 70 ΚΠολΔ, αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής είναι η αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας ή του ειδικότερου περιεχομένου, μιας έννομης σχέσης με την έννοια του δικαιώματος ή της υποχρέωσης ή του συμπλέγματος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ως έννομη σχέση νοείται η βιοτική σχέση, η οποία ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο και συνεπάγεται ή ενέχει ως περιεχόμενό της, σε σχέση με άλλο πρόσωπο ή αντικείμενο, ένα τουλάχιστον δικαίωμα ή μία υποχρέωση είτε δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και όχι απλών πραγματικών γεγονότων ή προϋποθέσεων δικαιώματος ή αξίωση (ΑΠ 492/2010 ΧρΙΔ 2011.200, ΑΠ 224/2007 ΧρΙΔ 2007.622, ΑΠ 927/2002 ΕλλΔνη 2003.1273). Το αίτημα της αναγνωριστικής αγωγής μπορεί να αναφέρεται στη δικαστική διάγνωση μιας ουσιαστικής έννομης σχέσης, δηλαδή στον νομικό δεσμό προσώπου προς πρόσωπο και προσώπου προς αγαθό. Ως εκ τούτου, μπορεί να ζητηθεί η διάγνωση οικογενειακών, κληρονομικών και εμπράγματων δικαιωμάτων, δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, καθώς και ενοχικών εννόμων σχέσεων. Η έννομη σχέση, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής, επέρχεται ως έννομη συνέπεια ουσιαστικού κανόνα δικαίου έπειτα από την ολοκλήρωση του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή την κατάστρωση της μείζονος και ελάσσονος προτάσεως και την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στο πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου. Αντίθετα, η αναγνωριστική αγωγή δεν είναι δυνατόν να αφορά ούτε στο περιεχόμενο της μείζονος προτάσεως (ΑΠ 1914/2014, ΑΠ 134/2015), όπως αυτό προκύπτει δια της ερμηνείας του κανόνα δικαίου, ούτε στη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 508/2013 ΕΠολΔ 2014.485 με παρατηρήσεις Μ. Μαρκουλάκη, ΑΠ 1914/2014, ΑΠ 134/2015) τα οποία συγκροτούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Η δικαιοδοτική κρίση δεν περιορίζεται στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ή στη διαπίστωση πραγματικών περιστατικών. Προϋποθέτει και στηρίζεται στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου και στη διαπίστωση των κρίσιμων γεγονότων, ωστόσο τις υπερβαίνει αναγόμενη στη διάγνωση εννόμων σχέσεων, ενδεχομένως δε και στη διάπλασή τους ή στην επιδίκαση ουσιαστικών αξιώσεων. Αντίστοιχα, η δικαστική προστασία, η οποία στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας θα περιοριζόταν στην ερμηνεία κανόνων δικαίου και στη διαπίστωση πραγματικών περιστατικών, δεν θα ήταν ολοκληρωμένη, πλήρης και αποτελεσματική. Σε ό,τι δε αφορά στην αναγνωριστική αγωγή η δι' αυτής παρεχόμενη δικαστική προστασία είναι αποτελεσματική, μόνον όταν επιδιώκεται η άρση της αμφισβήτησης ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενο έννομης σχέσης και όχι ως προς τη συνδρομή ορισμένων από τις προϋποθέσεις της, δηλαδή του περιεχομένου και της κανονιστικής εμβέλειας του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου ή της συνδρομής των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών. Η συμπεριφορά των προσώπων καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις έννομες σχέσεις, οι οποίες τα δεσμεύουν, με συνέπεια να είναι επιβεβλημένη η άρση της αβεβαιότητας, την οποία δημιουργεί η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενο συγκεκριμένης έννομης σχέσης. Συνεπώς, το μέσο προς άρση της αβεβαιότητας, η αναγνωριστική αγωγή, πρέπει να αναφέρεται αποκλειστικά και μόνον σε έννομες σχέσεις (Δ. Τσικρικάς, Ζητήματα από την αναγνωριστική αγωγή, ΕΠολΔ 2017.463). Δεν μπορεί δε ο ενάγων να περιοριστεί στην υποβολή αιτήματος διαπίστευσης απλών πραγματικών περιστατικών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή, στην οποία υπάγονται τα περιστατικά αυτά (ΑΠ 134/2015 ΕΠολΔ 2016.250, ΑΠ 1158/2014, ΑΠ 1914/2014, ΑΠ 468/2010 ΝοΒ 2011.956). Τέλος, από το συνδυασμό των διατά¬ξεων των άρθ. 522, 524 παρ. 1, 525 παρ. 1 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το Εφετείο στο οποίο με την άσκηση της εφέσεως μεταβιβάζεται η υπόθεση, μέσα στα όρια που καθορίζονται απ' αυτή και τους πρόσθετους λόγους, έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και συνε¬πώς, μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετά¬σει αυτεπάγγελτα τη νομιμότητα και το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή ασκήθηκε απαράδε¬κτα, αρκεί από το αποτέλεσμα αυτό να μην καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος, χωρίς να συντρέξει κάποια από τις περι¬πτώσεις του άρθ. 536 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, επί εφέσεως του ενάγοντα, όταν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) κατ' ουσία, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι αυ¬τή είναι νομικά αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή για έναν από τους άνω τυπι¬κούς λόγους, και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, διότι η απόφαση αυτή είναι ευνοϊκότερη για τον εκκαλούντα από την προσβληθείσα. Στην περίπτωση αυτή, αντικατάσταση της απορ¬ριπτικής αιτιολογίας κατά το άρθ. 534 ΚΠολΔ δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο οδηγεί σε διάφορο κατ' α¬ποτέλεσμα διατακτικό (ΑΠ 496/2010 ΝοΒ 2010.2057, ΑΠ 1239/2010 ΝοΒ 2011.380, ΑΠ 1518/2008 ΝοΒ 2009.431, 1407, ΑΠ 40/2006 ΕπΕμπΔ 2006.923).

IV. Στην προκείμενη περίπτωση όπως ανωτέρω προαναφέρθηκε με την ένδικη αγωγή ζητείται με το πρώτο αίτημά της να αναγνωριστεί ότι η παροχή του ''Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας (Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.)'' αποτελεί μετεργασιακό αντάλλαγμα. Έτσι διατυπωμένο το αίτημα της αγωγής είναι μη νόμιμο και οδηγεί σε απόρριψή του ως τέτοιο, καθώς κατευθύνεται στην αναγνώριση όχι έννομης σχέσης κατά την έννοια του άρθ. 70 ΚΠολΔ, αλλά απλής νομικής κατάστασης. Και τούτο διότι ο αγωγικός όρος ''μετεργασιακό αντάλλαγμα'' προσδιορίζεται από τους ενάγοντες ως αντιπαροχή της εργοδότριάς τους εναγομένης για παρασχεθείσα εργασία τους, ήτοι ως μισθός. Πλην όμως ο τελευταίος αποτελεί απλή νομική κατάσταση και όχι έννομη σχέση δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής σύμφωνα με τα εκτενώς εκτιθέμενα στον οικείο τόπο της ως άνω μείζονος σκέψης (υπό ΙΙΙ). Περαιτέρω η αγωγή με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, ως προς τα υπόλοιπα αιτήματά της είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη για το λόγο ότι, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν στην ίδια ως άνω μείζονα σκέψη, ο ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'' αποτελεί φορέα επικουρικής ιδιωτικής ασφάλισης και μετά την έκδοση του Ν. 3371/2005 επήλθε υποχρεωτική και αυτοδίκαιη υπαγωγή των νεοπροσλαμβανόμενων υπαλλήλων από 1/1/2005 και εντεύθεν, καθώς και των συνταξιούχων στην επικουρική ασφάλιση του δημοσίου δικαίου ασφαλιστικού φορέα ΕΤΕΑΜ, ακόμη και πριν τη διάλυση του ως άνω ιδιωτικής φύσεως φορέα ιδιωτικής ασφάλισης (άρθ. 58 Ν. 3371/2005). Οι διατάξεις δε του ως άνω νόμου (άρθ. 57 έως 64 Ν. 3371/2005) είναι αναγκαστικού δικαίου και υπερισχύουν των όρων των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων, χωρίς αυτές να είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθ. 4, 5 παρ. 1, 12, 22 παρ. 5 και 23 του Συντάγματος και του άρθ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, διότι δεν απαιτείται προηγούμενη διάλυση του ως άνω φορέα ιδιωτικής ασφάλισης, εφόσον η κρατική μέριμνα για την υπαγωγή της εν λόγω ασφάλισης, με ομοιόμορφο τρόπο, σε ένα ενιαίο, δημόσιο, ασφαλιστικό φορέα για όλους τους εργαζόμενους στα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας, δεν βρίσκεται έξω από τους σκοπούς του άρθ. 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Δεν γεννάται, συνεπώς, αξίωση των ασφαλισμένων του ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'' να ζητήσουν ευθέως από την εναγομένη εργοδότριά τους τις παροχές επικούρισης (=επικουρικές συντάξεις τους), ολικά ή μερικά, ακόμη και αν η μη καταβολή τους οφείλεται σε ταμειακή αδυναμία του λογαριασμού, ούτε θεμελιώνεται με βάση αυτόν ευθύνη της να καλύπτει τα προκύπτοντα από τη λειτουργία του λογαριασμού ελλείμματα, καθόσον η μόνη σχετική υποχρέωσή της αφορά την καταβολή της εισφοράς της και δεν έχει αναλάβει εγγυητική ευθύνη έναντι των ασφαλισμένων για την καταβολή των παροχών τους. Εξάλλου, η ειδικότερη αιτίαση των εναγόντων, ότι η σχετική ως άνω συλλογική συμφωνία εναγομένης - προσωπικού για τη σύσταση του ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'' είχε συγχρόνως ως αποτέλεσμα την ένταξη των σχετικών όρων της στις ατομικές εργασιακές σχέσεις του προσωπικού και διαμορφώθηκε αντίστοιχος γενικός όρος εργασίας και ότι η εναγομένη υποχρεούται, να καλύπτει τα ελλείμματα ρευστότητας που τυχόν παρουσιάζονται στα αποθεματικά του ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'', ώστε πράγματι να εξασφαλίζεται η εις το διηνεκές χορήγηση της προβλεπόμενης στον Κανονισμό του παροχής-επικούρησης, είναι αβάσιμη, διότι ο θεσπισθείς με την από 18/11/1949 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας ως άνω όρος, ως εκ της προέλευσης και του κανονιστικού χαρακτήρα του, συνιστά κανόνα του εξ αντικειμένου δικαίου και δεν γεννάται με βάση τον όρο αυτό αξίωση των ασφαλισμένων του ''Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.'' να ζητήσουν ευθέως από τον εργοδότη τις επικουρικές παροχές τους, ολικά ή μερικά, ακόμη και αν η μη καταβολή τους οφείλεται σε ταμειακή αδυναμία του λογαριασμού, ούτε θεμελιώνεται με βάση αυτόν ευθύνη του εργοδότη να καλύπτει τα προκύπτοντα από τη λειτουργία του λογαριασμού ελλείμματα, καθόσον η μόνη σχετική υποχρέωσή του αφορά την καταβολή της εισφοράς του και δεν έχει αναλάβει εγγυητική ευθύνη έναντι των ασφαλισμένων για την καταβολή των παροχών επικούρισής τους. Συνεπώς, η εκκαλουμένη, η οποία έκρινε νόμιμη την αγωγή και στη συνέχεια απέρριψε αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και δη τις αμέσως ως άνω αναφερόμενες διατάξεις, όπως βάσιμα υποστηρίζεται με τους ως άνω λόγους εφέσεως. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί εν όλω η εκκαλουμένη, και αφού κρατηθεί η υπόθεση, να απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη. Τέλος, εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, κατά τις διατάξεις των άρθ. 535 παρ. 1, 176, 178, 183, 189 παρ. 1 περ. γ΄ και 191 ΚΠολΔ (ΑΠ 1567/2010 ΝοΒ 2011.592, ΕφΛαμ 36/2013 ΤρΝομΠλ ''Νόμος'', ΕφΠειρ 141/2012 ΤρΝομΠλ ''Νόμος'', ΕφΛαμ 15/2011 και 18/2011 ΤρΝομΠλ ''Νόμος''), τα δε δικαστικά έξοδα, πρέπει να συμψηφισθούν και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων μερών, λόγω των πραγματικών δυσχερειών ως προς την αληθινή έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων που αναφέρονται στη μείζονα πρόταση της παρούσας [άρθ. 179, όπως αντικ. με το άρθ. 2 §2 Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ Α΄ 109/29-5-01) και 183 ΚΠολΔ], κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. 
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση. 
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 1224/12-6-19 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κρατεί την υπόθεση. 
Δικάζει επί της αγωγής.
Απορρίπτει την αγωγή. 
Συμψηφίζει στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αυτών και στους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι, στις  11 Ιουνίου 2020. 

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ